Ζαχαρίας Κεφ 11. Αλληγορία για τους δύο βοσκούς
Αλληγορία για τους δύο βοσκούς
Ο Κύριος ο Θεός μου, μου είπε: «Φρόντισε τα πρόβατα που είναι για σφάξιμο, που οι ιδιοκτήτες τους τα σφάζουν χωρίς να νιώθουν καμιά ενοχή. Τα πουλάνε και λένε: “δόξα το Θεώ, τα οικονομήσαμε!” Κι ούτε οι βοσκοί τους δεν τα λυπούνται».
Ο Κύριος λέει: «Ούτε κι εγώ θα λυπηθώ πια τους κατοίκους της γης. θα παραδώσω τον καθένα στην αυθαιρεσία του γείτονά του και του βασιλιά του. Ας καταστρέψουν τη γη οι βασιλιάδες εγώ δεν πρόκειται να γλιτώσω τους λαούς από την εξουσία τους».
Ανέλαβα, λοιπόν, τη φροντίδα των προβάτων που οι ζωέμποροι τα είχανε για σφάξιμο. Πήρα δυο γκλίτσες: τη μία την ονόμασα, «καλοσύνη» και την άλλη «ομόνοια», και φρόντισα μ’ αυτές τα πρόβατα. Εξαφάνισα τους τρεις κακούς βοσκούς τους σ’ ένα μήνα. Βαρέθηκα όμως τα πρόβατα, γιατί αυτά αδιαφορούσαν για μένα. Τότε είπα: «Δε σας φροντίζω πια! Όποιο είναι να πεθάνει ας πεθάνει' όποιο θέλει να χαθεί ας χαθεί και τα υπόλοιπα ας φάει το ένα το άλλο». Μετά πήρα τη γκλίτσα μου την «καλοσύνη» και την έσπασα, για να ακυρώσω την ανακωχή που ο Κύριος είχε κάνει για χάρη του Ισραήλ με όλους τους λαούς. Έτσι διαλύθηκε η ανακωχή εκείνη την ημέρα, και οι ζωέμποροι που με παρατηρούσαν κατάλαβαν ότι είχα ενεργήσει έτσι με εντολή του Κυρίου.
Τότε τους είπα: «Αν σας φαίνεται καλό, δώστε μου το μισθό μου' αν όμως όχι, κρατήστε τον». Μου μέτρησαν λοιπόν το μισθό μου, τριάντα αργύρια.
Και μου είπε ο Κύριος: «Εύγε! Ρίξ’ τα στο χυτήριο τόσο με εκτίμησαν».
Πήγα λοιπόν στο ναό και πέταξα τα τριάντα αργύρια στον άνθρωπο που λιώνει στο χυτήριο το χρυσάφι και το ασήμι του ναού.
Μετά έσπασα και την άλλη γκλίτσα μου, την «ομόνοια», για να διαλύσω τον αδερφικό δεσμό ανάμεσα στο λαό του Ιούδα και στο λαό του Ισραήλ
Επίσης ο Κύριος μου είπε: «Προετοιμάσου πάλι να υποδυθείς τώρα τον κακό βοσκό.
Πράγματι, εγώ θ' αναδείξω έναν άλλο βοσκό στη χώρα. Αυτός το χαμένο πρόβατο δεν θα το φροντίζει, το παραπλανημένο δεν θα το αναζητεί, το τραυματισμένο δεν θα το γιατρεύει και το άρρωστο δεν θα το φροντίζει. θα σκίζει μάλιστα το δίχειλο νύχι τους, για να μην μπορούν να φύγουν και τα καλύτερα απ’ αυτά θα τα τρώει ο ίδιος. Αλίμονο στον άχρηστο αυτό βοσκό, που εγκαταλείπει το κοπάδι! Να του κοπεί το χέρι με το ξίφος και να του βγει το μάτι το δεξί! Το χέρι του να ξεραθεί τελείως και το μάτι του να σβήσει!»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου