Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Τί εἶναι τά πάθη; Εἶναι οἱ ψυχικές δυνάμεις πού πῆραν λάθος κατεύθυνση. Γέροντα Παΐσιο:



«Ρώτησαν κάποτε τὸ Γέροντα Παΐσιο:
- Γέροντα, ὅταν ὁ Προφήτης Δαβὶδ ἔλεγε : «Πνεύματι  ἡγεμονικῷ στήριξόν με», τί ζητοῦσε; 
- Ὁ Δαβὶδ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τοῦ δώση διοικητικὸ χάρισμα, ἐπειδὴ εἶχε νὰ κυβερνήσῃ ἀνθρώπους. Ἀλλὰ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος χρειάζεται «πνεῦμα ἡγεμονικό», γιατί ἔχει νὰ κυβερνήσῃ τὸν ἑαυτό του, γιὰ νὰ μὴν τὸν κάνουν κουμάντο τὰ πάθη του. 
- Γέροντα, τί εἶναι τὰ πάθη; 
- Ἐγὼ τὰ πάθη τὰ βλέπω σὰν δυνάμεις τῆς ψυχῆς. Ὁ Θεὸς δὲν δίνει ἐλαττώματα ἀλλὰ δυνάμεις. Ὅταν ὅμως δὲν ἀξιοποιοῦμε αὐτὲς τὶς δυνάμεις γιὰ τὸ καλό, ἔρχεται τὸ ταγκαλάκι, τὶς ἐκμεταλλεύεται καὶ γίνονται πάθη, καὶ ὕστερα γκρινιάζουμε καὶ τὰ βάζουμε μὲ τὸν Θεό. Ἐνῶ, ἂν τὶς ἀξιοποιήσουμε στρέφοντάς τες ἐναντίον τοῦ κακοῦ, μᾶς βοηθοῦν στὸν πνευματικὸ ἀγώνα.

