Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

«ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΕΣ ΟΙ ΚΑΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ»

.Η ανύψωση αυτή ξεκινούσε, κατά τον Γέροντα, από εργασία βάθους. Μια μέρα, που σκέψεις πικρίας με κατέκλυζαν για κάποιους ανθρώπους, μου με κατέκριναν αδίκως, ο Γέροντας έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου για την επιθετική μου, όπως είπε, στάση.

Του αντέτεινα, ότι ούτε είπα, ούτε έκανα ο,τιδήποτε εναντίον των επικριτών μου, αλλά μόνο σκεπτόμουν αρνητικά, χωρίς να εξωτερικεύομαι και γι’ αυτό χωρίς να θίγω κανέναν. Τότε ο Γέροντας μου φανέρωσε ακόμη ένα μυστικό του πνευματικού αγώνος, λέγοντάς μου:

«Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό. Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνο με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό».
Image
Δίδασκε δηλαδή ο Γέροντας Πορφύριος ότι η κακή σκέψη μας για κάποιο συνάνθρωπό μας από τη μια μεριά μολύνει την ψυχή μας ως αμαρτία, από την άλλη μεριά κάνει ή μπορεί να κάνει κακό σ’ αυτόν.

Η κακή σκέψη εκπέμπει μια κακή δύναμη, που επηρεάζει τον άλλον, όπως η προσευχή τον βοηθά. Βέβαια όλα αυτά πρέπει να κατανοηθούν σωστά μέσα στη διδασκαλία της εκκλησίας για την ύπαρξη πονηρών και αγαθών πνευμάτων και το έργο τους, που είναι για τα πονηρά μέν η διαβολή, το ψεύδος, η ταραχή, η διχόνοια κ.λ.π., για τα αγαθά δε η διακονία εκείνων που μέλλουν να κληρονομήσουν τη βασιλεία του Θεού. Η κακή σκέψη δεν κρύβεται.

Επηρεάζει δυσμενώς για μας εκείνον για τον οποίο σκεπτόμεθα άσχημα, ακόμη και από μακρυά, ακόμη και όταν δεν συνειδητοποιεί αυτός τον λόγο για τον οποίο έρχεται σε αντίθεση μαζί μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να είμεθα “καθαροί τη καρδία”, καθαροί όχι μόνο από κακά έργα, αλλά και από κακές σκέψεις, ιδιαίτερα δε από την μνησικακία και την πίκρα.ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ «ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ» - (ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΠΑΙΔΙ ΤΟΥ ΘΥΜΑΤΑΙ) - Κ. ΓΙΑΝΝΙΤΣΙΩΤΗ

Orthodoxathemata.blogspot.com

Ομότιμος Καθηγητής Θεολογικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Ιωάννης Κορναράκης Από το είδωλο στο είδωλο

(Μυθοποίηση της απομυθεύσεως)
Όταν ο πολιτισμένος, διαφωτισμένος και απελευθερωμένος από προλήψεις και δεισιδαιμονίες άνθρωπος φέρνει στο νου του και αναλογίζεται την ωμή και πρωτόγονη ειδωλολατρία των αρχαίων προγόνων του, σκέπτεται βέβαια από ποιό χαμηλό πνευματικό επίπεδο ξεκίνησε την ανοδική προοδευτική του πορεία το ανθρώπινο πνεύμα.
Πράγματι! Η τόσο ωμή λατρεία και θεοποίηση, από το πνεύμα αυτό, άψυχης ύλης και χωρίς ζωή αντικειμένων, είναι μια πολύ ταπεινωτική αφετηρία της εξελίξεως του ανθρωπίνου πνεύματος. Η λατρεία λ.χ. των λίθων, των ξύλων, της φωτιάς, του νερού και άλλων στοιχείων της φύσεως δείχνει μια πολύ ταπεινή εξάρτηση του ανθρώπινου πνεύματος από ασήμαντα και πολύ κατώτερα του σε υπαρκτική ποιότητα στοιχεία του κόσμου τούτου.
Ακόμη βέβαια και η λατρεία ζωντανών οργανισμών δεν βελτιώνει την ποιότητα αυτής της εξαρτήσεως, αφού αυτοί οι ζωντανοί οργανισμοί (τα ζώα) υπολείπονται του ανθρώπινου λογικού σε ποιότητα, δηλ. σε αντιληπτική δύναμη και παραγωγική πνευματική εργασία.
Εξάλλου και από άλλη άποψη αν δει κανείς την απόσταση που διήνυσε το ανθρώπινο πνεύμα στην εξελικτική του πορεία, αν δηλ. συγκρίνει τα άψυχα στοιχεία της πρώτης λατρείας του ανθρώπου, τα είδωλα, με ό,τι έχει επιτύχει μέχρι σήμερα το πνεύμα αυτό, θα παραδεχθεί ότι η απόσταση είναι ανυπολόγιστη και πραγματικά αποδεικτική του μεγαλείου του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο φοβισμένος άνθρωπος που λατρεύει το φεγγάρι, το θεοποιεί και βιώνει την ύπαρξη και λειτουργία του σαν ένα ανερμήνευτο μυστήριο, κάποια μέρα το προσεγγίζει, το
απομυθοποιεί από τη μυστηριακή του διάσταση, το πατάει και βρίσκει ότι αυτός ο αρχαίος θεός, το απλησίαστο μυστήριο της νύχτας, είναι μια μάζα από διάφορες νεκρές ύλες, από πετρώματα και στάχτες.
Στη μεγαλειώδη αυτή πράξη του ανθρώπου, στην κατάκτηση της σελήνης, έχουμε, αλήθεια, μια αντιπροσωπευτική «κονιορτοποίηση» της ειδωλολατρίας. Από μια άποψη γενικώς η πνευματική πρόοδος του ανθρώπου είναι απομυθοποίηση και κονιορτοποίησα της ειδωλολατρίας, όπως την ξέρουμε να λειτουργεί στο λυκαυγές της ανθρώπινης ζωής.
Αλλά δεν πρέπει να βιαστεί κανείς να θριαμβολογήσει εις βάρος της ειδωλολατρίας και υπέρ της «απελευθερώσεως» του ανθρώπινου πνεύματος από προλήψεις, δεισιδαιμονίες και… αφέλεια. Γιατί η εικόνα που μας δείχνει την απόσταση μεταξύ μύθου και απομυθοποιήσεως, μεταξύ αφελούς ειδώλου και μεγαλειώδους κατακτήσεως του ανθρώπινου πνεύματος, είναι απλώς μια εξωτερική διαφάνεια της ποιότητος της ανθρώπινης ζωής. Αλλά η ζωή αυτή έχει και εσωτερικές ποιότητες και υπαρκτικές διαφάνειες που δεν φαίνονται «εκ πρώτης όψεως». Για να φανούν και να αποκαλυφθούν πρέπει κάποιο νυστέρι να ενεργήσει τομές στο ανθρώπινο πνεύμα, να εισχωρήσει στους τρόπους της λειτουργίας και να απομυθοποιήσει την απομύθευση της εξωτερικής λειτουργικής του διαστάσεως. Αν κανείς ενεργήσει έτσι, τότε θα ευρεθεί προ αυτής της πραγματικότητος, ότι, στις πιό πολλές περιπτώσεις του διαλόγου του με τα είδωλα, ο άνθρωπος δεν τα απομυθοποιεί αλλά απλώς τους αλλάζει «μυθικό» χιτώνα. Βελτιώνει… το μύθο. Τον κάνει πιό πειστικό για το πνεύμα του. Ο ίδιος ο άνθρωπος είναι «μύθος» και η μυστική και ακατασίγαστη λαχτάρα του είναι να μείνει «μύθος». Χωρίς το μύθο του είναι αδύνατο να ζήσει.
Έτσι η απαλλαγή του από την ειδωλολατρία είναι κι’ αύτη ένας μύθος και ένα «άλλοθι» της πνευματικής του προκοπής. Αυτό σημαίνει ότι και ο σύγχρονος άνθρωπος είναι «ειδωλολάτρης» όσο και ο περιφρονούμενος από αυτόν άνθρωπος μιας πρωτόγονης μορφής ζωής. Η διαφορά μεταξύ τους είναι αλήθεια ποιοτική. Αυτό το γεγονός είναι αναμφισβήτητο. Ο σύγχρονος ειδωλολάτρης είναι πιό απαιτητικός στην ποιότητα των ειδώλων του. Η θητεία του στην ειδωλολατρία και η λαχτάρα του να μείνει κάτω από τη στέγη του μύθου, τον έκαναν ικανό να εξευγενίζει την υπαρκτική ποιότητα των ειδώλων και να μεταποιεί τις λειτουργικές τους δομές σε ανώτερες εκφράσεις παρουσίας τους στην άμεση πραγματικότητα που βιώνει ο άνθρωπος αυτός.
Με τον τρόπο αυτό λ.χ. είδωλο του γίνεται και η απομυθοποίηση του φεγγαριού, κι όταν αυτό το επιτυγχάνει, μένει προσκολλημένος στη λατρεία ενός νέου ειδώλου: της επιτυχίας του να απομυθοποιήσει το είδωλο σελήνη. Η τεχνολογία αναδεικνύεται σε μεγάλη ιέρεια που αναλαμβάνει να αλλάξει το χιτώνα του ειδώλου της σελήνης και να του φορέσει το ένδυμα της «ανθρώπινης επιτυχίας», της «δυνάμεως του πνεύματος». Το ταπεινωμένο και πατημένο από ανθρώπινο πόδι φεγγάρι, είναι το είδωλο της επιτυχίας του ανθρώπινου πνεύματος. Το πνεύμα αυτό, καθώς καθρεπτίζεται σε κάποια σεληνιακή λίμνη, διαλέγεται μ’ ένα πρωτόγνωρο… «τεχνολογικό» είδωλο.
Αυτή η ναρκισσιστική λειτουργία του ανθρώπινου πνεύματος είναι εντελώς τυπική. Μας επιστρέφει σε τυπική μορφή «μυθοποιίας» και «μυθοπραξίας»…Από εκεί και πέρα ο άνθρωπος συνεχίζει να πορεύεται στο δρόμο μιας ειδωλολατρίας που είναι η ουσία της υπάρξεώς του. Η πρακτική έκφραση της υπάρξεως αυτής δείχνει ότι δεν μπορούμε να εννοήσουμε τον άνθρωπο διαφορετικά, παρά μόνο σαν ένα ειδωλολάτρη που βιώνει την ύπαρξη αυτή απομυθοποιώντας την ειδωλολατρία με τη βαθύτερη επιδίωξη τη διατήρηση του υπαρξιακού του δεσμού με την ειδωλολατρία. Ο άνθρωπος φαίνεται πως δεν μπορεί να ζήσει χωρίς είδωλα. Τα είδωλα είναι… ο εαυτός του. Και φυσικά δεν μπορεί να ζήσει χωρίς…τον εαυτό του. «Εγενόμην αυτείδωλον», αναφωνεί ο προσευχόμενος άνθρωπος του Μ. Κανόνος. Κι είναι ο πιό ειλικρινής άνθρωπος του…κόσμου! Αλλά και ο μόνος που ενεργεί την «εξ αντικειμένου» απομυθοποίηση του μύθου, επειδή ακριβώς η διεργασία αυτής της απομυθοποιήσεως ενεργείται στην αυθεντική και χωρίς προκαταλήψεις, δεισιδαιμονία και αφέλεια καλλυμένη εσωτερικότητα του.
Η μεγάλη αφέλεια που κυριαρχεί στο ανθρώπινο πνεύμα (όπως και η κατ’ εξοχήν πρόληψη) είναι ότι η απελευθέρωση από την ειδωλολατρία είναι διεργασία εξωτερική. Όταν γελοιοποιώ τα ξόανα, όταν γκρεμίζω αγάλματα και καίω ναούς ειδωλολατρικούς, όταν αρνούμαι να σκύψω προσκυνηματικά το κεφάλι στους κεραυνούς κάποιου Δία, είμαι σίγουρος ότι απομυθοποιώ θρησκευτικά και καταργώ «λειτουργικά» την ειδωλολατρία. Αλλά αυτή η σιγουριά είναι η πιό μεγάλη αφέλεια που μπορεί να δείξει το ανθρώπινο πνεύμα. Γιατί ένα τέτοιο γκρέμισμα δεν αλλάζει την παράσταση. Η παράσταση μένει πάντοτε ίδια. Αλλάζουν μόνο τα σκηνικά. Αν θέλετε, αλλάζουν τα συστήματα και οι τρόποι λειτουργίας των σκηνικών. Η παράσταση όμως δεν μπορεί να αλλάξει γιατί το ανθρώπινο σενάριο παρουσιάζει πάντοτε ένα και μόνο δράμα· την ειδωλοποίηση του ανθρώπου από τον ίδιο τον εαυτό του. Η παράσταση δείχνει πως ο άνθρωπος από θεογενής υπαρκτική διαφάνεια έγινε «αυτοείδωλο», ο νάρκισσος που δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τη συμμαρτυρία μιας λίμνης που στηρίζει τα πόδια του στο βωμό της αυτολατρείας.
Ο Νάρκισσος της μυθολογίας (εδώ σε λεπτομέρεια από πίνακα του Καραβάτζιο) ερωτεύτηκε το είδωλό του στα νερά μιας πηγής
Από εκεί και πέρα έχει πολλές δυνατότητες να ζήσει ο άνθρωπος με μια μάσκα «αδέσμευτου», «προοδευτικού» και «ελεύθερου» γενικώς ανθρώπου. Η μάσκα αυτή του επιτρέπει να εμπαίζει και να απατά τον εαυτό του, καθώς επικαλείται τη συμμαρτυρία της…λίμνης. Εκείνη, πιστή στις απαιτήσεις του ανθρώπινου πνεύματος, τον βεβαιώνει ότι δεν είναι ειδωλολάτρης τη στιγμή που εκείνος λατρεύει το είδωλό του στη «λειτουργία» του λιμναίου καθρεπτισμού του. Όταν το πάθος, ο φανατισμός, η τύφλωση και πολλές άλλες ψευδαισθήσεις και παραισθήσεις της υπάρξεως, «δένουν αδέσμευτα» και «αδιάρρηκτα» τον άνθρωπο με κάποια απολυτοποιημένη ιδέα, θεωρία ή πράξη, δεν υποπτεύεται εκείνος πόσο, σε ποιά ποιότητα και ποιές διαστάσεις είναι ένας γνήσιος ειδωλολάτρης. Δεν μπορεί να αντιληφθεί στοιχειωδώς πόσες γονυκλισίες και πόσες «μετάνοιες» κάνει μπροστά σε είδωλα (από το παιδικό παιχνίδι μέχρι τις υψηλές επιστημονικές κατακτήσεις και από το ποδόσφαιρο μέχρι τα… ναρκωτικά) που στηρίζουν και συντηρούν την παράσταση (το δράμα) της υπάρξεώς του.
Φαίνεται πως ο άνθρωπος, αν δεν καταφέρει να γονατίσει μπροστά στον αληθινό Θεό με την διαφάνεια της αυτοσυνειδησίας του ανθρώπου του Μ. Κανόνος, πεθαίνει τελικά με το σάβανο της ειδωλολατρίας. Η πορεία του στη ζωή είναι, στις πιό πολλές περιπτώσεις, πορεία από το είδωλο στο…είδωλο. Αν συμβεί μερικές μοιρολογίτρες (παραισθήσεις και ψευδαισθήσεις… επιζώντων) να επαινέσουν την ευρύτητα του πνεύματός του, την απελευθέρωσή του από προλήψεις και καθυστερημένες αντιλήψεις, αυτό απλώς αποτελεί (σ’ αυτή την περίπτωση) την… απόλυση της λειτουργίας μιας ειδωλολατρίας που παρέμεινε πιστή σύζυγος του «τεθνεώτος».
Έτσι ακόμη και ο θάνατος γίνεται το έσχατο είδωλο που στηρίζουν λαμπρές νεκρολογίες. Εκείνος πάλι, καθώς κλείνει τα μάτια του ειδωλολάτρη ανθρώπου, δεν ξεχνά, κομπάζοντας, ότι αυτός πρώτος του τα άνοιξε στη τραγική θέαση του «αυτοειδώλου» του. («Και έσεσθε ως Θεοί» Γεν. 3,5

