Ανάσταση -ποίημα
Έκρηξη ακτίνων έγινε
Και σχίστηκαν οι βράχοι,
Το μνήμα χαμογέλασε
Και χάρηκε η πλάση.
Οι φύλακες σαστίσανε,
Δεν 'ξέραν τι είχε γίνει,
Τον τάφο σαν κοιτάξανε
Άδειο να έχει μείνει.
Είδαν την πέτρα την βαριά
Παράμερα στην άκρη,
Και γέλαγαν οι υάκινθοι,
Οι κάμποι, και τα δάση.
Στον τάφο μέσα βρίσκονταν
Με σμύρνα κολλημένες,
Προσεχτικά σε μια γωνιά
Οι γάζες τυλιγμένες.
Ο τόπος μοσχοβόλαγε,
Πνιγόσουν απ' τον μύρο,
Τρεις μέρες πριν ραντίσανε
Για την ταφή τον Κύριο.
Μέσα στην άγρια ερημιά
Κανείς δεν είχε φτάσει,
Αλλά το νέο έτρεξε
Σαν άτομο σε σχάση.
Άγγελοι ψέλνανε Ωσαννά,
Με σάλπιγγες υμνούσαν,
Του ενός Θεού την ύπαρξη
Και τον δοξολογούσαν,
Που νίκησε τον θάνατο,
Συνέτριψε το φίδι,
Τον δαίμονα που πονηρά
Κρυφή πληγή εγίνει.
Ως Ζωηφόρος Αρχηγός
Εξήλθε εκ του Άδη,
Και φώτισε για πάντοτε
Με μίας το σκοτάδι.
Πηγή της αναστάσεως
Τα σπάργανα του μνήματος,
Χριστέ μετά Πατρός και Πνεύματος
Πάντα πληρών ο Απερίγραπτος.
Εν τω τάφο κατήλθε o Αθάνατοs,
Να πληρωθεί το έργο των αιώνων,
Ότι υπάρχει Θεού Υιός
Του Σώζοντος το γένος των Ανθρώπων.
Τον θάνατο θανάτωσε,
Και εκ νεκρών ανέστη,
Και ανεγέρθη ωσάν Θεός
Απ' όλα όσα υπέστη.
Και πρώτη ήρθε η Μαγδαληνή
Αυτή να προσκυνήσει,
Με προσευχή τον Κύριο
Κι ωδή να τον υμνήσει,
Και είδε τον αμπελουργό,
Αγάπη να τρυγάει,
'Μη μου άπτου' αναφώνησε
Και να την ευλογάει.
Στους μαθητές του έτρεξε
Έργο να ανακοινώσει,
Το χάρισμα του Πνεύματος
Του Αγίου να τους δώσει,
Συνεχιστές Του ήθελε
Στην Θέση Του να αφήσει,
Τους Δώδεκα Απόστολους
Και να τους Ευλογήσει.
Κάποιοι τον ψηλαφίσανε
Δειλά για να πειστούνε,
Θαύμα πως αντικρίζουνε
Ήθελαν για να δούνε,
Κι αφού τον προσκυνήσανε,
Κλαίγοντας, και υμνώντας,
Τον αποχαιρετήσανε
Όλοι δοξολογώντας,
Eφτανε η ώρα η τελική,
Η Ανάληψη να γίνει,
Από το έργο του Ιησού
Αυτό είχε απομείνει,
Οι ουρανοί ανοίξανε,
Τα αστέρια κατεβήκαν,
Ο ήλιος αναστέναξε,
Και τα βουνά γογγύξαν,
Σύννεφα σιγοκλαίγανε
Aπό χαρά μεγάλη,
Kαι του Χριστού την αρπαγή
Kανόνισαν με χάρη.
Θεέ μου σ'αγαπώ
Και σχίστηκαν οι βράχοι,
Το μνήμα χαμογέλασε
Και χάρηκε η πλάση.
Οι φύλακες σαστίσανε,
Δεν 'ξέραν τι είχε γίνει,
Τον τάφο σαν κοιτάξανε
Άδειο να έχει μείνει.
Είδαν την πέτρα την βαριά
Παράμερα στην άκρη,
Και γέλαγαν οι υάκινθοι,
Οι κάμποι, και τα δάση.
Στον τάφο μέσα βρίσκονταν
Με σμύρνα κολλημένες,
Προσεχτικά σε μια γωνιά
Οι γάζες τυλιγμένες.
Ο τόπος μοσχοβόλαγε,
Πνιγόσουν απ' τον μύρο,
Τρεις μέρες πριν ραντίσανε
Για την ταφή τον Κύριο.
Μέσα στην άγρια ερημιά
Κανείς δεν είχε φτάσει,
Αλλά το νέο έτρεξε
Σαν άτομο σε σχάση.
Άγγελοι ψέλνανε Ωσαννά,
Με σάλπιγγες υμνούσαν,
Του ενός Θεού την ύπαρξη
Και τον δοξολογούσαν,
Που νίκησε τον θάνατο,
Συνέτριψε το φίδι,
Τον δαίμονα που πονηρά
Κρυφή πληγή εγίνει.
Ως Ζωηφόρος Αρχηγός
Εξήλθε εκ του Άδη,
Και φώτισε για πάντοτε
Με μίας το σκοτάδι.
Πηγή της αναστάσεως
Τα σπάργανα του μνήματος,
Χριστέ μετά Πατρός και Πνεύματος
Πάντα πληρών ο Απερίγραπτος.
Εν τω τάφο κατήλθε o Αθάνατοs,
Να πληρωθεί το έργο των αιώνων,
Ότι υπάρχει Θεού Υιός
Του Σώζοντος το γένος των Ανθρώπων.
Τον θάνατο θανάτωσε,
Και εκ νεκρών ανέστη,
Και ανεγέρθη ωσάν Θεός
Απ' όλα όσα υπέστη.
Και πρώτη ήρθε η Μαγδαληνή
Αυτή να προσκυνήσει,
Με προσευχή τον Κύριο
Κι ωδή να τον υμνήσει,
Και είδε τον αμπελουργό,
Αγάπη να τρυγάει,
'Μη μου άπτου' αναφώνησε
Και να την ευλογάει.
Στους μαθητές του έτρεξε
Έργο να ανακοινώσει,
Το χάρισμα του Πνεύματος
Του Αγίου να τους δώσει,
Συνεχιστές Του ήθελε
Στην Θέση Του να αφήσει,
Τους Δώδεκα Απόστολους
Και να τους Ευλογήσει.
Κάποιοι τον ψηλαφίσανε
Δειλά για να πειστούνε,
Θαύμα πως αντικρίζουνε
Ήθελαν για να δούνε,
Κι αφού τον προσκυνήσανε,
Κλαίγοντας, και υμνώντας,
Τον αποχαιρετήσανε
Όλοι δοξολογώντας,
Eφτανε η ώρα η τελική,
Η Ανάληψη να γίνει,
Από το έργο του Ιησού
Αυτό είχε απομείνει,
Οι ουρανοί ανοίξανε,
Τα αστέρια κατεβήκαν,
Ο ήλιος αναστέναξε,
Και τα βουνά γογγύξαν,
Σύννεφα σιγοκλαίγανε
Aπό χαρά μεγάλη,
Kαι του Χριστού την αρπαγή
Kανόνισαν με χάρη.
Θεέ μου σ'αγαπώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου