Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

ΑΝ ΥΠΕΜΕΝΕΣ ΕΝΑΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΣΟΥ ΘΑ ΕΣΒΗΝΕΣ ΤΗΝ ΘΡΑΚΑ ΠΟΥ ΑΝΑΨΕ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

ΑΝ ΥΠΕΜΕΝΕΣ ΕΝΑΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΣΟΥ ΘΑ ΕΣΒΗΝΕΣ ΤΗΝ ΘΡΑΚΑ ΠΟΥ ΑΝΑΨΕ ΜΕΣΑ ΣΟΥ

Αυ­τός που α­νά­βει φω­τιά, στην αρ­χή έ­χει λί­γη θρά­κα. Θρά­κα εί­ναι ό πι­κρός λό­γος του α­δελ­φού που τον λύ­πη­σε. Δες, η θρά­κα έ­χει λί­γη δύ­να­μη. Για­τί, τί εί­ναι μια λέ­ξού­λα του α­δελ­φού σου; "Αν την υ­πο­φέ­ρεις έ­σβη­σες τη θρά­κα. "Αν ό­μως αρ­χί­σεις να σκέ­πτε­σαι: «Για­τί μου το ' πε; Και ε­γώ μπο­ρώ να του α­παν­τή­σω. "Αν δεν ή­θε­λε να με στε­νο­χω­ρή­σει, δεν θα μου το '­λε­γε. Και, πι­στέψ­τε με, θα τον κα­νο­νί­σω ε­γώ»! Να, έ­τσι βά­ζεις μι­κρά ξυ­λα­ρά­κια η κά­ποι­ο άλ­λο προ­σά­ναμ­μα, ό­πως α­κρι­βώς κά­νει αυ­τός που θέ­λει ν' α­νά­ψει φωτιά, και γεμίζεις τον τόπο με κα­πνό, που εί­ναι η τα­ρα­χή. Τα­ρα­χή εί­ναι ό α­να­βρα­σμός εμ­πα­θών και ά­τα­κτων σκέ­ψε­ων, που ξε­ση­κώ­νουν την καρ­διά και την κά­νουν ε­πι­θε­τι­κή κα­τά του πλη­σί­ον. Αυ­τή δε η ε­πι­θε­τι­κή δι­ά­θε­ση κα­τά του άν­θρω­που που μας στε­νο­χώ­ρη­σε, πολ­λές φο­ρές παίρ­νει και χα­ρα­χτή­ρα α­πει­λη­τι­κό, για­τί γί­νε­ται και εκ­δι­κη­τι­κή, ό­πως α­κρι­βώς εί­πε και ό άβ­βάς Μάρ­κος: Η κα­κί­α που γί­νε­ται δέ­κτη με το λο­γι­σμό, κά­νει την καρ­διά θυ­μώ­δη και α­πει­λη­τι­κή," ε­νώ ό­ταν πο­λε­μη­θεί με την προ­σευ­χή και την ελ­πί­δα προ­κα­λεί με­τά­νοι­α και συν­τρι­βή.

 