Η έκσταση ως κάθοδος: Το παλαμικό υπόβαθρο της Θεολογίας του π. Σωφρονίου


Η θεολογική συζήτηση για τη θεολογία του π. Σωφρονίου, παρότι μόλις άρχισε, προμηνύεται εξόχως σημαντική για την ταυτότητα της Ορθόδοξης θεολογίας στο άμεσο μέλλον. Και τούτο διότι ο π. Σωφρόνιος δεν είναι, όπως ελπίζω να φανεί στη συνέχεια, απλά ένας «ασκητικός συγγραφέας», όπως επικράτησε να ονομάζεται μια μερίδα συγγραφέων οι οποίοι επικεντρώνουν την προσοχή τους πάνω σ’ αυτό που κακώς ονομάζεται «πνευματικότητα» και ορθότερα ίσως «νηπτική παράδοση». Πράγματι, πολλοί απ’ τους «νηπτικούς», όπως συνήθως λέγονται, συγγραφείς, ελάχιστο ή μηδαμινό ενδιαφέρον επιδεικνύουν για την ενσωμάτωση του συνόλου της θεολογίας στο έργο τους. Αυτό φυσικά κάθε άλλο παρά μειώνει το έργο αυτό, αφού πράγματι αυτό που εξίσου ενδιαφέρει την Ορθόδοξη θεολογία είναι η άκρως εμπειρική, νηπτική και μετανοιακή, θεολογική γνωσιολογία, άνευ της οποίας κάθε είδους ευχαριστιακής ή εκκλησιολογικής οντολογίας κινδυνεύει ν’ αποτελεί έωλο και ακατανόητο υπερβατικό εκστατισμό. Πολύ λίγοι πάντως από τους Πατέρες, μεταξύ των οποίων οι άγιοι Γρηγόριος Νύσσης, Βασίλειος ο Μέγας, Μάξιμος Ομολογητής και Γρηγόριος Παλαμάς, επιχειρούν την βαθιά συναίρεση της νηπτικο-ασκητικής παράδοσης με τις ανθρωπολογικές και θεολογικές προϋποθέσεις και συνέπειές της. Ο π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ φρονώ πως ανήκει σ’ αυτήν την τελευταία ακριβώς κατηγορία Πατέρων (διότι πράγματι πρόκειται για ένα νεότερο Πατέρα της Εκκλησίας) και αυτό είναι κάτι το οποίο θα επιθυμούσα, εντελώς εισαγωγικά, να δείξω στην παρούσα εισήγηση. Σκοπός πράγματι του κειμένου που ακολουθεί, είναι ν’ αποδείξει προεισαγωγικά πως η θεολογία του π. Σωφρονίου ανήκει ειδικά στην παράδοση του Ορθοδόξου Ησυχασμού, όπως μάλιστα αυτός εκφράστηκε, με τη δημιουργική συναίρεση των προ αυτού Πατέρων, από τον αγ. Γρηγόριο Παλαμά, καθώς επίσης πως η θεολογία αυτή ανήκει στην παράδοση των μεγάλων θεολογικών συνθέσεων, όπου ακριβώς, με τον εγκυρότερο τρόπο, ολόκληρο το φάσμα της πατερικής θεολογίας (ειδικότερα μάλιστα, εν προκειμένω, της θεολογικής ανθρωπολογίας) αναδεικνύεται ξανά.
ΙΙ
Κάτι τέτοιο μας υποχρεώνει να ανιχνεύσουμε καταρχήν το νόημα της εκστάσεως, της ασκητικής ανάβασης δηλαδή προς τον Θεό, στα όρια της ελληνικής πατερικής παράδοσης. Προς τον σκοπόν αυτό, είμαστε νομίζω υποχρεωμένοι ν’ ανιχνεύσουμε δυο είδη τέτοιας εκστάσεως προς το Θεό, στα όρια πάντοτε της παραπάνω παράδοσης: α) την πλατωνίζουσα έκσταση και β) την ησυχαστική έκσταση, της οποίας η έκφραση κορυφώνεται πράγματι στο παλαμικό έργο (αν και αποτελεί περιεχόμενο του μεγαλύτερου μέρους της παλαιότερης πατερικής γραμματείας). Ας δούμε τα δυο αυτά είδη έκστασης χωριστά.

Δευτέρα 28 Ιουλίου 2014

Εικονίζοντας τη συκοφαντία

Sandro Botticelli, 1495

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου

Δασκάλου – συγγραφέα

Η ΣΥΚΟΦΑΝTΙΑ ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ: Την εποχή που ήταν νομοθέτης ο Σόλωνας είχε απαγορεύσει με νόμο στους Αθηναίους την εξαγωγή αγροτικών προϊόντων στις άλλες πόλεις κράτη εκτός από το ελαιόλαδο. Μεταξύ των προϊόντων αυτών ήταν και τα σύκα. Όποιος λοιπόν ενημέρωνε τους άρχοντες για αυτούς που έβγαζαν παράνομα σύκα από την Αττική, αυτός ονομαζόταν συκοφάντης και η πράξη του συκοφαντία.

Η ΣΥΚΟΦΑΝΤΙΑ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ: Ο μεγάλος φιλόσοφος Σωκράτης έλεγε για τη συκοφαντία ή κακολογία, καλύτερα μιας και τότε δε χρησιμοποιούνταν ο όρος συκοφαντία για τις διαβολές, πως ο κακόλογος σκοτώνει την τιμή ενός ανθρώπου, ενώ ο φονιάς τη ζωή, αλλά επειδή η τιμή είναι ανώτερη της ζωής, η κακολογία είναι σοβαρότερη του φόνου, μιας κι ο φονιάς σκοτώνει με κίνδυνο της ζωής του ζωντανούς, ενώ ο κακόλογος με μια κουβέντα και ακινδύνως σκοτώνει και ζωντανούς και πεθαμένους. Ο κυνικός Διογένης συγκρίνοντας συκοφάντες και κόλακες έλεγε: “Απ΄ τα άγρια θηρία το χειρότερο δάγκωμα το κάνει ο συκοφάντης , από τα ήμερα ο κόλακας”. Ο Ναπολέων μάλιστα έλεγε: “Οι επιδέξιοι κόλακες συνήθως είναι όχι και λιγότερο επιδέξιοι συκοφάντες”, ταυτίζοντας τις δύο αυτές κατηγορίες ανθρώπων. Συκοφάντης όμως δεν είναι μόνο αυτός που “πρωτοσπέρνει” το ψεύδος αλλά και οι “πολλαπλασιαστές” του. Όταν κάποιος είπε στον Αίσωπο πως λένε για εκείνον τρομερά πράματα και άρχισε να του τα εξιστορεί, εκείνος απάντησε: “Δολοφόνοι δεν είναι εκείνοι που φτιάχνουν τα μαχαίρια, αλλά εκείνοι που τα χρησιμοποιούν. Έτσι και τώρα: δε με κακολογούν οι συκοφάντες, αλλά εσύ που χρησιμοποιείς τις συκοφαντίες τους”. Ο τραγικός της Αρχαιότητας Μένανδρος, του οποίου διασώθηκαν αποσπάσματα έργων, έγραψε: “Υπάρχουν συκοφαντίες προ των οποίων η αγνότητα χάνει το θάρρος της. Όποιος εύκολα πιστεύει στις συκοφαντίες, ο ίδιος είναι κακός στο χαρακτήρα, ή έχει μυαλό μικρού παιδιού”. Ο Καντ δείχνει αισιόδοξος δίνοντας μια διέξοδο στα θύματα της συκοφαντίας: “Έχε υπομονή, οι συκοφαντίες δεν έχουν μεγάλη διάρκεια ζωής. Η αλήθεια είναι παιδί του χρόνου, δεν θα αργήσει να εμφανιστεί για να σε δικαιώσει.” Αντίθετα ο Ρενάν, υπολογίζοντας ιδιαίτερα τη διαβρωτική της δύναμη, έλεγε: “Μπορούμε να σωθούμε από το δηλητήριο της έχιδνας, αλλά όχι και από εκείνο της συκοφαντίας.”

Οι επτά σωματικές πράξεις της μετανοίας.(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού)

ger-iosif-vatopaidinos-471

Απόσπασμα από το βιβλίο “Άσκηση’ του Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού

 

Στην πρακτική των Πατέρων, που αναλύουμε αναφέρονται επτά σωματικές πράξεις στις οποίες στηρίζονται οι τρόποι και τα έργα της μετάνοιας.

Ως πρώτη πράξη στη μετάνοια οι Πατέρες τοποθετούν την  η σ υ χ ί α.  Είναι η απερίσπαστη διαγωγή. Η απομάκρυνση από τα αίτια, που δημιουργούν τις αφορμές της πτώσης και της ήττας, ειδικά σε όσους είναι ασθενείς χαρακτήρες, αλλά και από αυτόν τον “ὡς λέοντα περιπατοῡντα καί ζητοῡντα νά μάς καταπιή” (‘ Πέτρ. ε’ 8). Με την ησυχία απέχει ο αγωνιστής από τη μάταιη και άσκοπη μέριμνα και του επιτρέπεται αν θέλει να στρέψει τη σκέψη και ασχολία του προς το Θεό,  απ΄όπου φωτιζόμενος από τη θεία Χάρη ανακαλύπτει τον εαυτό του, που είναι απαραίτητο καθήκον.

Δεύτερη πράξη θεωρείται η  ν η σ τ ε ί α.  Με αυτήν καταβάλλεται και δεσμεύεται ένας από τους γίγαντες της διαστροφής – η γαστριμαργία – ο ακαταγώνιστος σύμμαχος της φύσης και του διαβόλου. Με αυτήν αιχμαλωτίζει ο τελευταίος τα πλείστα των θυμάτων του. Το πόσο απαραίτητη είναι αυτή η πράξη το απέδειξε ο Κύριος μας, όταν ανέλαβε με την παρουσία του την ανάπλασή μας, μετά το θείο βάπτισμα στον Ιορδάνη.  Ποιος τώρα μπορεί να αμφισβητήσει το βάθρο αυτό της μετανοίας, της ανάπλασης, της ανάστασης, της σωτηρίας;

Νους, καρδιά και θέλημα συνιστούν τον τριαδικό άνθρωπο


Το Δόγμα της Αγίας Τριάδος για παράδειγμα, περί του ενός Τριαδικού Θεού, φαινόταν σε πολλούς λαϊκούς, ακόμη και θεολόγους των αιρετικών ως το πιο αφηρημένο απ' όλα τα Δόγματα. 

Όμως, στο Μηναίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνεται λόγος για πολλούς Αγίους οι οποίοι διά της ασκήσεως μετέβαλαν τον εαυτό τους σε «κατοικητήριον της Αγίας Τριάδος». 

Αυτοί εθέωσαν το νου, την καρδιά και το θέλημά τους, τούτα τα τρία, σαν συγκοινωνούντα δοχεία τα επλήρωσαν με Πνεύμα Άγιον κατά την παραβολή του Κυρίου περί της ζύμης (Λκ. 13, 21).

Πολύ όμορφα το εξέφρασε ο Απ. Παύλος λέγοντας: η ουκ οίδατε ότι το σώμα υμών ναός του εν υμίν Αγίου Πνεύματος εστίν, ου έχετε από Θεού και ουκ εστέ εαυτών; (Α' Κορ. 6, 16). 

Και βέβαια, όπου είναι ο Θεός Άγιον Πνεύμα, εκεί και ο Θεός Πατήρ και ο Θεός Υιός, η Αγία Τριάδα, αχώριστη, αναλλοίωτη και ζωοποιός. Γι' αυτό και σε κάποια στιχηρά Αγίων ψάλλουμε: «κατοικητήριον γεγόνατε της Αγίας Τριάδος».

Όλα τα μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά και πολλές Ακολουθίες αρχίζουν με την προσευχή προς το Άγιο Πνεύμα: «Βασιλεύ Ουράνιε, το Πνεύμα της Αληθείας ... ελθέ και σκήνωσον εν ημίν.

Ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα


Αν δεις φως μέσα σου ή γύρω σου, μην πιστέψεις σ' αυτό αν δεν έχεις συγχρόνως κατάνυξη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον. Μη φοβηθείς όμως, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό σου και το φως εκείνο θα εξαφανιστεί.

Αν δεις κάποιο όραμα ή εικόνα ή όνειρο, μην το εμπιστεύεσαι, γιατί αν είναι από τον Θεό, θα σε φωτίσει γι' αυτό ο Κύριος. Ψυχή, που δεν γεύθηκε το Άγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να διακρίνει από πού έρχεται το όραμα. Ο εχθρός δίνει στην ψυχή μια «γλυκειά αίσθηση» ανακατεμένη με κενοδοξία, και από αυτό γίνεται φανερή η πλάνη.

Οι Πατέρες λένε ότι, όταν η όραση είναι εχθρική, η ψυχή αισθάνεται σύγχυση ή φόβο. Αυτό, όμως, συμβαίνει μόνο στην ταπεινή ψυχή που θεωρεί τον εαυτό της ανάξιο για όραση. Ο κενόδοξος, όμως, μπορεί να μην αισθανθεί ούτε φόβο ούτε σύγχυση, γιατί επιθυμεί τις οράσεις και θεωρεί τον εαυτό του άξιο, και γι' αυτό τον εξαπατά εύκολα ο εχθρός.

Τα ουράνια γνωρίζονται με το Άγιο Πνεύμα και τα επίγεια με τη φυσική κατάσταση. Πλανάται όποιος επιχειρήσει να γνωρίσει τον Θεό με τον φυσικό νου, με την επιστήμη, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Άγιο Πνεύμα.

Αββάς Σισόης - Αββάς Μακάριος

Αββάς Σισόης - Αββάς Μακάριος


Έλεγε ο αββάς Σισόης:
 
- Όταν ήμουν στη Σκήτη με τον Μακάριο πήγαμε να θερίσουμε μαζί του επτά μοναχοί. Και να πίσω μας μια χήρα σταχομαζώχτρα, που έκλαιγε ασταμάτητα.

Φώναξε ο γέροντας τον ιδιοκτήτη του χωραφιού και τον ρώτησε:
- Τι έχει αυτή η γριά και κλαίει συνεχώς;

Αυτός απαντά:
- Ο άνδρας της φύλαγε κάτι πολύτιμο που του εμπιστεύθηκαν σαν παρακαταθήκη, αλλά πέθανε ξαφνικά και δεν είπε που το έκρυψε και ο ιδιοκτήτης της παρακαταθήκης θέλει να πάρει δούλους αυτήν και τα παιδιά της.

Του λέει ο γέροντας:
- Πες της να ρθεί σε μας εκεί που αναπαυόμαστε από τη ζέστη.

Όταν ήλθε η γυναίκα της λέει ο γέροντας:
- Γιατί κλαίς συνέχεια;

Κι αυτή είπε:
- Ο άνδρας μου πέθανε ενώ είχε την παρακαταθήκη κάποιου και πεθαίνοντας δεν είπε που την έβαλε.

Της είπε ο γέροντας:
- Έλα δείξε μου που τον έθαψες.

Τότε πήρε τους αδελφούς του και βγήκε μαζί της. Όταν έφτασε στον τόπο του μνήματος της λέει:
- Πήγαινε σπίτι σου.

Τότε προσευχήθηκαν αυτοί και ο γέροντας φώναξε στο νεκρό:
- Ε, συ, που έβαλες τη ξένη παρακαταθήκη;

Κυριακή 27 Ιουλίου 2014

Η σύνεση του Χριστού (Λουκ ι 25-37)


Ιωήλ Φραγκάκος (Μητροπολίτης Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας)
«Είπεν ουν αυτώ ο Ιησούς· πορεύου και συ ποίει ομοίως»
Κατά τη διάρκεια της δημόσιας τριετούς δράσεως του Κυρίου, «λογοποιεί τινες αθυροστομείν ειωθότες» (άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας), δηλ. άνθρωποι κουτσομπόληδες που είχαν συνηθίσει να λέγουν αθυροστομίες, διέδιδαν εις βάρος Του τα ακόλουθα: Έλεγαν πως ο Χριστός περιφρονεί το Μωσαϊκό Νομό, «καινά δε αυτός εισφέρει διδάγματα», δηλ. καινούργια διδάγματα εισάγει στο βίο των ανθρώπων. Γι’ αυτό έρχεται ο σημερινός νομικός του Ευαγγελίου και προσπαθεί να παρασύρει τον Ιησού σε κάποια συζήτηση, από την οποία θα επιτύγχανε δύο πράγματα, θα έκανε το Χριστό να ομολογήσει πως ο Νόμος του Μωυσή είναι παρωχημένος, ενώ ο υποτιθέμενος δικός Του είναι σωστός. Αγνοούσε πως ο νομοθέτης και της Παλαιάς και της Καινής είναι ο ίδιος ο Χριστός. Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, τη συνετή συμπεριφορά του Κυρίου απέναντι στο νομικό.
Η αντιμετώπιση του νομικού
Είναι φανερό από τη διήγηση του Ευαγγελίου πως ο νομικός πλησίασε το Χριστό με διάθεση όχι να μάθει, αλλά να πειράξει. Τον αποκαλεί διδάσκαλο: «Διδάσκαλε, τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λουκ. 10,25). Η πρόθεση του νομικού δεν ήταν να μάθει κάτι περισσότερο από εκείνα που ήξερε, αλλά «συναρπάσαι προσδοκών», ήθελε να παγιδεύσει το Χριστό, κατά τους Πατέρες. Επειδή ο Χριστός συνεχώς μιλούσε στα κηρύγματά Του για τη Βασιλεία των Ουρανών, ο «περίαυτος» (εγωιστής) νομικός χρησιμοποιεί τα λόγια του Κυρίου για να Τον δελεάσει. Εδώ είναι και η σύνεση του Χριστού. Δεν τον αποκαλύπτει. Δεν ξεσκεπάζει την υποκρισία του ούτε τον περιφρονεί. Ο νομικός καυχιόταν για τη γνώση του πάνω στο Μωσαϊκό Νόμο. Ο Χριστός τον παραπέμπει εκεί. «Ο δε είπε προς αυτόν· εν τω νόμω τι γέγραπται; πως αναγινώσκεις;» (οπ. π. στιχ. 26). Μάλιστα όταν αποκρίθηκε σωστά, τον επαίνεσε ο νομοδότης Κύριος. «Ορθώς απεκρίθης» (οπ. π. στιχ. 28). Δεν τον εξερέθισε· αντίθετα χωρίς φθόνο και κακότητα τον επαίνεσε δημόσια. Ο νομικός στη συνέχεια, για να μη φανεί πως είναι κάποιος τυχαίος, ρώτησε ποιός μπορεί να θεωρηθεί για τους ανθρώπους «πλησίον» (οπ. π. στιχ. 29). Ο νομικός ήταν δοχείο γνώσεων, αλλά δεν ήταν σκεύος αρετών.
Ο αοίδιμος Μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος λέγει πως η αρετή δε συναντάται πάντοτε όπου υπάρχει γνώσει και όπου λάμπει το αξίωμα. «Η αρετή είναι εις την πράξιν, εις την εφαρμογήν εκείνων που λέγομεν ότι πιστεύομεν, εις την πραγμάτωσιν των ιδεών που εκπροσωπούμεν, εις την εκτέλεσιν των θείων εντολών και όχι απλώς εις την γνώση των». Ο νομικός ήθελε να δείξει στο Χριστό πως δεν είναι τόσο απλά τα πράγματα, όπως τα λέγει, αλλ’ έχουν βάθος. Ήθελε να παρουσιάσει τις ιδέες του, να δείξει πως υπερέχει όλων. «Ώιετο γαρ πάντων υπερέχειν», κατά την πατερική γραμματεία. Ο νομικός ρωτάει για τον πλησίον και ο Κύριος του δείχνει τι κάνει ο πλησίον.
Ο ένας ήθελε γνώσεις κι ο Άλλος του υπέδειξε την πράξη. Με τη φιλάνθρωπη διάθεση αποδεικνύουμε εάν νιώθουμε το διπλανό μας ως πλησίον.
«Είδα τον αδελφό μου, είδα Κύριον τον Θεό μου»

Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Προ παντός προσεύχου αδιαλείπτως και ευχαρίστει τω Θεώ δι’ όλα όσα σου συμβαίνουν


 (Κανόνας του Μ. Αντωνίου)
Ο Μέγας Αντώνιος είναι ρεαλιστής. Οι κανόνες του δεν είναι μια φόρμουλα που την βρήκε και μας την πέταξε. Ο κάθε κανόνας έχει κάτι μοναδικό για την ζωή του μονάχου ένας αν λυθεί, καταρρέει το πάν. Πρέπει, λέγει, να προσευχώμεθα αδιαλείπτως, αλλά ταυτοχρόνως να ευχαριστούμε τον Θεόν για όλα όσα μας συμβαίνουν. Χρησιμοποιεί παρατακτική σύνδεση, διότι αυτά τα δύο δεν ξεχωρίζουν, πηγαίνουν μαζί. Ευχαριστούμε τον Θεόν για τα ευχάριστα, κυρίως όμως για κάτι άλλο: στην ζωή μας τα πράγματα δεν έρχονται όπως τα θέλομε εμείς. Προσευχόμαστε, λόγου χάριν, και μας φαίνεται πως δεν μας ακούει ο Θεός. Ζητάμε την υγεία μας και η αρρώστια μας γίνεται χειρότερα. Ζητάμε από τον Θεόν ορισμένα δωρήματα και ο Θεός δεν μας δίνει τίποτε. Τα πράγματα έρχονται ανάποδα.
Εκείνος ο οποίος δεν θα μάθη να ευχαριστή για όλα τον Θεόν, και μάλιστα για τα ανάποδα, δεν θα προχωρήση ούτε ένα χιλιοστό πιο πέρα από εκεί που τον γέννησε η μάνα του. Καμία πρόοδο δεν θα έχη. Και όταν μεν τον γέννησε η μάνα του, ήταν βρέφος αφελές, είχε μία φυσική αγιότητα, εμείς όμως έχομε σκληρότητα και γνώσι η οποία μας ενοχοποιεί. Πρέπει λοιπόν να μάθωμε να ευχαριστούμε τον Θεόν. Όταν έχωμε πονηρούς λογισμούς, όταν ο αδελφός μάς λέγη κάτι, και μέσα μας νοιώθωμε μίσος, την ώρα εκείνη πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Θεόν και να χαμογελάσωμε στον αδελφό μας. Εάν δεν κάνωμε έτσι, είναι αδύνατον να προχωρήσουμε βήμα, διότι όλα θα μας έρχονται ανάποδα. Ιδιαίτερα θα μας προκαλούν λογισμούς, πειρασμούς, πάθη και αντιξοότητες οι άλλοι και οι καταστάσεις.
     Η αδιάλειπτος προσευχή και η ευχαριστία στον Θεόν, δι’ όλα όσα μας συμβαίνουν, είναι οι προϋποθέσεις της φυσιολογικής ζωής. Αν ο άνθρωπος δεν ευχαριστή για το κάθε τι τον Θεόν, δεν μπορεί ούτε να προσευχηθή, ούτε να ζήση την μοναχική πολιτεία. Πρέπει να είναι κανείς ευχαριστημένος για ό,τι του συμβαίνει στο μοναστήρι, είτε αυτό προέρχεται από τον εσωτερικό του κόσμο, είτε από την αδελφότητα, είτε από τους εχθρούς ή από τους δαίμονες. Κάποιος μοναχός, λόγου χάριν, έχει λογισμούς, που τον ταλαιπωρούν. Δεν πρέπει να στενοχωρήται αλλά να χαίρεται και να ευχαριστή τον Θεόν. Στον δαίμονα πρέπει να λέγη. «ύπαγε οπίσω μου, σατανά», και να τον διώχνη ή, όταν δεν φεύγη, να μπορή να τού λέγη, μας χωράει το κρεββάτι, κοιμήσου μαζί μου, μόνον γύρισε από την άλλη πλευρά, για να μην έχω την δυσωδία της αναπνοής σου. Τότε ο δαίμονας θα φύγη σαν αστραπή.
Η αδιάλειπτος προσευχή και η ευχαριστία για όλα έχουν άμεση σχέσι και με τον προσωπικό μας κανόνα. Δηλαδή, μπορεί κανείς να κάνη τον κανόνα του, όταν συνηθίση να προσεύχεται αδιαλείπτως. Και μπορεί να έχη αδιάλειπτο προσευχή, όποιος κάνει τον κανόνα του. Εάν θελήση να ξεχωρίση την αδιάλειπτο προσευχή από τον κανόνα, τότε θα πέσουν και τα δύο. Είναι βασικό αυτό και πρέπει να το ενθυμούμεθα. Άφησε δύο ημέρες τον κανόνα σου, και θα δης ότι δεν θα θυμηθής ούτε μία φορά την ημέρα να πης, δόξα σοι ο Θεός. Αυτό είναι νόμος.

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 5-6)

Εισαγωγή στη Χριστιανική πίστη και ζωή-Ερμηνεία του «Πάτερ ημών» 4


ΚΑΙ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ
Ο Κύριος μας λέει τώρα όχι πλέον πώς, αλλά πού πρέπει να γίνεται το θέλημα του «εν ουρανοίς» Πατέρα μας. Το θέλημα του Θεού, μάς εξηγεί, πρέπει να γίνεται εκεί όπου βρίσκεσθε, στον κόσμο , «επί της γης».
Η υποχρέωση αυτή του να πράττουμε το θέλημα του Θεού στον κόσμο, «επί της γης», είναι συνέπεια και προέκταση ενός αποφασιστικού γεγονότος: της ελεύσεως του Θεού ανάμεσα μας, της «σαρκώσεως» και της «σκηνώσεως» του θείου Λόγου «εν ημίν». Για την Εκκλησία ο Ιησούς, ο «λεγόμενος Χριστός», είναι ο Μονογενής Υιός και Λόγος του Πατρός, ο οποίος γεννήθηκε ως αληθινός και τέλειος άνθρωπος εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου. Σ’ Αυτόν η φύση του Θεού και η φύση του ανθρώπου είναι ενωμένες χωρίς να συγχέονται (ασυγχύτως), είναι χωρισμένες χωρίς να χωρίζονται (αχωρίστως) ή να διαιρούνται (αδιαιρέτως), συνιστούν δε μία «υπόσταση», ένα Πρόσωπο. Ο Χριστός είναι αληθινός Θεός και αληθινός άνθρωπος. Χωρίς να παύει ούτε μια στιγμή να είναι Θεός, μπορεί να ενεργεί και να αισθάνεται όπως κάθε άνθρωπος. Πράγματι, στην επίγεια ζωή του ο Χριστός έπραξε και δοκίμασε κάθε τι που πράττει και δοκιμάζει ο άνθρωπος, εκτός από την αμαρτία. Αφού κήρυξε το «ευαγγέλιο της βασιλείας», αφού απέδειξε με έργα και θαύματα τη δύναμη της βασιλείας αυτής, έπαθε και απέθανε στο Σταυρό για εμάς. Με την υπέρτατη αυτή θυσία της ζωής του ο Χριστός «ήρε την αμαρτίαν του κόσμου», νίκησε και συνέτριψε τη σκοτεινή εκείνη δύναμη που κρατά τον άνθρωπο μακριά από το Θεό, ανίκανο να συμμορφωθεί και να ζήσει σύμφωνα με το θέλημα του Δημιουργού του. Μετά το σωτήριο αυτό έργον ο Χριστός αναστήθηκε εκ του τάφου και αναλήφθηκε στους ουρανούς.
Αλλά το έργο αυτό της χάριτος ο Χριστός μας καλεί να το συνεχίσουμε με τη δύναμη και τη βοήθειά του. Για το λόγο αυτό έχουμε υποχρέωση πρώτον μεν να προσευχόμαστε, (δεδομένου ότι μόνο με τη θέλησή μας και τις δυνάμεις μας δεν είναι δυνατόν να κατορθώσουμε τίποτε), για να έλθει η βασιλεία του Θεού επί της γης· έπειτα δε να συμβάλλουμε όσο μπορούμε, ώστε το θείο θέλημα να πραγματοποιείται στη γη.
Ας εξετάσουμε όμως με κάθε συντομία τις κυριότερες μορφές τις οποίες μπορεί να προσλάβει η συμμόρφωση του ανθρώπου προς το θέλημα του Θεού ή, αντιθέτως, η άρνηση του Θεού• ή, αντιθέτως, η, άρνησή του να πράξει εκείνο που θέλει και του ζητεί ο Θεός.
Εν πρώτοις, ο Θεός ζητεί από εμέ ως άτομο ορισμένα πράγματα. Αγαπώ πραγματικά το Θεό; Προσπάθησα ειλικρινά να τον γνωρίσω; Τον παρεκάλεσα και τον ικέτευσα με όλη μου τη καρδιά; Τον λάτρευσα «εν πνεύματι και αληθεία»; Οι λόγοι που εξήλθαν από το στόμα μου ήσαν λόγοι αληθείας; Συβάσθηκα στο σώμα μου τις πηγές της ζωής; Μήπως προσκολλήθηκα περισσότερο από ό,τι έπρεπε σε απολαύσεις των αισθήσεων, στην άνεση και το χρήμα; Μήπως υπήρξα αμελής ή οκνηρός στην εργασία μου;
Ο Θεός μου ζητά επίσης ορισμένα πράγματα σχετικώς με τους άλλους ανθρώπους. Συβάσθηκα τη ζωή, την υγεία, την περιουσία, την καλή φήμη των άλλων; Μήπως τους κακολόγησα, μήπως τους συκοφάντησα, μήπως κατέθεσα ψευδώς εναντίον τους; Μήπως μοίχευσα; Μήπως λησμόνησα ότι το επάγγελμά μου είναι μια υπηρεσία που οφείλω στους αδελφούς μου; Μήπως ξέχασα ότι τα χρήματα και η περιουσία μου είναι μια παρακαταθήκη, την φύλαξη της οποίας μου ανέθεσε ο Θεός και για την οποία μια μέρα θα δώσω λόγο; Ήμουν ελεήμων; Βοήθησα ηθικώς όσους είχαν ανάγκη ηθικής βοήθειας; Ενίσχυσα ολικώς εκείνους που είχαν ανάγκη υλικής βοήθειας; Μήπως αδίκησα τον πλησίον μου; Και αν τον αδίκησα, επανόρθωσα επαρκώς την αδικία μου; Μήπως υπήρξα αιτία, αφορμή ή και συνένοχος της αμαρτίας του αδελφού μου; Ήμουν ζηλότυπος ή ζηλόφθονος; Ήμουν βίαιος ή έστω απλά δύστροπος; Επεδίωξα πάντοτε την ειρήνη, την ομόνοια και τη συμφιλίωση; Συγχώρησα όσους με αδίκησαν και ζήτησα συγγνώμη από όσους τυχόν έθλιψα;
Αλλά το Θέλημα του Θεού πρέπει να πραγματοποιείται και στην οικογένεια. Και πρώτα στο γάμο. Το μυστήριο του γάμου δεν είναι η νομιμοποίηση δύο εγωιστικών και καθαρά σαρκικών επιθυμιών ούτε η ευλογία ιδιοτελών υπολογισμών και επωφελών οικονομικοκοινωνικών συνδυασμών. Ο γάμος έχει δύο σκοπούς. Ο πρώτος είναι να εισαγάγει νέα τέκνα στη βασιλεία του Θεού. Ο δεύτερος είναι να βοηθηθούν δύο άνθρωποι να υπερβούν το στάδιο του ατόμου και να εισέλθουν στο στάδιο της προσωπικής κοινωνίας και ζωής. Με το γάμο δύο άνθρωποι γίνονται μία σάρκα, μία θέληση, μία αγάπη, μία καινή κτίση εν Χριστώ. Ο Θεός θέλει το γάμο αδιάλυτο. Γι’ αυτό η φιλάνθρωπη συγκατάβαση της Εκκλησίας, η οποία σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπει και ευλογεί μία δεύτερη ένωση, δεν δικαιώνει με κανένα τρόπο τις πράξεις ή τις προθέσεις που συνετέλεσαν στη διάλυση της παλαιάς. Διερωτάται λοιπόν ο έγγαμος χριστιανός: είναι η συζυγική μου ζωή σύμφωνη με το θέλημα του Θεού; Έχει πράγματι ευλογήσει ο Χριστός την ένωσή μου; Εάν έφθασα στην ένωση αυτή χωρίς τα πρέποντα αισθήματα, έχω τουλάχιστον τώρα τη σταθερή απόφαση να ζήσω με το πρόσωπο που επέτρεψε ο Θεός να γίνει σύζυγός μου με ειλικρίνεια, και αλήθεια; Είναι ο Ιησούς ο πραγματικός Κύριος του οίκου μου; Είναι ο Κύριος των συζυγικών μου σχέσεων; Μήπως μου ζητεί νέα απόφαση και μία νέα στάση στο ζήτημα αυτό; Τον έχω βάλει σε όλες τις λεπτομέρειες της καθημερινής μου ζωής; Είναι στο σπίτι μου ένα τυχαίος ξένος ή ο στενός φίλος της κάθε στιγμής; Εάν έχω παιδιά, εκπληρώνω τα καθήκοντά μου απέναντι τους; Έχω συναίσθηση των ευθυνών που ανέλαβα φέρνοντας νέους ανθρώπους στον κόσμο; Προσπαθώ να τους δώσω την καλύτερη δυνατή ανατροφή και μόρφωση; Σέβομαι όσο πρέπει την ελευθερία τους, την αξιοπρέπειά τους, τα δικαιώματά τους σαν ελευθέρων και αυτόνομων προσώπων; Έχω δημιουργήσει γύρω τους το απαιτούμενο κλίμα της αληθείας και της αγάπης; Έκανα ό,τι μπορούσα, για να εξασφαλίσω την υγεία τους, το μέλλον τους, τη σταδιοδρομία τους; Ήμουν απέναντι τους δίκαιος, αμερόληπτος, υπομονετικός; Αγωνίσθηκα για να δημιουργήσω μεταξύ αυτών και του Χριστού ζώσα και προσωπική σχέση; Και όλα αυτά όχι απλά με λόγια και κενές νουθεσίες, αλλά προπάντων με το παράδειγμα και τη ζωή μου;
Το θέλημα του Θεού πρέπει να πραγματοποιείται επίσης στον οικονομικό, τον κοινωνικό, και τον πολιτικό τομέα. Ο εργοδότης έχει καθήκοντα και υποχρεώσεις τόσον όσον αφορά τους υπαλλήλους του, που είναι αδελφοί του, όσο και όσον αφορά τη διάθεση των χρημάτων που του εμπιστεύθηκε ο Θεός. Ο χριστιανός οφείλει να προσπαθεί να μεταβάλει το καθεστώς του συναγωνισμού και της οικονομικής εκμεταλλεύσεως σε καθεστώς δίκαιης συνεργασίας. Η εξυπηρέτηση της κοινότητας πρέπει να προέχει του ατομικού κέρδους. Ο εργάτης πάλι οφείλει να σέβεται τη δικαιοσύνη, να αποφεύγει το ταξικό μίσος. Ο χριστιανός πρέπει να πρωτοστατεί στους αγώνες κατά των διαφόρων κοινωνικών κακών: της ανεργίας, της εγκληματικότητας, της διαφθοράς, του αλκοολισμού, του αναλφαβητισμού κ.ο.κ.
Στον πολιτικό τομέα ο Χριστιανός, αφοσιωμένος στο έθνος και υπόδειγμα πειθαρχίας στους νόμους του κράτους, οφείλει να αγωνίζεται εναντίον της τυραννίας, των άδικων διωγμών, των ανισοτήτων και αδικιών, οπουδήποτε και αν εμφανίζονται, απ’ οπουδήποτε και αν προέρχονται. Τέλος, όσον αφορά τις σχέσεις των εθνών και των κρατών, ο χριστιανός οφείλει να μη λησμονά ότι ο πόλεμος είναι αντίθετος στο πνεύμα του Χριστού και ότι ο Κύριός του απεκλήθη Άρχων και Βασιλεύς της ειρήνης. Σε κάθε ευκαιρία ο χριστιανός πρέπει να αποδεικνύεται ειρηνοποιός, διάκονος της ειρήνης και της συμφιλιώσεως.
Το Ευαγγέλιο δεν προτείνει βέβαια τεχνικές λύσεις των ανθρωπίνων προβλημάτων. Μας προσφέρει όμως ένα νέο πνεύμα, με το οποίο μπορούμε να τα αντιμετωπίσουμε: τοποθετεί στο κέντρο της πραγματικότητας ως υπέρτατη αξία την αγάπη, η οποία κάνει ευκολότερη τη λύση τους, όταν δεν κατορθώνει να εμποδίσει τελείως τη γένεσή τους.
Δεν είναι όμως δυνατόν να μιλήσουμε για το θέλημα του Θεού, χωρίς να αναφέρουμε την Εκκλησία. Ασφαλώς, η Εκκλησία είναι κάτι το τελείως διαφορετικό από τους κάθε είδους κοινωνικούς και πολιτικούς θεσμούς που δημιούργησε ο άνθρωπος. Είναι το σώμα του Χριστού, η «εκκλησία των πιστών», η σύναξη εκείνων που κοινωνούν στην αυτήν πίστη, τα αυτά μυστήρια και την αυτήν αγάπη.
Ζώσα όμως και πορεύομενη στη γη η Εκκλησία έχει ανάγκη ορατής οργανώσεως και διαρθρώσεως. Ο Ορθόδοξος πιστεύει ότι το μυστήριο της Εκκλησίας εκφράζεται και φανερώνεται στη γη κατά τον τελειότερο δυνατόν τρόπο «στην αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν» της Ανατολής, στα μυστήρια και τα δόγματά της. Αλλ’ αυτό δεν τον εμποδίζει να ευλογεί και να ευχαριστεί το Θεό για την αγιάζουσα ενέργειά του στις άλλες χριστιανικές κοινότητες και είναι πρόθυμος να συνεργαστεί με τους άλλους χρι¬στιανούς, εφ’ όσον η συνεργασία αυτή δεν βάζει σε κίνδυνο την καθαρότητα της αποκαλυφθείσας αλήθειας, την καθαρότητα του αποκαλυφθέντος φωτός.
Το επιστέγασμα του ορθοδόξου οικοδομήματος είναι, ως γνωστόν, το μυστήριο της ιεροσύνης, με το οποίο οι μέλλοντες ιερείς και διάκονοι της Εκκλησίας λαμβάνουν την ειδική χάρη, που τους επιτρέπει να ασκούν τη διακονία της Καινής Διαθήκης, να κηρύττουν, δηλαδή, το λόγο και να τελούν τα Μυστήρια του Θεού. Οι επίσκοποι δεν είναι μόνον προϊστάμενοι των τοπικών εκκλησιαστικών κοινοτήτων είναι επίσης φορείς της πίστεως και της μαρτυρίας των Αποστόλων, είναι οι «μάρτυρες της ζωής, του σταυρού και της αναστά¬σεως του Χρίστου». Το Άγιο Πνεύμα είναι πάντοτε παρόν στην Εκκλησία και την προφυλάσσει από τον κίνδυνο της πλάνης και των σφαλμάτων στη διδασκαλία της. Αυτό εξηγεί την προσήλωση του Ορθοδόξου στη διδασκαλία και τις αποφάνσεις των επτά αρχαίων Συνόδων, που ονομάζονται «οικουμενικές»· η διδασκαλία των Συνόδων αυτών είναι για τον Ορθόδοξο «κανόνας πίστεως». Οι χειροτονημένοι λειτουργοί της Εκκλησίας ασκούν το λειτούργημά τους ενωμένοι με το μεγάλο Αρχιερέα, το Χριστό. Αλλά και οι άλλοι πιστοί μετέχουν, κατά τον δικό τους τρόπο, στην ιεροσύνη του Χριστού ως μέλη του μυστικού Σώματός του ενώνονται και αυτοί, με τη χάρη του Θεού και της δικής τους προσευχής, στη προσφορά και τη σώζουσα θυσία της κεφαλής του Σώμα¬τος, δηλ. του Χριστού. Οι μοναχοί και οι μοναχές είναι μέλη της Εκκλησίας, που ξεχωρίστηκαν και ευλογήθηκαν από την Εκκλησία για να μιμηθούν, όσον το δυνατόν περισσότερο κατά γράμμα -με τη ζωή της υπακοής, της πτωχείας και της αγνότητας- την επίγεια ζωή του Χριστού.
Όλα τα μέλη της Εκκλησίας, κληρικοί και λαϊκοί, οφείλουν να αγρυπνούν, ώστε η Εκκλησία να είναι επί της γης, αληθινά και πραγματικά, το όργανο της εκπληρώσεως του θείου θελήματος, του θείου σχεδίου. Η αγιότητα της πίστεως και των μυστηρίων παραμένει απρόσβλητη, οιαδήποτε και αν είναι η αναξιότητα των λειτουργών της Εκκλησίας. Αλλά η αναξιότητα αυτή, ή έστω η ανθρώπινη αδυναμία, είναι δυνατόν να αποδεδειχθεί «σκάνδαλο», σοβαρότατο εμπόδιο στο έργο του Θεού. Η Εκκλησία πρέπει να είναι όχι μόνον θεσμός, αλλά προπάντων πνευματικό συμβάν, ένα συμβάν πάντοτε νέο και πάντοτε αποφασιστικό για τη ζωή των ανθρώπων και ιδίως των πιστών. Πρέπει να είναι μία συνεχής ανάβλυση θείας χάριτος και θείας ζωής στον κόσμο, με τέτοιο τρόπο ώστε οι άνθρωποι κάθε τόπου και κάθε εποχής να μπορούν να διακρίνουν κάτω από τα ιστορικά σχήματα και τους ανθρώπινους τύπους την αιώνια και άμωμη ουσία της Εκκλησίας, όπως τη θέλησε, τη σχεδίασε και την πραγματοποίησε εν τω Χριστώ ο Θεός.
ΤΟΝ ΑΡΤΟΝ ΗΜΩΝ ΤΟΝ ΕΠΙΟΥΣΙΟΝ ΔΟΣ ΗΜΙΝ ΣΗΜΕΡΟΝ
Τα τρία πρώτα αιτήματα της Κυριακής Προσευχής αναφέρονται στο Θεό, στον αγιασμό του Ονόματός του, στην έλευση της βασιλείας του, στην πραγματοποίηση του θελήματός του. Τώρα όμως έρχεται η σειρά των αιτημάτων που αναφέρονται στον άνθρωπο, που έχουν σχέση με τις ανάγκες του ανθρώπου. Με αυτά ο Κύριος μας διδάσκει πώς να εκθέτουμε τις ανάγκες μας στον εν ουρανοίς Πατέρα μας με εμπιστοσύνη και υιική παρρησία. Ως γνωστόν, η πρώτη ανάγκη του ανθρώπου είναι ο «άρτος ο επιούσιος».
Όπως θα δούμε, η λέξη «άρτος» μπορεί να σημαίνει πολλά πράγματα. Αλλά η πρώτη και θεμελιώδης σημασία της λέξεως είναι σαφέστατη. Σημαίνει την τροφή μας και γενικώς όλα εκείνα τα υλικά πράγματα, που είναι απαραίτητα για τη ζωή μας.
Η στάση του χριστιανού απέναντι στα υλικά αγαθά πρέπει να είναι περίπου η ακόλουθη: Ο χριστιανός οφείλει να μη θεωρεί το χρήμα και γενικά τα αγαθά που μας προμηθεύει το χρήμα ως πράγματα που του ανήκουν δικαιωματικά ή που μπορεί να τα αποκτήσει απλώς με την ευφυΐα, την ικανότητα και την προσπάθειά του. Τα μέσα τα απαραίτητα για την υλική μας ζωή είναι και αυτά δώρα του Θεού, χάρη του Θεού. Εάν τα στερούμαστε, σημαίνει ότι ο Θεός το επιτρέπει, επειδή γνωρίζει καλύτερα από εμάς τις ανάγκες μας, όλες τις ανάγκες μας, όχι μόνο τις πρόσκαιρες και υλικές, αλλά και τις αιώνιες και πνευματικές. Εάν λοιπόν έχουμε οικονομική άνεση και όλα όσα η οικονομική άνεση μας προσφέρει, πρέπει να ευχαριστούμε και να δοξάζουμε το Θεό. Εάν πάλι δεν έχουμε, πρέπει μεν να τη ζητούμε από το Θεό, αλλά χωρίς να παύουμε να τον δοξάζουμε και να τον ευλογούμε. Γενικώς, όμως, ο χριστιανός δεν πρέπει να μεριμνά υπερβολικά για τα υλικά αγαθά. Ο Κύριος μας έδωσε ως παράδειγμα τα κρίνα του αγρού, τα οποία ούτε πλέκουν ούτε υφαίνουν και όμως είναι πολυτελέστερα ντυμένα από όλους τους βασιλείς της γης. Μας είπε επίσης ότι πρώτη και κύρια φροντίδα του χριστιανού πρέπει να είναι η ζήτηση της βασιλείας του Θεού και της δικαιοσύνης του και ότι όλα τα άλλα θα «προστεθούν», θα μας τα δώσει ο Θεός ως κάτι το επιπλέον.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι ο χριστιανός πρέπει να εγκαταλείψει την εργασία του, να αδιαφορήσει για την οικονομική του κατάσταση και να βασισθεί για τη ζωή του στη βοήθεια και τη συνδρομή των άλλων. Έκτος ορισμένων ειδικών εκκλησιαστικών κλήσεων, κάθε χριστιανός, όπως και κάθε άνθρωπος, είναι υποχρεωμένος να εργάζεται και να φροντίζει για την οικονομική του επάρκεια. Άλλωστε, το να εργάζεται κανείς και να λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα, για να εξασφαλίσει την υλική του ζωή, ιδίως όταν έχει οικονομικές υποχρεώσεις και ευθύνες, θεωρήθηκε από τους αποστολικούς χρόνους ως «αρετή», ως ένα καθήκον που απορρέει από τις θεμελιώδεις αρετές της φρονήσεως και της δικαιοσύνης. Αλλ’ ο χριστιανός οφείλει να μην αφήνει ποτέ να καταλάβει τη ψυχή του η αγωνία, που είναι σημείο απιστίας, ελλείψεως εμπιστοσύνης στη πατρική πρόνοια του Θεού. Εάν βρίσκεται σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, θα ικετεύσει το Θεό να έλθει σε βοήθειά του, να τον φωτίσει για να βρει την κατάλληλη λύση, το κατάλληλο φάρμακο κατά των δυσκολιών του.
Δεν επιτρέπεται επίσης να λησμονεί ο χριστιανός ότι ο άρτος που ζητεί από το Θεό δεν είναι μόνον ο άρτος ο δικός του, ο ατομικός του, αλλά είναι ο «άρτος ημών», ο άρτος ο δικός του, αλλά και άρτος των αδελφών του, και ότι κατά συνέπεια αυτός που έχει πρέπει να είναι διάκονος αυτών που δεν έχουν. Για τον χριστιανό η «κλάσις του άρτου» δεν έχει μόνον μυστηριακή σημασία είναι επίσης σύμβολο της κοινότητας των υλικών αγαθών. Τα υλικά αυτά αγαθά ο χριστιανός οφείλει να τα βλέπει ως δωρεές του Θεού, να έχει δε πάντοτε κατά νουν ότι, εφ’ όσον έλαβε, είναι υποχρεωμένος και να δίνει. Εννοείται ότι η ελεημοσύνη δεν μας απαλλάσσει με κανένα τρόπον από δύο καθήκοντα, που πηγάζουν από τον θεμελιώδη νόμο της δικαιοσύνης. Το πρώτο από τα καθήκοντα αυτά είναι να μη κερδίζουμε ή να μη προσπαθούμε να αυξήσουμε τη περιουσία μας με ανέντιμα μέσα, λ.χ. με την ανηθικότητα ή με την οικονομική εκμετάλλευση των άλλων. Το δεύτερο καθήκον είναι να εργαζόμαστε για την επικράτηση μιας κοινωνικής τάξεως η οποία θα εγγυάται σε όλους τουλάχιστον τα βασικά και απαραίτητα για τη ζωή και δεν θα επιτρέπει να εξαρτώνται οι μη έχοντες απλά από τη γενναιοδωρία των εχόντων. Φυσικά, και στη περίπτωση ακόμη που θα επικρατούσε το ιδεωδέστερο κοινωνικό καθεστώς ο χριστιανός θα είχε καθημερινά άπειρες ευκαιρίες για να ασκήσει και να αποδείξει εμπράκτως την αγάπη του προς τον «πλησίον», προς τον αδελφό. Δεν πρέπει τέλος να ξεχνά ο χριστιανός ότι η αληθινή αγάπη συνεπάγεται πάντοτε και ένα μικρό ή μεγάλο στοιχείο θυσίας. Αυτό σημαίνει ότι ο χριστιανός οφείλει να δίνει όχι μόνον από το περίσσευμά του, αλλά και από εκείνο που νομίζει ότι του είναι απαραίτητο.
Ο άρτος όμως που ζητούμε από τον «εν ουρανοίς» Πατέρα δεν είναι μόνον ο άρτος ο υλικός. Ο Κύριος μάς εξήγησε ότι «ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι εκπορευομένω διά στόματος Θεού». Υπό το πρίσμα αυτό η αίτησή μας προς τον Πατέρα αποκτά ευρύτερο περιεχόμενο. Δεν σημαίνει απλά: «δος μας τη τροφή μας και τα απαραίτητα μέσα για την υλική συντήρησή μας». Σημαίνει επίσης: «δος μας τον Λόγον σου, τα ρήματα που βγαίνουν από το στόμα σου. Βοήθησέ μας να ζήσουμε δι’ αυτών και σύμφωνα προς αυτά». Τί είναι όμως ο Λόγος του Θεού; Πρώτα, είναι η συλλογή των θείων και θεόπνευστων Γραφών. Ο Θεός μίλησε διά των προφητών και των ιστορικών της Παλαιάς Διαθήκης• μίλησε επίσης διά των Αποστόλων και των Ευαγγελιστών της Καινής. Τη φύλαξη και την αλάθητη ερμηνεία των ιερών αυτών Γραφών εμπιστεύθηκε ο Θεός στην Εκκλησία. Κάθε χριστιανός μπορεί και οφείλει να αναζητεί στην Αγία Γραφή, με τη βοήθεια του Αγίου Πνεύματος και με την καθοδήγηση της Εκκλησίας, τον πνευματικό άρτο του, την πνευματική του τροφή. Ο χριστιανός λοιπόν πρέπει όχι μόνον να «διαβάζει», αλλά κυριολεκτικά να «μελετά» την Αγία Γραφή. Να αναζητά καθημερινά στην Αγία Γραφή έστω ένα στίχο, έστω μία λέξη, που θα είναι γι’ αυτόν ένα πρόγραμμα, μία πηγή εμπνεύσεως, μία δύναμη ζωής. Το Ευαγγέλιο πρέπει να γίνει ο φωτισμός του, η παρηγοριά του, ο νόμος της ζωής του.
Ο ορθόδοξος χριστιανός θα αναζητήσει και θα βρει το Λόγο του Θεού στις προσευχές της θείας Λειτουργίας, στις ακολουθίας της Εκκλησίας και προπαντός στο μεγάλο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Θα τον αναζητήσει και θα τον βρει στους όρους των Οικουμενικών Συνόδων, στις αποφάνσεις των Τοπικών Συνόδων, στους λόγους και τα συγγράμματα των αγίων Πατέρων. Κατά τη χριστιανική αρχαιότητα τα έργα των Πατέρων ονομάζονταν και αυτά Γραφαί. Συχνά όμως συμβαίνει να ακούεται ο λόγος του Θεού και σε έργα και βιβλία ανθρώπων, που δεν έχουν άμεση σχέση με τήν «θεολογία». Ο χριστιανός θα τον αναζητήσει και εκεί. Όποιος ανήκει αληθινά στο Θεό μπορεί να διακρίνει και να αναγνωρίσει παντού και υπό οιασδήποτε συνθήκες ό,τι είναι εκ Θεού.
Τέλος, ο χριστιανός θα αναζητήσει το λόγο του Θεού στη συνείδησή του, στο «ταμιείον» της καρδιάς του. Ο Θεός μιλά στα βάθη της ψυχής μας, ιδίως στις δύσκολες στιγμές, στις κρίσιμες περιστάσεις. Αλλά για να τον ακούσουμε, πρέπει να συνηθίσουμε να εισερχόμαστε στο «ταμιείον» μας. Πρέπει, δηλαδή, να καλλιεργήσουμε τη πίστη μας, να αναπτύξουμε τη προσοχή μας, να κατασιγάσουμε το θόρυβο και τις φωνές της κοσμικής ζωής. Στην ησυχία αυτού του «ταμιείου» ο Θεός προφέρει τα μυστικά ρήματά του και τρέφει με αυτά τη ψυχή. Εκεί θα προσπαθήσει ο χριστιανός να διδαχτεί από το στόμα του Θεού τί πρέπει να κάνει, εκεί θα προσπαθήσει να γνωρίσει την καρδία του Θεού, και εκεί θα αρχίσει να ζει τη ζωή της στενής και εντελώς προσωπικής ενώσεως με τον Κύριο και Δεσπότη της ζωής του, το Χριστό.
Αλλ’ ο «άρτος» που κυρίως και πρωτίστως πρέπει να ζητάμε από το Θεό, με την Κυριακή Προσευχή, είναι ο «Άρτος ο ζων, ο εκ του ουρανού καταβάς», δηλαδή ο Ιησούς, ο Θεός Σωτήρας, ο Θεός που σώζει, ο Θεός που μας προσφέρει ως βρώση τη Σάρκα του και ως πόση το Αίμα του. Πράγματι, κατά την θεία Ευχαριστία ο Χριστός μας καλεί να «κοινωνήσωμεν», να συμμετάσχουμε, να λάβουμε το μερίδιό μας από τη θυσία που πρόσφερε για εμάς στο Σταύρο, να λάβουμε τη μερίδα μας από την προσφορά του Εαυτού του, που μας προσφέρει ο θυσιασθείς για εμάς Αμνός του Θεού. Με τη θεία Ευχαριστία γινόμαστε ένα πνεύμα, μία σάρκα με το Χριστό και με τους εν Χριστώ αδελφούς μας. Αν και είμαστε πολλοί, γινόμαστε με τον ένα Άρτο, ένα σώμα, μία καρδιά, μία ψυχή, ένας άνθρωπος. Ας προσευχόμαστε λοιπόν στον Πατέρα και ας του ζητούμε όχι μόνον να μάς δίνει τον Υιό του, αλλά και να μάς διδάσκει πώς να τον δεχόμαστε. Ας τον ικετεύουμε να μας φωτίζει όχι μόνον πόσο συχνά πρέπει να πληγιάζουμε στην αγία Τράπεζα, αλλά και πώς πρέπει να προετοιμαζόμαστε.
Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στα Δώρα, που προσφέρουμε στο Θεό κατά την Ευχαριστία, τα μεταβάλλει σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στις ψυχές μας, με τη Θεία Κοινωνίας, πρέπει να έχει ανάλογα αποτελέσματα: να παράγει καρπούς σωτηρίας, που θα ωφελήσουν όχι μόνον εμάς, αλλά και όλους όσοι έλθουν, με οποιονδήποτε τρόπο, σε επαφή με εμάς. Μετά τη Λειτουργία, ιδίως όταν έχουμε μεταλάβει του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου, ας μη σπεύδουμε να εγκαταλείψουμε το ναό· ας μη αρχίζουμε αμέσως τις συζητήσεις και ας μην ασχολόυμαστε αμέσως με τα γεγονότα της καθημερινής ζωής. Ας αφιερώσουμε λίγα λεπτά στη προσευχή και την περισυλλογή. Ας ευχαριστούμε το Θεό, που μας αξίωσε να μετέχουμε στη θ. Λειτουργία και να φάμε τον Άρτο της ζωής. Ας προσπαθούμε να εννοήσουμε την άπειρη αξία και ιερότητα των στιγμών, κατά τις οποίες ο θείος Ξένος βρίσκεται στη ψυχή μας, «πλήρης χάριτος και αληθείας»· και ας αφήνουμε την καρδιά μας να εφησυχάσει πάνω στη καρδιά του Χριστού. Μετά από αυτή τη συνάντηση θα είμαστε ασφαλώς άλλοι άνθρωποι, «άνθρωποι αλλαγμένοι». Θα ζούμε με τους άλλους ανθρώπους, αλλά θα αντιπροσωπεύουμε ένα άλλο κόσμο, μία νέα πραγματικότητα, θα είμαστε οι «μάρτυρες» και οι «απόστολοι» του σαρκωθέντος και ενανθρωπήσαντος Θεού. Με την αύξηση και την καρποφορία της αγάπης μας θα πρέπει να «μαρτυρούμε» ενώπιον των συνανθρώπων μας για το άρρητο μυστήριο, το μυστήριο της αγάπης, του ελεήμονος και φι¬λάνθρωπου Θεού, που γίνεται στον κόσμο και έγινε ήδη στη δική μας ψυχή.

Η κοινή προσευχή


ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ
Ήταν το βράδυ  του μεγάλου και Μυστικού Δείπνου και των κατά σάρκα Παθών του Κυρίου. Ενώ λοιπόν ετελείτο μεγαλοπρεπώς ή Ακολουθία των Παθών στην Μεγίστη Λαύρα κατά την συνήθεια, και ο Γρηγόριος συμμετείχε στην πανηγύρι και στους ύμνους μαζί με τους πρόκριτους των μοναχών, και συμπαραστεκόταν σ’ αυτούς, στολίζοντας, θα έλεγε κανείς, εκείνη την σύναξη με την παρουσία του. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά, μερικοί από τους συμπαριστάμενους σαν να λησμόνησαν τα τελούμενα, τις μεγάλες εκείνες και θαυμάσιες ωδές, καθώς και το σκοπό της συναθροίσεως, εκτράπηκαν σε μάταιες ομιλίες και μάλιστα πέρα από το μέτρο και υπερβολικά, αν μπορεί να μιλήσει κανείς για μέτρο σε τέτοια ζητήματα. Δυσανασχετεί γι’ αυτό ο άνθρωπος του Θεού, όπως είναι φυσικό· αλλά επειδή δεν θεωρούσε σωστό να παρατηρήσει σ’ εκείνους να σταματήσουν την ομιλία, αφού απομάκρυνε τον νου συγχρόνως και από εκείνους και από την υμνωδία, τον στρέφει προς τον εαυτό του, όπως συνήθιζε, και διά του εαυτού του προς το Θεό· και αμέσως τον περιλάμπει από πάνω θείο φως, και αφού φωτίσθηκαν από τις ακτίνες εκείνες οι οφθαλμοί τόσο του σώματος όσο και της ψυχής, βλέπει καθαρά σαν να είναι στο παρόν αυτό που επρόκειτο να συμβεί μετά πολλά χρόνια.
Φάνηκε δηλαδή ο τότε ηγούμενος της Λαύρας Μακάριος, που στεκόταν στα δεξιά του, να μη φέρει το συνηθισμένο σχήμα, αλλά έδειχνε να ανήκει στην τάξη των αρχιερέων. Αυτό εμείς το είδαμε έπειτα να εκπληρώνεται στην πράξη, μετά από έντεκα χρόνια, οπότε ο μακάριος αυτός μετά την ηγουμενία και προστασία της Λαύρας ανέβηκε στον αρχιερατικό θρόνο της Θεσσαλονίκης , κι εκεί μαζί με την εξουσία τελείωσε και τη ζωή.

Η καλλιέργεια της καρδιάς με τη νήψη και την προσευχή


Βασικός παράγοντας για την καλλιέργεια της καρδιάς και την άσκηση της προσευχής είναι η προσοχή. Για να στρέψει ο άνθρωπος τον νου στην καρδιά του και ακολούθως στον Θεό, χρειάζεται να ενεργοποιήσει ιδιαίτερα την προσοχή του. Με την προσοχή συγκεντρώνεται ο όλος άνθρωπος στην προσπάθεια να σταθεί στην παρουσία του Θεού και να εκπληρώσει τις εντολές Του.
Η προσπάθεια αυτή στην ασκητική παράδοση ονομάζεται νήψη ή τήρηση του νου. Η νήψη είναι απαραίτητη στην προσευχή για την εκπλήρωση της πρώτης και μεγάλης εντολής, της αγάπης προς τον Θεό. Ελέγχει κάθε κίνηση του νου και της καρδιάς, ώστε η στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό να είναι καθολική και σύμφωνη με το Πνεύμα Του. Ο Θεός είναι ζηλωτής και επιθυμεί ολόκληρη την καρδιά του ανθρώπου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός από την αρχή της ημέρας ρυθμίζει τη στάση του ενώπιον του Θεού. Τοποθετεί τον νου στην καρδιά του και διατηρεί τα νοήματα και τις αισθήσεις του στην παρουσία τού Κυρίου.
Οι «σκληροί λόγοι» των αγίων Γραφών προκαλούν στην καρδιά προφητικό «συσσεισμό». Όπως κατά την ήμερα της Πεντηκοστής έπνευσε πρώτα η βίαιη πνοή και ύστερα ξεχύθηκε το Άγιο Πνεύμα «επί πάσαν σάρκα», έτσι και τώρα ο πνευματικός συσσεισμός κάνει να αναφανεί η καινή καρδιά· όχι η λίθινη, αλλά η ευαίσθητη που είναι ικανή να προσλάβει το χάρισμα της Πεντηκοστής. Η καρδιά αυτή είναι τόσο πολύτιμη ενώπιον του Κυρίου, ώστε κάθε κραυγή ή επίκληση της συγκεντρώνει όλη την προσοχή Του και ελκύει τη χάρη Του.
Στην ίδια προοπτική εντάσσεται και η εκούσια άσκηση της αυτομεμψίας. Κρίνοντας αυστηρά τον εαυτό του ο άνθρωπος συντρίβεται και συνάγει όλο τον νου στην καρδιά. Τότε μπορεί να βοά «εν όλη καρδία» προς τον Θεό και να δέχεται από Αυτόν τη δικαίωση. Έτσι επιτελείται η νήψη και δυσχεραίνεται η διείσδυση του εχθρού με δόλιο τρόπο στην καρδιά του πιστού.
Η προσοχή του πιστού κατά την προσευχή, που ονομάζεται και ευκτική προσοχή, πρέπει να συνοδεύεται με αυτοπεριορισμό και υπομονή. Αυτά παρεμποδίζουν τη διάχυση του νου και τον διατηρούν απερίσπαστο στο έργο της προσευχής. Αλλά και η ίδια η προσευχή, όπως έχει διαμορφωθεί στην ορθόδοξη παράδοση ως μονολόγιστη επίκληση του Ονόματος του Κυρίου, συντελεί προς τον σκοπό αυτό: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με».
Στο πρώτο μέρος της ευχής αυτής περικλείεται ομολογία πίστεως στη θεότητα του Χριστού αλλά και σε όλη την Αγία Τριάδα. Στο δεύτερο μέρος, «ελέησόν με», γίνεται η εξομολόγηση του προσευχομένου· αναγνωρίζεται η πτώση (παγκόσμια και προσωπική), η αμαρτωλότητα και η ανάγκη για τη λύτρωση. Και τα δύο μέρη της ευχής, η ομολογία πίστεως και η μετάνοια του προσευχομένου, δίνουν πληρότητα και περιεχόμενο στην προσευχή.
Η μονολόγιστη αυτή προσευχή γίνεται κατ’ αρχάς προφορικά. Ακολούθως τελείται με τον νου και τελικά, με τη συνεργεία της χάριτος, ο νους κατεβαίνει στη βαθειά καρδιά του ανθρώπου. Για τον λόγο αυτό, η προσευχή αυτή ονομάζεται νοερά ή καρδιακή.
Με τη διαρκή επίκληση του Ονόματος του Χριστού και την προσήλωση του νου στις λέξεις της προσευχής καλλιεργείται μια μόνιμη ευχητική διάθεση. Έτσι η προσευχή γίνεται ο φυσικός τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, το ένδυμα της ψυχής του και η αυτενέργητη αντίδραση της καρδιάς του σε κάθε φαινόμενο του πνευματικού κόσμου. Η πνευματική αυτή κατάσταση έχει μεγάλη σπουδαιότητα κατά την ώρα του θανάτου. Η ασκητική εργασία της νοεράς προσευχής αποβαίνει εξάσκηση και προετοιμασία για το τέλος της επίγειας ζωής, ώστε η γέννηση του πιστού στην ουράνια ζωή να συντελεσθεί όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα και ακίνδυνα.
Η κάθοδος του νου στην καρδιά του ανθρώπου δεν πραγματοποιείται με τεχνητά μέσα, Όπως είναι η στάση του σώματος ή η ελεγχόμενη αναπνοή. Βέβαια και τα μέσα αυτά δεν είναι τελείως άχρηστα, αλλά μπορούν να χρησιμοποιούνται βοηθητικά κατά τα πρώτα στάδια της πνευματικής ζωής, πάντοτε με την επίβλεψη του πνευματικού οδηγού και την ταπεινή στάση του αρχάριου μαθητή. Ο κυριότερος παράγοντας για την κατάβαση τού νου και την ένωσή του με την καρδιά είναι η χάρη του Θεού.
Πολλές φορές επικρατεί σύγχυση και πλάνη μεταξύ των αμαθών ανθρώπων των ήμερων μας, που έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη της ευχής του Ιησού με τη γιόγκα του Βουδισμού, τον «υπερβατικό διαλογισμό» και τα όμοια απότοκα της Ανατολής. Η ομοιότητα όμως που υπάρχει ανάμεσά τους είναι εξωτερική και σε πολύ κατώτερο επίπεδο. Η ριζική διαφορά του Χριστιανισμού από τις άλλες δοξασίες έγκειται στο ότι η προσευχή του Ιησού είναι θεμελιωμένη στην Αποκάλυψη του Ζώντος και Προσωπικού Θεού της Αγίας Τριάδος. Στους άλλους δρόμους δεν είναι δυνατή η καλλιέργεια προσωπικής σχέσεως μεταξύ του Θεού και του προσευχομένου.
Στον ασκητισμό της μη χριστιανικής ανατολής προβάλλεται η άσκηση της νοεράς απεκδύσεως από κάθε σχετικό και παρερχόμενο, για να ταυτισθεί ο άνθρωπος με κάποιο απρόσωπο Απόλυτο, με το οποίο πιστεύεται ότι είναι του ιδίου γένους, αλλά υπέστη υποβάθμιση και φθορά με τον ερχομό του στην πολύμορφη και μεταβαλλόμενη ζωή του παρόντος αιώνος. Η άσκηση αυτή είναι εγωκεντρική και βασίζεται στη θέληση του ανθρώπου. Έχει χαρακτήρα περισσότερο διανοητικό και δεν συνδέεται καθόλου με την καρδιά. Στην ασκητική αυτή παράδοση ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιστρέψει στο ανώνυμο υπερπροσωπικό Απόλυτο και να ανακραθεί με αυτό. Επιθυμεί να σβήσει την ψυχή (atman) στον ανώνυμο ωκεανό του Υπερπροσωπικού Απολύτου.
Για να φθάσει στο τέλος αυτό, ο ασκητής των ανατολικών θρησκειών αγωνίζεται να απεκδυθεί κάθε πάθος και μορφή αστάθειας της παροδικής υπάρξεως και να βυ¬θισθεί σε κάποια αφηρημένη νοητή σφαίρα της καθαράς Υπάρξεως. Η άσκηση αυτή είναι αρνητική και απρόσωπη. Δεν έχει θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Η καρδιά δεν μετέχει. Πουθενά στις Ουπανισάδες δεν αναφέρεται η υπερηφάνεια ως εμπόδιο για την άσκηση ή η ταπείνωση ως αρετή. Η πρόοδος στη μορφή αυτή του ασκητισμού εξαρτάται από τη θέληση του ιδίου του ανθρώπου που την προκαθορίζει. Απουσιάζει επίσης η θετική διάσταση της ασκήσεως ως πρόσληψη υπερφυσικής ζωής, που έχει πηγή μόνο τον Θεό της αποκαλύψεως. Η τεχνική απέκδυση που εφαρμόζεται στον Βουδισμό, και στην πιο εξευγενισμένη εκδήλωσή του, δεν αποτελεί παρά μόνο το ασήμαντο ήμισυ της υποθέσεως. Υπάρχει ο κίνδυνος, όταν ο νους βρίσκεται γυμνός στον «γνόφο της απεκδύσεως», να στραφεί προς τον εαυτό του, να θαυμάσει το φωτεινό αλλά κτιστό του κάλλος και να «λατρεύσει τη κτίσει παρά τον κτίσαντα». Και τότε, κατά τον λύγο του Κυρίου, «γίνεται τα έσχατα του ανθρώπου… χείρονα των πρώτων».
Η θεωρία λοιπόν αυτή της Ανατολής δεν είναι θεωρία Θεού αλλά αυτοθεωρία ανθρώπου. Δεν ξεπερνά τα όρια του κτιστού ούτε εγγίζει το πρωταρχικό Είναι του Ζώντος Θεού της αποκαλύψεως. Μπορεί ενδεχομένως η άσκηση αυτή να επιφέρει κάποια ανάπαυση και να οξύνει τις ψυχικές και διανοητικές λειτουργίες του ανθρώπου, αλλά «το γεγεννημένον εκ της σαρκός σαρξ έστι» και «Θεώ αρέσαι ου δύναται».
Η πλέον αυθεντική απέκδυση του νου από κάθε εμπαθή προσκόλληση στα ορατά και παρερχόμενα στοιχεία αυτού του κόσμου κατορθώνεται με φυσιολογικό τρόπο στη ζέση της μετανοίας. Ο καρδιακός πόνος που γεννάται από τη χάρη της μετανοίας, όχι μόνο αποδε¬σμεύει τον νου από τα φθαρτά, αλλά και τον συνάπτει στα αόρατα και αιώνια. Δηλαδή, η απέκδυση είναι, όπως μόλις είπαμε, μόνο το ήμισυ της υποθέσεως και αφορά τον ανθρώπινο παράγοντα στο κτιστό επίπεδο της υπάρξεως. Στον Χριστιανισμό, όμως, υπάρχει και η επένδυση της ψυχής με τη συνακόλουθη χάρη του Θεού και είναι πλήρωμα ζωής αθανάτου.
Πολλοί θαυμάζουν τον Βούδα και τον παραβάλλουν με τον Χριστό. Λέγεται ότι ό Βούδας σπλαχνίσθηκε τήν ανθρώπινη δυστυχία και με ωραία λόγια δίδαξε τη δυνατότητα και τον τρόπο να αποσπάται ο άνθρωπος από τα παθήματα και να μην τα αισθάνεται. Ωστόσο, ο Μονογενής Υιός του Θεού, ο Χριστός, με τα Πάθη, τον Σταυρό, τον θάνατο και την Ανάστασή Του προσέλαβε τον πόνο εκούσια και αναμάρτητα και τον μετέβαλε σε μέσο εκφράσεως της τέλειας αγάπης Του. Με αυτήν θεράπευσε το πλάσμα Του από το μέγα τραύμα της προπατορικής αμαρτίας και το απεργάσθηκε «καινήν κτίσιν». Γι’ αυτό ο πόνος είναι τόσο πολύτιμος στην άσκηση της ευχής, και η παρουσία του είναι ένδειξη ότι ο ασκητής δεν είναι μακριά από την αληθινή και άγια οδό της αγάπης προς τον Θεό. Την αγάπη αυτή εκφράζει ο άνθρωπος με την προσευχή του.
Κατά συνέπεια, η προσευχή είναι θέμα αγάπης. Αν προσευχόμαστε, σημαίνει ότι αγαπάμε τον Θεό. Αν αγαπάμε τον Θεό, προσευχόμαστε. Το μέτρο της προσευχής φανερώνει το μέτρο της αγάπης που έχουμε για τον Θεό. Έτσι, ο άγιος Σιλουανός ταυτίζει τη μνήμη του Θεού με την προσευχή, ενώ οι άγιοι Πατέρες λένε ότι η λήθη του Θεού συνιστά το μεγαλύτερο πάθος. Όταν μας πολεμεί ένα πάθος, μπορούμε και εμείς να του αντιταχθούμε με το Όνομα του Θεού. Όσο πιο πολύ ταπεινώνουμε τον εαυτό μας και καλούμε τον Θεό σε βοήθεια μας, τόσο πιο δυνατοί γινόμαστε και νικούμε το πάθος. Όταν όμως λησμονούμε τον Θεό, ο εχθρός μας φονεύει ολοσχερώς. Γι’ αυτό και οι Πατέρες επισημαίνουν ότι η λήθη του Θεού είναι το μεγαλύτερο πάθος.
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 110-116)

άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος Εμείς Τον προδώσαμε, αλλά Εκείνος δεν μας απαρνήθηκε (1ο Μέρος)

Μολονότι τον προδώσαμε, δεν μας απαρνήθηκε, δεν μας ξέχασε, δεν μας άφησε αβοήθητους!
Τί ακριβώς πάθαμε μετά το προπατορικό αμάρτημα; Ποιό είναι, δηλαδή, το αποτέλεσμα της παρακοής των προπατόρων μας; Η φύση μας δεν άλλαξε. Τα μέρη και οι δυνάμεις της έμειναν όπως ήταν και πριν από την παράβαση, με τους ίδιους νόμους και τις ίδιες ανάγκες. Η προαίρεση μας, ωστόσο, η αυτοσυνειδησία μας, δεν ακολούθησε ελεύθερα την ίδια κατεύθυνση. Τα πάθη ανέτρεψαν την αρχική τάξη και την ομαλή αλληλεξάρτηση των μερών και των δυνάμεων της φύσεως μας, διατάραξαν την όλη ζωή και δραστηριότητα του ανθρώπου και γέννησαν μια ειδική κατηγορία επιβλαβών δυνάμεων. Τα πάθη, όπως έχω ξαναπεί, δεν είναι φυσικά. Έχουν, ωστόσο, τη δύναμη να ελέγχουν και να ρυθμίζουν όλες τις δυνάμεις μας όπως θέλουν. Αυτό, λοιπόν, έγινε.
xristos2
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο για να είναι ευτυχισμένος κοντά του, μόνο κοντά του, έχοντας ζωντανή σχέση και επικοινωνία μαζί Του. Γι’ αυτό και «φύσηξε στο πρόσωπο του πνοή ζωής» (Γεν. 2:7), του έδωσε δηλαδή το πνεύμα. Τα κύρια χαρακτηριστικά του πνεύματος είναι η αυτοσυνειδησία και η ελευθερία, ενώ οι κύριες εκδηλώσεις του είναι, πρώτον, η ομολογία του Θεού ως Δημιουργού, προνοητή και μισθαποδότη και, δεύτερον, ένα αίσθημα ολοκληρωτικής εξαρτήσεως από εκείνον. Το αίσθημα αυτό εκδηλώνεται με την αγαπητική πρόσβλεψη του Θεού, με τη σταθερή προσήλωση στο Θεό, με τον ευλαβικό φόβο του Θεού, με την εκτέλεση του θελήματος του Θεού, σύμφωνα με τα κελεύσματα της συνειδήσεως, και με την απάρνηση όλων των επίγειων για χάρη του Θεού.
Αυτοσυνειδησία και ελευθερία δόθηκαν με το πνεύμα στον άνθρωπο όχι για να ξιππαστεί και να ενεργεί αυθαίρετα, αλλά για να διαπιστώσει και να παραδεχτεί πως ό,τι έχει προέρχεται από το Θεό, κι έτσι, ζώντας σύμφωνα με τη φυσική τάξη που καθόρισε Εκείνος, να κατευθύνεται συνειδητά και ελεύθερα προς τον τελικό του σκοπό, την αιώνια ζωή μετά τον σωματικό θάνατο. Όταν το κάνει αυτό, μένει ενωμένος με το Θεό και Εκείνος μ’ αυτόν. Και όταν ο Θεός μένει ενωμένος μ’ έναν άνθρωπο, δίνει στο πνεύμα του τη δύναμη να ελέγχει και να κατευθύνει το σώμα και τη ψυχή, καθώς και τα εξωτερικά πράγματα. Αυτή ήταν η αρχική κατάσταση του ανθρώπου.
Το επιβεβαίωσε ο Κύριος με τον θείο λόγο του, προστάζοντας τους πρωτόπλαστους να γνωρίζουν ως Θεό εκείνον μόνο, να υπηρετούν εκείνον μόνο, να βαδίζουν σύμφωνα με το θέλημα εκείνου μόνο. Και για να μη βρεθούν σε αμηχανία ως προς τον τρόπο εκπληρώσεως του θείου θελήματος, τους έδωσε μια ασήμαντη εντολή: Να μη φάνε τον καρπό ενός δέντρου, του δέντρου της γνώσεως του καλού και του κακού, όπως το ονόμασε. Έτσι, λοιπόν, οι προπάτορές μας άρχισαν να ζουν ευφρόσυνα μέσα στον παράδεισο.

Αρχιμ. ΔημήτριοςΤζιαφάς Η θέωση ως σκοπός της ζωής του ανθρώπου (3ο Μέρος)

Σύμφωνα με την ανθρωπολογική διδασκαλία των πατέρων της Εκκλησίας περί της ψυχής και των παθών του ανθρώπου, η ψυχή χωρίζεται στο λογιστικό και το παθητικό μέρος. Το παθητικό πάλι περιέχει το θυμοειδές και το επιθυμητικό. Στο λογιστικό περιέχονται οι λογικές ενέργειες της ψυχής, δηλαδή οι λογισμοί, οι σκέψεις. Το θυμοειδές είναι τα θετικά ή τα αρνητικά συναισθήματα, η αγάπη, το μίσος. Το επιθυμητικό είναι οι καλές επιθυμίες των αρετών και οι κακές επιθυμίες των ηδονών και των απολαύσεων. Αν αυτά τα τρία μέρη της ψυχής, το λογιστικό, το θυμοειδές και το επιθυμητικό, δεν καθαρισθούν, είναι αδύνατον να δεχθεί ο άνθρωπος τη χάρη του Θεού, να θεωθεί. Το λογιστικό καθαρίζεται με τη νήψη, τη συνεχή τήρηση του νοός από τους λογισμούς, με την αποδίωξη των κακών και τη διατήρηση των καλών λογισμών. Το θυμοειδές καθαρίζεται δια της αγάπης, το δε επιθυμητικό δια της εγκρατείας.
ekklisaki2
Τρίτη προϋπόθεση της θεώσεως είναι η προσευχή, η συνεχής και αδιάλειπτος προσευχή, η θεία αυτή συμμαχία, κατά τον απόστολο Παύλο, για την αντιμετώπιση των δοκιμασιών και των αντιξοοτήτων της προσκαίρου και ματαίας ζωής. Πρότυπο προσευχής μας προσφέρει ο ίδιος γλυκύτατος Ναζωραίος Ιησούς με την παράδοση αφενός μεν της Κυριακής προσευχής του «Πάτερ ημών…» (Ματθ. 6,9-13) και με το παράδειγμα του αφετέρου στον κήπο της Γεσθημανή, μικρόν προ του πάθους. Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέγει ότι η προσευχή είναι «Θεού τυραννίς ευσεβής», δηλαδή ευσεβής τύραννος του Θεού. Δεν αφήνει τον άνθρωπο να εφησυχάζει, τον διατηρεί σε εγρήγορση διότι αποτελεί την αναπνοή της ψυχής. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος «καθώς το σώμα χρειάζεται αναγκαίως τον αέρα για να αναπνέει, έτσι και η ψυχή χρειάζεται την αδιάκοπον μνήμην του Θεού, ήγουν την προσευχή». Η προσευχή θαρροποιεί και ενισχύει τον άνθρωπο. Αδιαφιλονίκητη απόδειξη ο απόστολων των εθνών Παύλος, ο οποίος διέτρεξε όλο τον κόσμο και κήρυξε το ευαγγέλιο, φυλακίσθηκε, έκανε θαύματα, απέκτησε μαθητές, αποτέλεσε το στόμα του Χριστού στα έθνη, ανήλθε μέχρι τρίτου ουρανού. Κι όμως, δεν άντλησε δύναμη από όλα αυτά παρά από την προσευχή. «Επί τας προσευχάς έτρεχεν» για να στηριχθεί πνευματικά, γονάτιζε ενώπιον του Θεού για να παρακαλέσει για τον εαυτό του και τους άλλους, «κάμπτω τα γόνατα μου προς τον Πατέρα» (Εφ. 3,14), «ου παυόμεθα υπέρ υμών προσευχόμενοι» (Κολ. 1,9) αναφέρει χαρακτηριστικά. Η προσευχή ορίζει και διαμορφώνει όλη την πραγματικότητα της πνευματικότητος, περιέχει ασκητική μορφή προσπαθείας, σχετίζεται με «τη βία που αρπάζει τη βασιλεία του Θεού», βία επάνω στον άνθρωπο που τον ρίχνει στη γη σε κατάσταση προσκύνησης, βία επάνω στο Θεό ώστε να κλίνει στη γή και στον προσευχόμενο άνθρωπο. Ο χρυσούς τη γλώσσα, χρυσσούς και τη καρδία ιερός Χρυσόστομος λέγει χαρακτηριστικά περί των καρπών της προσευχής: «η προσευχή είναι λιμάνι για εκείνους που σαλεύουν στα κύματα, η ράβδος που στηρίζει εκείνους που κλονίζονται, ο θησαυρός των πτωχών και η ασφάλεια των πλουσίων, η θεραπεία των ασθενειών, η προφύλαξη της υγείας. Η προσευχή φυγαδεύει κάθε λύπη, είναι αιτία χαράς και αφορμή αγαλλίασης, είναι η μητέρα της ευσεβούς ζωής». Είναι σε τελική ανάλυση η προσευχή «ο φωτισμός της ψυχής, αληθινή επίγνωση του Θεού, ο οδηγός που φέρει τον άνθρωπο στον ουρανό και τη θέωση». Η ιερή αυτή επιστήμη και τέχνη της προσευχής αξιώνει τον άνθρωπο να λάβει εμπειρίες θείας χάριτος, να γεύεται την γλυκύτητα της κοινωνίας του Θεού και να ενώνεται μαζί Του κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, να γνωρίζει εκ πείρας το λόγο του προφητάνακτος και ψαλμωδού Δαβίδ: «γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος» (Ψαλτ. 33,9).

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ, Τι ευλογία Θεού είναι η νυκτερινή προσευχή! Επιστολή 17-11-1970


ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ  ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ, Τι ευλογία Θεού είναι η νυκτερινή προσευχή! Επιστολή 17-11-1970
Δημ. Γκαγκαστάθης Ιερεύς, 1902-1975
…Το κατά την επιθυμία μου ζητούμενον, παρά του Αγίου Γέροντος, ελήφθη το δέμα με τα ιερά, και σας ευχαριστώ πολύ…  Ένα σκέπτομαι και με κουράζει:  «Είμαι άξιος εγώ, ο τελευταίος και αμαρτωλός, να ενδυθώ ιερά ενός Αγίου ανθρώπου;»  Πολύ το σκέπτομαι, μήπως με γίνει η ευχή κατάρα.  Προσευχηθήτε, παρακαλώ, εις τον Άγιον Γέροντα, ίνα επιβλέψη και εις εμένα τον ανάξιον Λειτουργόν, και να μεσιτεύση εις τον Κύριον για να με συγχωρήση τας αμαρτίας μου, είτε εν λόγω και εν γνώσει, είτε εν αγνοία αμάρτησα, ως άνθρωπος…

        Προ ολίγων ημερών είχα γράμμα από την Ιεράν Μονήν Θαψανών Πάρου.  Μου γράφουν ότι κάνανε τα εγκαίνια του νέου Ναού του αγίου Νεκταρίου εις τας 11 Οκτωβρίου και από την χαράν του ο σεβαστός και άγιος Γέροντας, Φιλόθεος Ζερβάκος, λειτουργεί επί 8 ημέρας συνεχώς και με μεγάλη κατάνυξι…
        Η εγχείρησις ήταν μεγάλη και σοβαρή.  Πάντες οι γιατροί μου είχαν ξεγράψει από τον κατάλογον των ζώντων, αλλά δεν είχε υπογράψει ο Θεός.  Μου παρέτεινε την ζωήν, για να μετανοήσω και γίνω καλός άνθρωπος και ετοιμασθώ πιο καλύτερα…
        Ένα με στεναχωρεί μόνον, που δεν ημπορώ να σηκώνωμαι η ώρα δύο την νύκτα, για Σαρανταλείτουργον.  Προσεύχομαι νοερώς εις το κρεββάτι, αλλά αισθάνομαι ότι δεν είμαι ο ίδιος, διότι έχω χάσει το μεγαλύτερον δώρον του Θεού, την κατάνυξιν.  Τι ευλογία Θεού είναι η νυκτερινή προσευχή!...  Πιστεύω δε, ότι εις αυτό το ζήτημα θα με αναπληρώνετε και σας ευχαριστώ.
Μετά απείρων ευχών, ο αμαρτωλός και τελευταίος
 κληρικός της εποχής, μάλλον το σκύβαλον της γης
Δ. Γκαγκαστάθης Ιερεύς
ΠΑΠΑ-ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΚΑΓΚΑΣΤΑΘΗΣ 1902-1975 ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»
ΕΚΔΟΣΙΣ Γ΄ Κεφ. Γ΄ «Αλληλογραφία π. Δημητρίου με ιεράς Μονάς»
Πρόλογος:  Αρχιμ. Φιλόθεος Ζερβάκος
Επίλογος:  Αρχιμ. Αιμιλιανός Βαφείδης
Επιμέλεια:  Στυλιανός Ν. Κεμεντζετζίδης
ΨΗΦΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΤΑΝΥΞΙΣ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ 

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΙΕΡΕΜΙΑ, Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΟ EΓΚΥΚΛΙΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ

     

ΙΕΡΑ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ
ΓΟΡΤΥΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΕΩΣ
ΚΑΤΗΧΗΣΗ
   ΔΗΜΗΤΣΑΝΑ-ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΣ
Δημητσάνα - Μεγαλόπολη, Κυριακή 20 Ἰουλίου 2014
1. Σήμερα, ἀδελφοί μου χριστιανοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν μνήμη ἑνός μεγάλου προφήτου, τοῦ προφήτου Ἠλία τοῦ «Θεσβίτου». Λέγεται ἔτσι, γιατί καταγόταν ἀπό τήν Θεσβών τῆς Γιλεάδ, τῆς πέραν τοῦ Ἰορδάνου χώρας. Ὁ προφήτης αὐτός ἔμεινε ζωηρά χαραγμένος στήν καρδιά τοῦ λαοῦ, γι᾽ αὐτό καί στήν Παλαιά Διαθήκη ἔχουμε πέντε διηγήσεις1 γιά τόν προφήτη Ἠλία, οἱ ὁποῖες προέρχονται ἀπό τό στόμα τοῦ λαοῦ. Γι᾽ αὐτό καί οἱ πέντε αὐτές διηγήσεις δέν περιέχουν θεωρητική διδασκαλία, ἀλλά περιστατικά καί θαύματα ἀναφερόμενα στόν προφήτη. Ἀλλά καί τόν μεγαλύτερο ἔπαινο στόν προφήτη Ἠλία τόν Θεσβίτη τόν ἔκανε μετά ἀπό πολλά χρόνια πάλι ὁ λαός. Ὅταν, ἀγαπητοί μου, ὁ λαός τῆς Παλαιστίνης ἄκουε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό νά κηρύττει καί νά θαυματουργεῖ, ἔκπληκτοι γιά ὅσα ἄκουαν καί ἔβλεπαν, ἔλεγαν: Ποιός εἶναι αὐτός; Μήπως εἶναι ὁ Ἠλίας; (Βλ. Λουκ. 9,19).

Ἡ Μοναδικότητα τής Παραδόσεως τής Ὀρθοδοξίας (chan 7960909) Φώτης Κόντογλου





Φώτης Κόντογλου

Ἀπάντησις σὲ ἀρχιμανδρίτην τῶν Ἀθηνῶν

Ὑπάρχει φανερὴ ὑπερηφάνεια, ὑπάρχει καὶ κρυφὴ ὑπερηφάνεια.

Τὴν κρυφὴ ὑπερηφάνεια ἐννοεῖ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σῦρος, λέγοντας: «Ἡ ὑπερηφάνεια ἀναγκάζει ἐπινοεῖν καινοτομίας μὴ ἀνεχομένη τὸ ἀρχαῖον».

Αὐτὴ τὴν ὑποχθόνια ὑπερηφάνεια, ποὖναι κρυμμένη κάτω ἀπὸ τὴν ταπεινολογία καὶ τὴν ταπεινοφάνεια, ἔχουνε ὅσοι δὲν σέβουνται τὴν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας στὴ λατρεία καὶ στὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, καὶ θέλουνε νὰ εἰσάξουνε σ᾿ αὐτὴ κάποιους νέους τρόπους ποὺ εἶναι ὁλότελα ξένοι πρὸς τὴν οὐσία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ὄχι μοναχὰ ξένοι πρὸς τὸν πνευματικὸν χαρακτήρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλὰ ὁλότελα ἀντιορθόδοξοι.

Εἶδες τί λέγει ὁ ὅσιος Ἐφραὶμ γιὰ τὴν ὑπερηφάνεια ποὺ εἶναι ἡ αἰτία τῶν νεωτερισμῶν; Δὲν λέγει ἁπλῶς «κινεῖ» ἀλλὰ «ἀναγκάζει», βιάζει αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει τὴν ὑπερηφάνεια. Καὶ ἔπειτα λέγει «ἐπινοεῖν», νὰ ἐφεύρει, νὰ φτιάξει κάποια ψεύτικα πράγματα. Τὸ «ἐπινοεῖν» ἔχει μέσα του τὴν πονηρία. Καὶ παρακάτω λέγει ὁ ἅγιος: «μὴ ἀνεχομένη». Ἡ περιφάνεια, λέγει δὲν ἀνέχεται, δὲν χωνεύει, δὲν ὑποφέρει «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ «τὴν παράδοση», ἀλλὰ τὴν πολεμᾶ μὲ λύσσα. Πῶς νὰ τὴν ἀνεχθεῖ ἀφοῦ τὴ μποδίζει στοὺς νεωτερισμοὺς ποὺ ἐπιθυμᾶ νὰ ἐπιδίδεται. Ἡ ὑπερηφάνεια, λοιπόν, μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὸ ἔργον τῶν εὐσεβῶν ψυχῶν ποὺ μᾶς παραδώσανε τὸν ἐξωτερικὸ χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδοξίας μαζὶ μὲ τὸν ἐσωτερικό, γιὰ νὰ τὰ φυλάξουμε μὲ δέος καὶ μὲ ἀγάπη. Τὸ νὰ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια εἶναι φυσικὸ ἰδίωμά της. Ἀλλὰ τί μισεῖ; Μισεῖ «τὸ ἀρχαῖον», δηλαδὴ τὴν παράδοση. Μά, ἕνα πράγμα ποὺ τὸ μισεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, τὸ σατανικὸ αὐτὸ πάθος, θὰ πεῖ πὼς αὐτὸ ποὺ μισεῖ πρέπει νὰ εἶναι κάποιο πράγμα ἁγιασμένο, ἱερώτατο, ποὺ κάνει τὴ διαβολικὴ ὑπερηφάνεια νὰ φρυάξει καταπάνω του.

Λοιπόν, ἐκεῖνοι ποὺ κάνουνε τοὺς νεωτερισμοὺς ὁποὺ παραμορφώνουνε τὸν χαρακτῆρα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εἴτε στὴν ἐσωτερικὴ πνευματικὴ οὐσία της, εἴτε στὴν ἐξωτερικὴ μορφή της, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴν τελετουργία καὶ μὲ τὶς ἐκκλησιαστικὲς τέχνες, σπρώχνουνται σ᾿ αὐτὸ τὸ ἀνίερο ἔργο ἀπὸ τὸν σατανᾶ τῆς ὑπερηφάνειας καὶ τῆς ἀπιστίας. Ἀπ᾿ ἐναντίας, ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουνε μέσα τους τὴ βλογημένη ταπείνωση, νοιώθουνε τέτοια ἀγάπη πρὸς τὴν παράδοση, ποὺ ἡ χαρά τους εἶναι νὰ τῆς ὑποτάσσονται προθυμερά, ὅπως ὁ καλὸς δόκιμος ὑποτάσσεται στὸν πνευματικὸν πατέρα του, κι ὁ πόθος τους εἶναι νὰ συντηρηθεῖ αὐτὴ ἡ πολύτιμη κληρονομιὰ τῆς παράδοσης, κι ὄχι νὰ παραμορφωθεῖ καὶ νὰ καταστραφεῖ, ὅπως εὔχουνται οἱ ἀσεβεῖς νεωτεριστές.

Καὶ μὅλα ταῦτα, κάποιοι τέτοιοι νεωτεριστὲς παρουσιάζονται, οἱ ἀθεόφοβοι, σὰν ἀνακαινιστὲς τῆς ὀρθοδοξίας, καὶ γιορτάζουνε τὴ μεγάλη γιορτὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ εἶναι ἡ νίκη τῆς Ἐκκλησίας καταπάνω στοὺς ἴδιους αὐτοὺς νεωτεριστές. Ναί, γιορτάζουν μαζὶ μὲ κείνους ποὺ κρατοῦνε τὶς παραδόσεις σὰν ἀτίμητο θησαυρό.