Ὁ θυμὸς λ.χ. δείχνει ὅτι ἡ ψυχὴ ἔχει ἀνδρισμό, ὁ ὁποῖος βοηθάει στὴν πνευματικὴ ζωή. Κάποιος, ποὺ δὲν εἶναι θυμώδης καὶ δὲν ἔχει ἀνδρισμὸ δὲν μπορεῖ νὰ βάλη εὔκολα τὸν ἑαυτό του στὴν θέση του. Ὁ θυμώδης ἄνθρωπος, ἂν ἀξιοποιήση στὴν πνευματικὴ ζωὴ τὴ δύναμη ποὺ ἔχει, εἶναι σὰν ἕνα γερὸ αὐτοκίνητο ποὺ πιάνει τὴν εὐθεία καὶ κανεὶς δὲν τὸ φθάνει. Ἂν ὅμως δὲν τὴν ἀξιοποιήση καὶ ἀφήνη ἀνεξέλεγκτο τὸν ἑαυτό του, μοιάζει μὲ αὐτοκίνητο ποὺ τρέχει μὲ ὑπερβολικὴ ταχύτητα σὲ ἀνώμαλο δρόμο καὶ κάθε τόσο ἐκτροχιάζεται. 
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ γνωρίση τὶς δυνάμεις, ποὺ ἔχει καὶ νὰ τὶς στρέψη στὸ καλό. Ἔτσι θὰ φθάση , μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση.
Τὸν ἐγωισμὸ λ.χ. νὰ τὸν στρέψη ἐναντίον τοῦ διαβόλου καὶ νὰ μὴν τὸ βάζη κάτω, ὅταν πάη καὶ τὸν πειράζη. Τὴν τάση γιὰ φλυαρία νὰ τὴν ἁγιάση καλλιεργώντας τὴν εὐχή. Δὲν εἶναι καλύτερα νὰ μιλάη μὲ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ ἁγιάζεται παρὰ νὰ φλυαρῆ καὶ νὰ ἁμαρτάνη; Ἀνάλογα δηλαδὴ μὲ τὸ πῶς θὰ χρησιμοποιήση ὁ ἄνθρωπος τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς, μπορεῖ νὰ γίνη καλὸς ἡ κακὸς»[1]. 
Ἀπό τά ἀνωτέρω καταλαβαίνουμε ὅτι τά πάθη εἶναι δυνάμεις τῆς ψυχῆς, πού δέν χρησιμοποιοῦνται γιά τό καλό. Ἀντί νά μᾶς βοηθοῦν νά πλησιάσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μέ τόν Θεό, μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπό Αὐτόν. Θά πρέπει νά γνωρίσουμε αὐτές τίς ψυχικές μας δυνάμεις, οἱ ὁποῖες εἶναι Θεῖο δῶρο καί νά τίς ἀξιοποιήσουμε ὥστε νά δοξάσουμε τόν Θεό καί νά εὐεργετήσουμε τούς συνανθρώπους μας.
Τόν θυμό (θυμικό τῆς ψυχῆς), γιά παράδειγμα, μᾶς  τόν δώρησε ὁ Θεός, γιά νά συγκρατοῦμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τό κακό· γιά νά καταστρέφουμε τούς κακούς λογισμούς, πού σπέρνει ὁ πονηρός καί τίς κακές ἐπιθυμίες, πού ἐκεῖνος ἐμβάλλει στήν ψυχή μας. Χρησιμοποιώντας  σωστά τόν θυμό μποροῦμε νά κινηθοῦμε πρός τόν Θεό μέ ὁρμή, μέ προθυμία καί ἀποφασιστικότητα. Ἐμεῖς ἀντίθετα χρησιμοποιοῦμε τόν θυμό γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τόν ἑαυτό μας, γιά νά ἐκδικηθοῦμε, γιά νά ἐπιτεθοῦμε ἐναντίον τῶν συνανθρώπων μας. Ἡ διόρθωση αὐτῆς τῆς κακῆς κατεύθυνσης τοῦ θυμικοῦ ἐπιτυγχάνεται μέ τήν καθολική ἀγάπη, τήν σιωπή καί τήν προσευχή.
Τήν ἐπιθυμία (ἐπιθυμητικό τῆς ψυχῆς), μᾶς τήν δώρησε, γιά νά ἐπιθυμοῦμε,  γιά νά ἀγαποῦμε τόν Θεό. Ἐμεῖς ἀντίθετα τήν χρησιμοποιήσουμε γιά νά ἐπιθυμήσουμε τά πράγματα τοῦ κόσμου, τίς σαρκικές ἡδονές, τά χρήματα καί τήν μάταιη κοσμική δόξα. Θεραπεία αὐτῆς τῆς κακῆς κατεὐθυνσης τοῦ ἐπιθυμητικοῦ ἐπιτυγχάνεται μέ τήν περιεκτική ἐγκράτεια (ἐγκράτεια στήν τροφή, στόν ὕπνο, στήν σωματική ἀνάπαυση, στήν γλῶσσα, στίς μετακινήσεις).
Τόν ἐγωισμό γιά νά μήν τό «βάζουμε κάτω» καί καταθέτουμε τά ὅπλα στόν ἀγῶνα μέ τόν ἀντίδικο.  Ἐμεῖς τόν χρησιμοποιοῦμε γιά νά πολεμήσουμε τούς ἀδελφούς μας ἤ ἀκόμη καί αὐτόν τόν Θεό.
Τήν σκέψη-νοῦ-λογική, (τό λογιστικό τῆς ψυχῆς) γιά νά προσευχόμαστε ἀδιάλειπτα καί ὄχι γιά νά μετεωριζόμαστε καλλιεργώντας ποικίλους λογισμούς. Ἡ θεραπεία τοῦ μετεωρισμοῦ ἐπιτυγχάνεται μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή.
Ὅταν λειτουργοῦμε ἔτσι τά Θεῖα δῶρα,τότε πραγματώνουμε τό σκοπό τῆς ὕπαρξής μας καί ὁμοιάζουμε στόν Θεό, πού δέν ἔχει πάθη, ἀλλά Θεῖες Δυνάμεις καί Ἐνέργειες εὐεργετικές γιά ὅλην τήν κτίση.

Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
http://HristosPanagia3.blogspot.com

[1]Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου, «Πάθη καί ἀρετές», Λόγοι Ε΄, Ἱερόν Ἡσυχαστήριον «Εὐαγγελιστής Ἰωάννης ὁ Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης, 2007.                                                                                                                                                                                                                                         

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

Ζαχαρίας Ζαχάρου - Αρχιμανδρίτης Ιεράς Σταυροπηγιακής Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας


Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την προσευχή

25 Ιανουαρίου 2013
Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του. Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.
Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.
Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.
Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.
Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.
Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.
Η κάθοδος του νου στην καρδιά του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται με τεχνητά μέσα, Όπως είναι η στάση του σώματος ή η ελεγχόμενη αναπνοή. Βέβαια και τα μέσα αυτά δεν είναι τελείως άχρηστα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται βοηθητικά κατά τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, πάντοτε με την επίβλεψη του πνευματικού οδηγού και την ταπεινή στάση του αρχάριου μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας για την κατάβαση τού νου και την ένωσή του με την καρδιά είναι η χάρη του Θεού.
Πολλές φορές επικρατεί σύγχυση και πλάνη μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον «υπερβατικό διαλογισμό» και τα όμοια απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως που υπάρχει ανάμεσά τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η προσευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ασκητισμό της μη χριστιανικής ανατολής προβάλλεται η άσκηση της νοεράς απεκδύσεως από κάθε σχετικό και παρερχόμενο, για να ταυτισθεί ο άνθρωπος με κάποιο απρόσωπο Απόλυτο, με το οποίο πιστεύεται ότι είναι του ιδίου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά με τον ερχομό του στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στη θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει στο ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ψυχή (atman) στον ανώνυμο ωκεανό του Υπερπροσωπικού Απολύτου.
Για να φθάσει στο τέλος αυτό, ο ασκητής των ανατολικών θρησκειών αγωνίζεται να απεκδυθεί κάθε πάθος και μορφή αστάθειας της παροδικής υπάρξεως και να βυ¬θισθεί σε κάποια αφηρημένη νοητή σφαίρα της καθαράς Υπάρξεως. Η άσκηση αυτή είναι αρνητική και απρόσωπη. Δεν έχει θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Η καρδιά δεν μετέχει. Πουθενά στις Ουπανισάδες δεν αναφέρεται η υπερηφάνεια ως εμπόδιο για την άσκηση ή η ταπείνωση ως αρετή. Η πρόοδος στη μορφή αυτή του ασκητισμού εξαρτάται από τη θέληση του ιδίου του ανθρώπου που την προκαθορίζει. Απουσιάζει επίσης η θετική διάσταση της ασκήσεως ως πρόσληψη υπερφυσικής ζωής, που έχει πηγή μόνο τον Θεό της αποκαλύψεως. Η τεχνική απέκδυση που εφαρμόζεται στον Βουδισμό, και στην πιο εξευγενισμένη εκδήλωσή του, δεν αποτελεί παρά μόνο το ασήμαντο ήμισυ της υποθέσεως. Υπάρχει ο κίνδυνος, όταν ο νους βρίσκεται γυμνός στον «γνόφο της απεκδύσεως», να στραφεί προς τον εαυτό του, να θαυμάσει το φωτεινό αλλά κτιστό του κάλλος και να «λατρεύσει τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Και τότε, κατά τον λύγο του Κυρίου, «γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου… χείρονα των πρώτων».
Η θεωρία λοιπόν αυτή της Ανατολής δεν είναι θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού ούτε εγγίζει το πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ενδεχομένως η άσκηση αυτή να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι» και «Θεώ αρέσαι ου δύναται».
Η πλέον αυθεντική απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία αυτού του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας. Ο καρδιακός πόνος που γεννάται από τη χάρη της μετανοίας, όχι μόνο αποδε¬σμεύει τον νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει στα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι, όπως μόλις είπαμε, μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στον Χριστιανισμό, όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη συνακόλουθη χάρη του Θεού και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν τον Βούδα και τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ό Βούδας σπλαχνίσθηκε τήν ανθρώπινη δυστυχία και με ωραία λόγια δίδαξε τη δυνατότητα και τον τρόπο να αποσπάται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάστασή Του προσέλαβε τον πόνο εκούσια και αναμάρτητα και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τέλειας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε «καινήν κτίσιν». Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και η παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και άγια οδό της αγάπης προς τον Θεό. Την αγάπη αυτή εκφράζει ο άνθρωπος με την προσευχή του.
Κατά συνέπεια, η προσευχή είναι θέμα αγάπης. Αν προσευχόμαστε, σημαίνει ότι αγαπάμε τον Θεό. Αν αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε. Το μέτρο της προσευχής φανερώνει το μέτρο της αγάπης που έχουμε για τον Θεό. Έτσι, ο άγιος Σιλουανός ταυτίζει τη μνήμη του Θεού με την προσευχή, ενώ οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η λήθη του Θεού συνιστά το μεγαλύτερο πάθος. Όταν μας πολεμεί ένα πάθος, μπορούμε και εμείς να του αντιταχθούμε με το Όνομα του Θεού. Όσο πιο πολύ ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και καλούμε τον Θεό σε βοήθεια μας, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε και νικούμε το πάθος. Όταν όμως λησμονούμε τον Θεό, ο εχθρός μας φονεύει ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισημαίνουν ότι η λήθη του Θεού είναι το μεγαλύτερο πάθος.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 110-116)

Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ - ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΕΣΣΕΧ


Η άσκηση της προσευχής του Ιησού ως ουράνιο δώρο

5 Αυγούστου 2014
Η ευλαβική άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί τον άνθρωπο σε συνάντηση με πολλές αντίθετες ενέργειες κρυμμένες στην ατμόσφαιρα. Προσφερόμενη στην κατάσταση βαθειάς μετάνοιας διεισδύει στο χώρο, που βρίσκεται πέραν των ορίων «της σοφίας των σοφών και της συνέσεως των συνετών» (Α’ Κορ. 1,19). Στις πλέον εντατικές εκδηλώσεις της, χρειάζεται ή μεγάλη πείρα ή καθοδηγητής. Είναι απαραίτητη σε όλους ανεξαιρέτως που την ασκούν, η νηπτική περίσκεψη, το πνεύμα της συντριβής και του φόβου του Θεού, η υπομονή σε κάθε επερχόμενο σ’ αυτούς. Τότε αυτή γίνεται δύναμη, η οποία ενώνει το πνεύμα μας με το Πνεύμα του Θεού, παρέχουσα την αίσθηση της ζώσας παρουσίας της αιωνιότητας μέσα μας, έχοντάς μας ήδη οδηγήσει δια μέσου αβύσσων σκότους κρυμμένων μέσα μας.
Η προσευχή αυτή είναι μεγάλο δώρο του ουρανού προς τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα.
prihs3o2
Πόσο σημαντική είναι η διαμονή (για να μην πω η άσκηση) στη προσευχή, μαρτυρεί και αυτή η πείρα. Θεωρώ επιτρεπτό να παραβάλω αυτήν προς την φυσική ζωή του κόσμου μας και να φέρω παραδείγματα από γνωστών σε μας γεγονότων της σύγχρονης επικαιρότητας. Οι αθλητές, προετοιμαζόμενοι για τους αγώνες, επαναλαμβάνουν για πολύ καιρό τις ίδιες ασκήσεις, ώστε να εκτελέσουν κατά τη στιγμή της διεξαγωγής τους, με ταχύτητα και με βεβαιότητα, και τρόπον τινά μηχανικά, όλες τις κινήσεις, τις οποίες ήδη αφομοίωσαν. Από τον αριθμό των ασκήσεων εξαρτάται και η ποιότητα της αποδόσεως. Θα διηγηθώ ακόμα ένα γεγονός, που συνέβη σε κύκλο, γνωστών σε μένα προσώπων. Βεβαίως επαναλαμβάνω εκείνα, που άκουσα από ένα πλησιέστερο άνθρωπο προς τα πρόσωπα στα οποία αναφέρονται.
Σε κάποια ευρωπαϊκή πόλη δύο αδελφοί νυμφεύθηκαν σχεδόν συγχρόνως δύο νέες. Η μία ήταν γιατρός, άνθρωπος οξείας αντιλήψεως και ισχυρού χαρακτήρα. Η άλλη ήταν ωραιότερη, δραστήρια, ευγενής αλλ’ όχι ιδιαίτερα ευφυής. Όταν πλησίαζε ο καιρός του τοκετού και για τις δύο, απεφάσισαν να αποκτήσουν την πρώτην εμπειρία ακολουθώντας την νεοεμφανισθείσα μέθοδο του «ανώδυνου τοκετού». Η πρώτη, η γιατρός, αμέσως κατανόησε όλο τον μηχανισμό της μεθόδου αυτής και μετά δύο ή τρία μαθήματα της καθορισμένης γυμναστικής εγκατέλειψε τις ασκήσεις, πεπεισμένη ότι κατανόησε τα πάντα και ότι κατά την στιγμήν της ανάγκης θα εφάρμοζε τις γνώσεις της.
Η άλλη δεν γνώριζε πολλά περί της ανατομίας του σώματος ούτε ήθελε να ασχοληθεί με τη θεωρητική πλευρά της μεθόδου αυτής, αλλά παραδόθηκε απλά με ζήλο στην επανάληψη των καθορισμένων κινήσεων του σώματος. Αφού δε τις αφομοίωσε, όταν έφθασε η στιγμή, πήγε για τον τοκετό. Και τί νομίζετε ότι συνέβη; Η μεν πρώτη κατά την στιγμή του τοκετού από τις πρώτες ήδη ώδινες δεν θυμήθηκε τη θεωρία και γέννησε με μεγάλη δυσκολία, «εν λύπαις» (Γεν. 3,16)· η δε άλλη γέννησε χωρίς πόνους και σχεδόν χωρίς δυσκολία.
Έτσι θα συμβεί και σε μας. Ο σύγχρονος και μορφωμένος άνθρωπος είναι σε θέση να κατανοήσει το «μηχανισμό» της νοεράς προσευχής. Αρκεί να προσευχηθεί δύο ή τρεις εβδομάδες με κάποιο ζήλο, να διαβάσει λίγα βιβλία, και να, ο ίδιος μπορεί στα ήδη γραμμένα βιβλία να προσθέσει και το δικό του. Κατά την ώρα όμως του θανάτου, όταν η όλη σύστασή μας υποβάλλεται σε βιαία διάσπαση, όταν ο νους θολώνεται και η καρδία αισθάνεται ισχυρούς πόνους ή εξασθένηση, τότε όλες οι θεωρητικές μας γνώσεις εξαφανίζονται και η προσευχή μπορεί να χαθεί.
Είναι αναγκαίο να προσευχόμαστε για χρόνια. Να διαβάζουμε λίγο, και μόνον ό,τι κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο αφορά στη προσευχή και συνεργεί, κατά το περιεχόμενό του, στην ενίσχυση της έλξεως προς προσευχή μετανοίας με την εσωτερική διαφύλαξη του νου. Από τη μακροχρόνια επανάληψη η προσευχή γίνεται φύση της υπάρξεώς μας, φυσική αντίδραση σε κάθε φαινόμενο στην πνευματική σφαίρα, είτε αυτό είναι φως, είτε σκοτάδι, είτε εμφάνιση αγίων αγγέλων ή δαιμονικών δυνάμεων, χαρά ή λύπη – με ένα λόγο, σε κάθε καιρό και περίσταση.
Με τέτοιο είδος προσευχής η γέννησή μας για την ουράνια ζωή μπορεί πραγματικά να γίνει ανώδυνη.
Η βίβλος της Καινής Διαθήκης, που αποκαλύπτει σε μας τα έσχατα βάθη του άναρχου Όντος, είναι σύντομη, αλλά και η θεωρία της προσευχής του Ιησού δεν απαιτεί ανάπτυξη σε πλάτος. Η τελειότητα που φανερώθηκε δια του Χριστού είναι ανέφικτη στα όρια της γης· το πλήθος των πειρασμών, τους οποίους περνά αυτός που ασκεί την προσευχή αυτή, είναι απερίγραπτη. Η άσκηση της προσευχής αυτής οδηγεί κατά παράδοξο τρόπο το πνεύμα του ανθρώπου σε συνάντηση με δυνάμεις κρυμμένες εν τω «Κόσμω». Η προσευχή με το όνομα του Ιησού προκαλεί εναντίον της επίθεση από τις κοσμικές δυνάμεις, ή καλλίτερα, την πάλη με τους κοσμοκράτορες «του σκότους του αιώνος τούτου, των πνευματικών της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (πρβλ. Εφεσ. 6,12). Αυτή, ανυψώνοντας τον άνθρωπο σε σφαίρες πέραν των ορίων της γήινης σοφίας, στις ύψιστες μορφές αυτής, απαιτεί «άγγελον πιστόν οδηγόν».
Η προσευχή του Ιησού κατά την ουσία της είναι πάνω από κάθε εξωτερικό σχήμα, στη πράξη όμως οι πιστοί λόγω της ανικανότητας τους να σταθούν σε αυτή με καθαρό νου για πολύ καιρό, χρησιμοποιούν το κομβοσχοίνι για λόγους πειθαρχίας. Στο Άγιο Όρος του Άθω το πλέον διαδεδομένο κομβοσχοίνι έχει εκατό κόμβους διαιρεμένους σε τέσσερα μέρη των είκοσι πέντε κόμβων. Ο αριθμός των προσευχών και των μετανοιών την ημέρα και τη νύκτα, ορίζεται ανάλογα με τη δύναμη του καθενός και των πραγματικών συνθηκών της ζωής του.
(Αρχιμ. Σωφρονίου, «Περί προσευχής»)