Για­τί αν υ­πέ­φε­ρες τον α­σή­μαν­το λό­γο του α­δελ­φού σου, θα έ­σβη­νες, ό­πως εί­πα, και αυ­τή τη λί­γη θρά­κα, πριν ξε­ση­κω­θεί η τα­ρα­χή. "Ό­μως και αυ­τή, αν θέ­λεις, μπο­ρείς εύ­κο­λα να τη σβησεις, ό­σο εί­ναι και­ρός, με τη σι­ω­πή, με την προ­σευ­χή, με μια με­τά­νοι­α ο­λό­καρ­δη. "Αν ό­μως πα­ρα­μεί­νεις βγά­ζον­τας κα­πνό, μ' αυ­τό τον τρό­πο α­πο­θρα­σύ­νεις και ξε­ση­κώ­νεις την καρ­διά σου στρι­φο­γυ­ρί­ζον­τας στο νου σου: «Για­τί μου το ' πε; Μπο­ρώ να του α­παν­τή­σω και ε­γώ». Α­π' ό­λο αυ­τό το βρά­σι­μο και τη δι­α­μά­χη των λο­γι­σμών, με τους ό­ποί­ους η καρ­διά α­νά­βει και ξε­ση­κώ­νε­ται με εμ­πά­θεια, α­νά­βει το πά­θος του θυ­μού. Για­τί θυ­μός εί­ναι το ξά­ναμ­μα του αί­μα­τος, που βρί­σκε­ται γύ­ρω α­π' την καρ­διά, ό­πως λέ­ει ό Μ. Βα­σί­λει­ος. Να, έ­τσι α­νά­βει ό θυ­μός, έ­τσι βρι­σκό­μα­στε στην κα­τά­στα­ση που την λέ­με ό­ξυ­χο­λία. "Αν λοι­πόν θέ­λεις μπο­ρείς να τον σβή­σεις και αυ­τόν, πριν φέ­ρει την ορ­γή. "Αν ό­μως συ­νε­χί­σεις να τα­ρά­ζεις και να τα­ρά­ζε­σαι, μοι­άζεις σαν κι αυ­τόν που ρί­χνει ξύ­λα στη φω­τιά και με­γα­λώ­νει τη φλό­γα. Και '­έ­τσι γί­νον­ται τα α­ναμ­μέ­να κάρ­βου­να, που εί­ναι η ορ­γή.Και αυ­τό εί­ναι ε­κεί­νο που εί­πε ό άβ­βάς Ζω­σι­μάς, ό­ταν τον ρώ­τη­σαν τί ση­μαί­νει η φρά­ση: «Ό­που δεν υ­πάρ­χει θυ­μός, στα­μα­τά­ει η δι­α­μά­χη». Για­τί, αν ό­ταν αρ­χή της τα­ρα­χής, μό­λις αρ­χί­σει, ό­πως εί­πα­με, να βγά­ζει κα­πνό και να πε­τά­ει με­ρι­κές σπί­θες, προ­λά­βει κα­νείς και κα­τη­γο­ρή­σει τον ε­αυ­τόν του και βά­λει με­τά­νοι­α, πριν α­κό­μα ξε­ση­κω­θεί η τα­ρα­χή και γί­νει θυ­μός, τό­τε μέ­νει ει­ρη­νι­κός.

 


Πά­λι α­φού α­νά­ψει ό θυ­μός, αν δεν η­συ­χά­σει, άλ­λα α­φή­σει στην ψυ­χή του την τα­ρα­χή και την έκ­δι­κη­τι­κό­τη­τα, μοιά­ζει, ό­πως εί­πα­με, μ' αυ­τόν που ρί­χνει ξύ­λα στη φω­τιά και πα­ρα­μέ­νει ξα­ναμ­μέ­νος μέ­χρι να φτιά­ξει με­γά­λα κάρ­βου­να. Ό­πως α­κρι­βώς λοι­πόν η θρά­κα γί­νε­ται κάρ­βου­να, που α­πο­θή­κεύ­ον­ται και μέ­νουν πολ­λά χρό­νια χω­ρίς να κα­τα­στρέ­φον­ται,και αν τους ρί­ξει κα­νείς νε­ρό, δεν σα­πί­ζουν, '­έ­τσι και η ορ­γή. "Αν μεί­νει πο­λύ και­ρό στην ψυ­χή γί­νε­ται μνη­σι­κα­κί­α. Και τό­τε, αν δεν χύ­σει κα­νείς το αί­μα του, δεν α­παλ­λάσ­σε­ται ά­π' αυ­τή. Να λοι­πόν, σας εί­πα τη δι­α­φο­ρά, κα­τα­λά­βα­τε. Α­κού­σα­τε τί εί­ναι η πρώ­τη τα­ρα­χή, τί ό θυ­μός, τί η ορ­γή και τί η μνη­σι­κα­κί­α. Βλέ­πε­τε πώς α­πό μια κου­βέν­τα φτά­νου­με σε τό­σο με­γά­λο κα­κό; Για­τί αν α­πό την αρ­χή κα­τη­γο­ρού­σε τον ε­αυ­τόν του και υ­πέ­με­νε το λό­γο του α­δελ­φού του και δεν κοί­τα­ζε να πά­ρει εκ­δί­κη­ση και, αν­τί για '­έ­να λό­γο, να πει δύ­ο η πέν­τε λό­γους και ν' αν­τα­πο­δώ­σει κα­κό αν­τί κα­κού, θα γλύ­τω­νε α­π' ό­λα αυ­τά τα κα­κά. Γι’ αυ­τό πάν­το­τε σας λέ­ω: "Ό­σο α­κό­μα εί­ναι στην αρ­χή τα πά­θη, κόψ­τε τα, πριν δυ­να­μώ­σουν ε­ναν­τί­ον σας και σας τα­λαι­πω­ρή­σουν. Για­τί εί­ναι άλ­λο πράγ­μα να βγά­ζεις μι­κρό χορ­τα­ρά­κι και άλ­λο να ξε­ρι­ζώ­νεις με­γά­λο δέν­τρο. Δεν πα­ρα­ξε­νεύ­ο­μαι για τί­πο­τα άλ­λο, πα­ρά μό­νο για το ο­τι δεν κα­τα­λα­βαί­νου­με τί ψάλ­λου­με. Κα­θη­με­ρι­νά ψάλ­λου­με και κα­τα­ρι­ό­μα­στε έ­τσι τους ε­αυ­τούς μας, χω­ρίς να το κα­τα­λα­βαί­νου­με. Δεν έ­χου­με υ­πο­χρέ­ω­ση να ξέ­ρου­με τί ψάλ­λου­με; Πάν­το­τε βέ­βαι­α λέ­με: «"Αν σ' αυ­τούς που μού αν­τα­πέ­δω­σαν αν­τί των ευ­ερ­γε­σι­ών θλί­ψεις, έ­κα­να και ε­γώ το ί­διο, τό­τε ας πέ­σω έ­ρη­μος και α­βο­ή­θη­τος στα χέ­ρια των ε­χθρών μου» (Ψαλ. 7, 5). Τί ση­μαί­νει ό­μως να πέ­σω; Ό­σο κα­νείς στέ­κε­ται όρ­θιος έ­χει τη δύ­να­μη να α­μυν­θεί κα­τά των έ­χθρων του, κτυ­πά­ει, κτυ­πι­έ­ται, νι­κά­ει, νι­κι­έ­ται. Για­τί α­κό­μα εί­ναι όρ­θιος.

 

"Αν ό­μως πέ­σει, πώς μπο­ρεί να συ­νε­χί­σει την πά­λη με τον ε­χθρό, α­φού βρί­σκε­ται πε­σμέ­νος κα­τα­γής; Και κα­τα­ρι­ό­μα­στε τους ε­αυ­τούς μας, ό­χι μό­νο να πέ­σου­με στα χέ­ρια των έ­χθρων μας, άλ­λα να πέ­σου­με και α­βο­η­θη­τοι. Τί ση­μαί­νει να πέ­σει κα­νείς α­βο­ή­θη­τος στα χέ­ρια των ε­χθρών του; Εί­πα­με ό­τι να πέ­σει κα­νείς ση­μαί­νει ό­τι δεν έ­χει πια τη δύ­να­μη ν' αν­τι­στα­θεί, ση­μαί­νει ό­τι βρί­σκε­ται πε­σμέ­νος κα­τα­γης. Το δε έ­ρη­μος και α­βο­ή­θη­τος ση­μαί­νει, να μην '­έ­χει πο­τέ τί­πο­τα κα­λό, που να του δώ­σει τη δύ­να­μη να ση­κω­θεί. Για­τί ε­κεί­νος που ση­κώ­νε­ται, μπο­ρεί πά­λι να φρον­τί­σει τον ε­αυ­τόν του και ό­ποι­α στιγ­μή χρεια­στεί, να ξα­να­πα­λαί­ψει με τον ε­χθρό.  Με­τά λέ­με: «"Ας κα­τα­δι­ώ­ξει τό­τε ό ε­χθρός την ψυ­χή μου και ας με συλ­λά­βει αιχ­μά­λω­το». "Ό­χι μό­νο να μας κα­τα­δι­ώ­ξει, άλ­λα και να μας συλ­λά­βει, ώ­στε να εί­μα­στε αιχ­μά­λω­τοι σ' αυ­τόν πάν­τα, να μας νι­κά­ει, και σε κα­θε­τί να μας κα­τα­βάλ­λει, αν αν­τα­πο­δί­δου­με το κα­κό σ' ό­σους μας εκ­δι­κούν­ται. Και δεν ευ­χό­μα­στε μό­νον αυ­τό, αλ­λά και να πο­δο­πα­τή­σει τη ζωή μας (Ψαλ. 7, 6). Τί είναι η ζωή μας; Η ζωή μας είναι οι αρετές. Και πα­ρα­κα­λού­με να πο­δο­πα­τη­θεί η ζω­ή μας στο χώ­μα, για να γί­νου­με εν­τε­λώς χω­μά­τι­νοι, έ­χον­τας στραμ­μέ­νο ό­λο το λο­γι­σμό­μας στη γη. «Και τη δό­ξα μας ας τη θά­ψει βα­θιά στο χώ­μα». Τι άλ­λο εί­ναι η δό­ξα μας, πα­ρά η γνώ­ση που γεν­νι­έ­ται στην ψυ­χή που τη­ρεί τις ά­γι­ες εν­το­λές; Αυ­τό λοι­πόν λέ­με. Δη­λα­δή να μας δο­ξά­σει, ό­πως λέ­ει ό Α­πό­στο­λος (Φιλ 3, 19) μέ­σα στην αι­σχύ­νη μας. Να πο­δο­πα­τή­σει στο χώ­μα τη ζω­ή μας και να κά­νει τη ζω­ή και τη δό­ξα μας γή­ι­να, ώ­στε τί­πο­τα να μην λο­γι­α­ζό­μα­στε, σύμ­φω­να με το θέ­λη­μα του Θε­ού. Αν­τί­θε­τα να σκε­πτό­μα­στε πάν­τα σω­μα­τι­κά, πάν­τα σαρ­κι­κά σαν αυ­τούς για τους ο­ποί­ους λέ­ει ό Θε­ός: «Δεν θα πα­ρα­μεί­νει για πο­λύ το πνεύ­μα μου σ' αυ­τούς τους αν­θρώ­πους ε­πει­δή φρο­νούν και ζουν σαρ­κι­κά» (Γεν. 6, 3).Έ­τσι λοι­πόν ψέλ­νον­τας ό­λα αυ­τά, κα­τα­ρι­ό­μα­στε τους ε­αυτούς μας, αν α­πο­δί­δου­με κα­κό αν­τί για κα­κό.

 

Και ό­μως ό­σα κα­κά αν­τί κα­κών α­πο­δί­δου­με και δεν μας εν­δι­α­φέ­ρει κα­θό­λου, άλ­λα α­δι­α­φο­ρού­με. Συμ­βαί­νει δε πολ­λές φο­ρές ν' α­πο­δί­δει κα­νείς κα­κό αν­τί για κα­κό ό­χι μό­νο με πρά­ξη, άλ­λα και με λό­γο και με τη στά­ση του. Και πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ε­ξω­τε­ρι­κά ό­τι δεν αν­τα­πέ­δω­σε με πρά­ξη το κα­κό, άλ­λα βλέ­πει ό­τι το αν­τα­πέ­δω­σε με λό­γο η, ό­πως εί­πα, με τη συμ­πε­ρι­φο­ρά του. Για­τί πολ­λές φο­ρές κά­νει κα­νείς έ­να μορ­φα­σμό η μια κί­νη­ση η ρί­χνει έ­να βλέμ­μα και τα­ράσ­σει τον α­δελ­φό του. Για­τί μπο­ρεί κα­νείς και μ' έ­να βλέμ­μα και με μια κί­νη­ση να πλη­γώ­σει τον α­δελ­φό του. Και εί­ναι και αυ­τό αν­τα­πό­δο­ση κα­κό αν­τί κά­κου. "Άλ­λος προ­σπα­θεί να μην αν­τα­πο­δώ­σει το κα­κό ού­τε με πρά­ξη, ού­τε με λό­γο, ού­τε με μορ­φασμό η με κί­νη­ση. Λυ­πά­ται ό­μως στην ψυ­χή του για τον α­δελ­φό του και στε­νο­χω­ρι­έ­ται μα­ζί του. Βλέ­πε­τε πό­ση δι­α­φο­ρά κα­ταστά­σε­ων! "Άλ­λος πά­λι δεν τρέ­φει κα­μιά λύ­πη για τον α­δελ­φό του. "Αν ό­μως α­κού­σει ό­τι κά­πο­τε κά­ποι­ος τον στε­νο­χώ­ρη­σε η γόγ­γυ­σε ε­ναν­τί­ον του η τον έ­βρι­σε, ευ­χα­ρι­στι­έ­ται που τ' α­κού­ει και βρί­σκε­ται και αυ­τός στην κα­τά­στα­ση ν' α­πο­δί­δει κα­κό αν­τί για κα­κό μέ­σα στην καρ­διά του. "Άλ­λος ού­τε κα­κί­α κρα­τά­ει, ού­τε χαί­ρε­ται ό­ταν α­κού­ει κα­κο­λο­γί­α γι' αυ­τόν που τον έ­θλι­ψε, άλ­λα στε­νο­χω­ρι­έ­ται βα­θιά αν ε­κεί­νος λυ­πη­θεί. Δεν αι­σθά­νε­ται ό­μως ευ­χά­ρι­στα αν του συμ­βεί κά­τι κα­λό, άλ­λα αν τον δει να δο­ξά­ζε­ται η ν' α­να­παύ­ε­ται, στε­νο­χω­ρι­έ­ται. Και είναι και αυτό ένα είδος μνησικακίας, ελαφρότερο, όμως πραγματικό. Πρέπει δε και να χαίρεται κανείς για τα καλά του αδελφού του και να κάνει τα πάντα για να τον εξυπηρετήσει και με καθετί να φροντίζει να τον τιμάει και να τον αναπαύει.

 

* Αββά Δωροθέου,περί μνησικακίας.