Αθήνα 7-2-2009 (Έκδοση ΙV)
Η
αρχική εισήγηση έγινε την Κυριακή 31-1-1999 στην Χριστιανική
Νεανική Εστία Αγίου Ελευθερίου Άρεως.
(Διασκευή άρθρου της Φωνής Κυρίου του έτους 1980 με συγγραφέα τον π.
Γεώργιο Μεταλληνό)
«Είπεν ο Κυριος την παραβολήν ταύτην∙
Άνθρωποι δύο ανέβησαν εις το Ιερόν προσεύξασθαι∙ ο εις Φαρισαίος και ο έτερος
Τελώνης. Ο Φαρισαίος σταθείς προς εαυτόν ταύτα προσηύχετο∙ Ο Θεός ευχαριστώ σοι,
ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί, η και ως
ούτος ο Τελώνης. Νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι. Και ο
Τελώνης μακρόθεν εστώς, ουκ ήθελεν ουδέ τους οφθαλμούς εις τον ουρανόν επάραι,
αλλ’ έτυπτε το στήθος αυτού, λέγων∙ Ο θεός, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ. Λέγω υμίν,
κατέβη ούτος δεδικαιωμένος εις τον οίκον αυτού, η εκείνος. Ότι πας ο υψών εαυτόν,
ταπεινωθήσεται∙ ο δε ταπεινών εαυτόν, υψωθήσεται.» (Λουκ. ιη´ 10-14)
Η ταπεινοφροσύνη προϋπόθεση κάθε αρετής
Η ορθόδοξη διδασκαλία θεωρεί σαν βάση και
προϋπόθεση της ευσέβειας και κάθε αρετής, την ταπεινοφροσύνη (η την
ταπεινότητα). Στον αντίποδα αυτής, βρίσκεται η υψηλοφροσύνη, η έπαρση,
το αλαζονικό φρόνημα, με άλλα λόγια ο “Φαρισαϊσμός” (όρος που βγήκε
από την σπουδαία παραβολή του Κυρίου, του «Τελώνου και Φαρισαίου».
Με την παραβολή αυτή ο Xριστός θέλησε να
μας προφυλάξει από την μεγάλη αρρώστεια που απειλεί την υγιή θρησκευτικότητα
και ευσέβεια, τον «Φαρισαϊσμό».Το επιτυγχάνει ανατέμνοντας δύο
χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων, την ώρα της προσευχής.
Ο τρόπος προσευχής είναι «το θερμόμετρο της
ευσεβείας»
Πράγματι, διότι, η προσευχή είναι «το
θερμόμετρο της ευσεβείας», το κριτήριο της γνησιότητάς της.
Έτσι, ο Κύριος, μας παρουσιάζει μέσα στον
Ναό προσευχομένους, δύο χαρακτηριστικούς τύπους:
Ενός Φαρισαίου, που εκπροσωπούσε την
εποχή εκείνη την συμμόρφωση στον «Νόμο» και ενσάρκωνε την πρακτική ευσέβεια
και
Ενός Τελώνη, που στα μάτια του λαού
ήταν η ενσάρκωση της εκμετάλλευσης, της αδικίας και της αμαρτωλότητας.
Με την αντίθεση αυτή, ο Κύριος προσπαθεί να
αναδείξει και να σκιαγραφήσει την αρρώστια της φαινομενικής ευσέβειας, που
δεν είναι άλλη από την «υποκρισία».
Ο Φαρισαίος αρχίζει από την αυταρέσκεια και
καταλήγει στην κατάκριση
Ο Φαρισαίος απαριθμεί στον Θεό τα
προτερήματα και τις αρετές του. Δείχνει αυτοπεποίθηση και
αυταρέσκεια, αναφέροντας τις (δήθεν) αρετές του και συγκρίνοντας τον
εαυτό του με τους άλλους Ετσι βρίσκει τον εαυτόν του πολύ καλό και όπως τον
θέλει ο Θεός :«Ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι,
μοιχοί… νηστεύω δις του Σαββάτου, αποδεκατώ πάντα όσα κτώμαι ...».κ.λ.π.δηλ.
δεν είμαι σαν τους άλλους, άρπαξ άδικος και μοιχός. Επί πλέον νηστεύω δύο
φορές την εβδομάδα και δίνω το δέκατον των εισοδημάτων μου στον Ναό.
Μέχρις εδώ βέβαια λέει την αλήθεια. Αλλά
στην συνέχεια η προσευχή του καταλήγει σε κατάκριση των άλλων ανθρώπων ότι
είναι «,…, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί…» και ιδιαίτερα του
συμπροσευχομένου του Τελώνη «η και ως ούτος ο Τελώνης». Στην
κατάσταση αυτή ο Φαρισαίος βλέπει τις «καλές του πράξεις» σαν προσωπικά
κατορθώματα και θεωρεί ότι δικαιούται επαίνου..
Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε, ότι για τους
Χριστιανούς «οι καλές πράξεις» πρέπει να είναι μια φυσιολογική κατάσταση.
Σαν παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε την φυσιολογική λειτουργία της
αναπνοής. Δεν είναι κατόρθωμα ότι μπορούμε να αναπνέουμε, αφού χωρίς
αναπνοή δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε. Ετσι λοιπόν, τα έργα αγάπης θα πρέπει
για τον Χριστιανό να είναι μια φυσική κατάσταση. Πρέπει ο Χριστιανός να
κάνει το καλό τόσο απλά και φυσικά, όσο το λουλούδι σκορπίζει, χωρίς
ιδιαίτερη προσπάθεια γύρω το άρωμά του.
Τελικά η αρετή του ανθρώπου όσο μεγάλη και
να είναι, είναι ελλιπέστατη μπροστά στην τελειότητα και αγιότητα του Θεού (ως
«ράκος αποκαθημένης» λέει η Π. Διαθήκη), δηλ σαν σκουπίδι, σαν βρώμικο
κουρέλι άνευ αξίας. Ο Κύριος, εν τούτοις μας είπε για όσα οφείλουμε να
κάνουμε: «ούτω και υμείς, όταν ποιήσετε πάντα τα διαταχθέντα υμίν,
λέγετε ότι, δούλοι αχρείοί εσμεν, ότι ό οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν»
(Λουκ. ιζ´ 10). Που λοιπόν μπορεί να στηριχθεί η καύχησή μας για τα καλά μας
έργα;
Ο μεγάλος κίνδυνος της πνευματικής μας ζωής,
είναι να γίνει, η περιαυτολογία και η καυχησιολογία «στάση ζωής».
Δηλαδή να αναμένει, ο δήθεν στα έργα «ευσεβής», την δίκαιη ανταπόδοση από
τον Θεό και να περιπέσει σε αυτάρκεια. Να νομίσει ότι είναι ήδη «σωσμένος».Φαλκιδεύεται
έτσι, όλος ο πνευματικός του αγώνας και δημιουργείται έτσι η ψευδαίσθηση «δικαίωσης»,
η μάλλον «αυτοδικαίωσης».
Ο Φαρισαίος γίνεται και αντικοινωνικός
Ο Φαρισαίος όμως εκτός των άλλων γίνεται
και αντικοινωνικός. Διότι η προσευχή του κορυφώνεται στην
εξουθένωση του Τελώνη. Είναι τρέχουσα πρακτική, ότι ο αληθινός
Χριστιανός μισεί την αμαρτία, αλλά ποτέ δεν μισεί και δεν εξουθενώνει τον
αμαρτωλό. Διότι ο αμαρτωλός μπορεί να γίνει ο αυριανός άγιος, αν
μεταννοήσει. Μπορεί να συμβεί, ο σημερινός κατήγορος που κατακρίνει κάποιον
για τις αμαρτίες του, να κατακριθεί από τον Θεό (αν παραμένει κατήγορος) και
ο αμαρτάνων αμαρτωλός να δικαιωθεί αν μετανοήσει. Έτσι όπου επικρατεί το
Φαρισαϊκό πνεύμα είναι αδύνατη η συγκρότηση Χριστιανικής κοινωνίας,
κοινωνίας αγάπης, δηλ. Εκκλησίας.
Ο «Φαρισαϊσμός» δημιουργεί ατομιστές
και ατομοκράτες. Διότι ο Φαρισαίος περιορίζει τον κόσμο στο άτομό του.
Κοινωνικό σώμα είναι μόνο υπαρκτό, όπου κυριαρχεί η πίστη στην
συμπληρωματικότητα του ενός ανθρώπου από τον άλλο. Εκεί, που μαθαίνει
κανείς να βλέπει και να προσέχει τις αρετές και τα προσόντα του άλλου και
όχι τις αδυναμίες του. Ο οποιοσδήποτε όμως «Φαρισαίος» δεν αισθάνεται
κανέναν γύρω του σαν αδελφό του. Γιατί υπάρχει πρώτα αυτός και έπειτα οι
άλλοι. Η μάλλον υπάρχουν και οι άλλοι, αλλά μόνο για την δική του
εξυπηρέτηση και ευτυχία.
Η αυτοδικαίωση καταλήγει στην πρακτική
Αθεΐα
Αλλά ο «Φαρισαϊσμός» δεν αλλοτριώνει μόνο
την συνείδηση και την κοινωνική συμπεριφορά του ανθρώπου. Έχει και βαρύτατες
σωτηριολογικές συνέπειες. Μετατοπίζει το κέντρο της σωτηρίας μας
από τον Θεό, στον εαυτό μας. Μας εμποδίζει να διακρίνουμε το έλεος του
Θεού την απερίγραπτη Αγάπη Του, που μας σώζει, και μας κάνει να προσέχουμε
μόνο τα «καλά μας έργα».Έτσι φθάνουμε στην αυτοδικαίωση και
στην αυτοσωτηρία. Αλλά αυτό τελικά καταντά μια πρακτική μορφή
αθεϊας. Δεν ζητάμε το έλεος του Θεού που θα μας σώσει. Δεν έχουμε ανάγκη
την ευσπλαχνία του. Διότι θα μας σώσουν (δήθεν) τα καλά μας έργα. Ο Θεός
μένει έξω από την ζωή μας και η πίστη ότι (ο Θεός) αποτελεί την μοναδική
δύναμη και ελπίδα στη ζωή μας, γίνεται μετά από λίγο περιττή.
Η σωτηρία είναι πάντοτε δωρεά και χάρη του
Θεού
Αντίθετα η στέρεη πεποίθηση ότι
οποιεσδήποτε και οσεσδήποτε είναι οι «καλές μας πράξεις», η σωτηρία μας
είναι πάντα «Δωρεά του Θεού και Χάρη». Η σωτηρία μας προέκυψε από το
απολυτρωτικό έργο του Χριστού και την Σταυρική Του θυσία.. Και δίνεται στους
ανθρώπους που τον αναγνωρίζουν σαν σωτήρα και ζητούν το έλεός Του, δωρεάν
και χωρίς προϋποθέσεις, έτσι ώστε «πας ο πιστεύων εις Αυτόν μη απόληται,
αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». (Ιωαν.γ ´16).
Ο «Φαρισαϊσμός» σκοτώνει την γνήσια
ευσέβεια
Αν ο «Φαρισαϊσμός» σκοτώνει την γνήσια
θρησκευτικότητα και αλλοιώνει την αληθινή ευσέβεια, η συναίσθηση ότι δεν
είμαστε παρά «ανάξιοι χρεώστες στην θεία Αγάπη», είναι η αρχή και το
θεμέλιο της εν Χριστώ σωτηρίας μας. Τα καλά μας έργα θα πρέπει να είναι
άμεση συνέπεια της εν Χριστώ ανακαινίσεώς μας και μια φιλότιμη ανταπόκριση
στην άφατη αγάπη του Θεού και στην υπέρτατη Σταυρική θυσία του Υιού Του «όστις
εκένωσεν εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» και «έγινεν υπήκοος
(τω Πατρί) μέχρι θανάτου, θανάτου δε Σταυρού»
Δικαίως λοιπόν η Εκκλησία, που κατά την
διάρκεια του Κατανυκτικού Τριωδίου υπενθυμίζει στους Χριστιανούς τις βασικές
προϋποθέσεις της πνευματικής ζωής, υπογραμμίζει την ανάγκη μεταποιήσεως του
«Φαρισαϊκού φρονήματος» σε «τελωνικό φρόνημα». Γι’ αυτό
προτρέπει τους πιστούς :«Φαρισαίου φύγωμεν (ας αποφύγουμε)
υψηγορίαν και Τελώνου μάθωμεν το ταπεινόν εν στεναγμοίς» (Τροπάριο του
Ορθρου της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου).
Η ταπεινότητα αφήνει το Αγιο Πνεύμα να
εργασθεί εντός μας
Ο ταπεινός άνθρωπος γίνεται «διάφανος» στην
χάρη του Θεού. Αφήνει ανοιχτή την πόρτα της ψυχής του για να μπει μέσα του
και να αρχίσει να εργάζεται το Άγιο Πνεύμα. Γι’ αυτό και καμία άλλη αρετή
δεν μπορεί να κατορθωθεί χωρίς την ταπείνωση. Κατά τους Αγίους Πατέρες η
ταπείνωση είναι η βάση και το «αρμόδεμα» όλων των αρετών, γι’ αυτό
και αποτελεί τον πιο σύντομο δρόμο για τον Παράδεισο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου