Σεβασμιώτατε, άγιοι πατέρες, εντιμότατοι άρχοντες, αγαπητοί χριστιανοί, «Γέρων τις ἦν ἐν τῇ Λαύρα τῶν Πυργίων ὀνόματι Μυρογένης καί εἰς τοσαύτην ἤλασε σκληραγωγίαν, ὥστε αὐτόν ὑδρωπικόν γένεσθαι.
Ἔλεγε δέ συνεχῶς τοῖς παραβάλλουσιν αὐτῷ Γέρουσι πρός θεραπείαν: Εὔξασθε, Πατέρες, ἵνα μή ὑδρωπικός γένηται ὁ ἔσω ἄνθρωπος· ἐγώ γάρ ἐπί πολύ τῇ τοιαύτῃ ἐπιμεῖναι νόσῳ εὔχομαι τῷ Θεῷ.
Περί τούτου τοῦ ἀββά Μυρογένους ἀκούσας ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἱεροσολύμων Εὐστόχιος, ἠθέλησε πέμψαι αὐτῷ τάς χρείας. Ὁ δέ οὐδέποτε ἐδέξατο παρ’αὐτοῦ τίποτε· ἐδήλωσε δε αὐτῷ τούτο· Εὖξαι ὑπέρ ἐμοῦ, πάτερ, ἵνα τῆς αἰωνίου ρυσθῶ κολάσεως».[1]
Να το παραφράσουμε στα νέα ελληνικά:
«Ένας γέροντας που ονομαζόταν Μυρογένης και έμενε στη Λαύρα των Πυργίων[2] έφτασε σε τέτοιο σημείο σκληρής άσκησης, ώστε να γίνει υδρωπικός. Και έλεγε συνεχώς στους Γέροντες που πήγαιναν να τον περιποιηθούν: -Να προσεύχεσθε, Πατέρες να μην υδρωπιάσει ο μέσα άνθρωπος. Εγώ προσεύχομαι στον Θεό για να μείνω για πολύ καιρό σ’ αυτήν την αρρώστια.
Γι’ αυτόν τον αββά Μυρογένη όταν πληροφορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων Ευστόχιος (552-564)[3], θέλησε να του στείλει ό,τι του χρειάζεται. Εκείνος όμως ποτέ δε θέλησε απ’ αυτόν κάτι. Και του δήλωσε: -Προσευχήσου για μένα, πάτερ, να γλιτώσω από την αιώνια κόλαση».
Τί είναι η υδρωπικία;
Ο υδρωπικός πρήζεται ολόκληρος γιατί μαζεύεται υγρό σαν ορός σε κοιλότητες ή κοίλα όργανα του σώματος ή στους διάμεσους ιστούς, λόγω διαταραχής του μεταβολισμού.
Κάπως «άγρια» χριστιανοί μου μπήκαμε στο θέμα μας που είναι «η σταυροαναστάσιμη χαρά των θλίψεων και των ασθενειών». Θλίψεις έχουμε τόσες πολλές, και βάσανα και στενοχώριες, μια όμως από τις βαρύτερες είναι η ασθένεια.
Και ποιος από εμάς δεν πέρασε από τον σταυρό του σωματικού, πόνου, της σωματικής ασθένειας; Πόσες φορές δε βρέξαμε το προσκεφάλι μας με πικρά δάκρυα από πόνο ατιθάσευτο; Πόσες φορές πάλι δεν απελπιστήκαμε από μια σωματική βάσανο, ένα σωματικό κόμπλεξ, μια κατάσταση μειονεξίας;
Βαρύ σκοτάδι κάποτε καλύπτει την ψυχή –άγρα παρηγορίας ουδαμού, καμιὰ παρηγοριά, τίποτα.. Σαν η ψυχή να πνίγεται ως εις ύδατα. Η μια σκέψη φέρνει την άλλη πιο σκοτεινή, πιο βασανιστική. Είναι τότε βέβαια που και ο κοσμοκράτωρ Διάβολος, εκμεταλλεύεται τη σωματική μας κατάσταση, για να δημιουργήσει ασφυξία πνευματική στην καρδιά μας, στην ψυχή μας, να κάνει να ατονήσει η βούλησή μας και αν είναι δυνατό να μας πάρει –ανεπιστρεπτί- αιώνιους συγκάτοικους στα σκοτεινά του βάραθρα.
Αν σκεφτούμε κοσμικά ή θα απελπιστούμε, πράγμα όχι τόσο σπάνιο, ιδίως όταν έχουμε να κάνουμε με ανίατες ασθένειες, ή θα απωθήσουμε το γεγονός της ασθένειάς μας, της σωματικής μας μειονεξίας, ή της όποιας θλίψεως και βασάνου που μας πληγώνει, “αποκρύπτοντάς” το από τον εαυτό μας. Απωθήσουμε, σημαίνει θα σπρώξουμε στο βάθος, στα έσω, στην καρδιά, σ’ αυτό που στη γλώσσα της σύγχρονης ψυχολογίας του βάθους ονομάζεται ασυνείδητος χώρος της προσωπικότητας. Θέλουμε να ξεχάσουμε λοιπόν αυτό που μας απασχολεί. Όμως αυτό δεν “ξορκίζεται” εύκολα, γιατί εκεί στο βάθος, θα συνεχίσει να υπάρχει σαν ανεξόφλητος λογαριασμός. Μάλιστα, μερικές φορές εκεί που δεν το περιμένουμε, θα μας κάνει άνω-κάτω, γιατί όπως λέει και ο όσιος Νείλος ο Ασκητής, ή Νείλος Σιναΐτης, ή Νείλος Αγκύρας, (6ος αι) στον “Ασκητικό Λόγο” του, «τά λεληθότως ὑποστρεφόμενα πλέον ἁδρύνεται»[4] δηλ. αυτά που εσύ μ’ επιμέλεια αποκρύπτεις, πρόσεξε, γιατί μαίνονται εναντίον σου και ευκαιρίας δοθείσης θα γίνουν γνωστά και θα εκτεθείς.
Οι πατέρες μας ολόγιομοι από τη χάρη του Θεού, ήξεραν πολύ καλά αυτή την ιστορία με τις απωθήσεις, με τα “απωθημένα” που λέμε, γιατί –ιδίως οι ησυχαστές, οι ερημίτες, οι “νηπτικοί” λεγόμενοι – είχαν δουλέψει ειδικότερα πάνω στον εαυτό τους. Όλη αυτή την εσωτερική ακαθαρσία, είχαν φέρει στο Φως, το Φως του Χριστού και το φως του Χριστού στέκει μέσα τους, τους λούζει, τους θάλπει, τους παρηγορεί, γι’ αυτό και χαίρονται μέσα στις όποιες δυστυχίες τους, θλίψεις, στενοχώριες, βάσανα. Πέταξαν όλους αυτούς τους κακοήθεις εσωτερικούς βρώμικους όγκους, στα πόδια του Χριστού, και τώρα ζουν τη θεολογία δηλ. τη θεογνωσία. Γνωρίζουν και όχι μόνο· τρώνε και πίνουν το Χριστό κι Εκείνος τους αφθαρτίζει “θεοπρεπέστατα ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα.”[5] Αλγούν χαίροντες και χαίρουν αλγούντες. Αλγεινή χαρά, άγουσα προς τα δώματα του Δεσπότου Ιησού.
Γι’ αυτό “ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενεία τελειοῦται.”[6]
Όταν ασθενώ, τότε δυνατός είμαι. Ο αββάς Μυρογένης, δια της υπομονής στην υδρωπικία, κάνει το ύδωρ της ασθενείας, ύδωρ ζωής, μύρον νοητόν, όντως Μυρογένης αυτός.
Έτσι λοιπόν, οι ασθένειες και οι θλίψεις συντροφεύουν τους αγίους μας στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής τους.
Να ξεκινήσουμε από το δίκαιο Ιώβ. Έλαβε ο διάβολος εξουσία να τον περάσει από οποιαδήποτε δοκιμασία χωρίς όμως να του πάρει τη ζωή. Αν και ζωσμένον από πικρούς και θλιβερούς λογισμούς, τον πλησίαζαν οι φίλοι του και η ίδια η γυναίκα του για να τον απελπίσουν, να τον σπρώξουν στην αυτοκτονία, εκείνος –αν και χτυπήθηκε, είπαμε, με το δαιμόνιο της λύπης- δείχνοντας αφοσίωση στο Θεό, τελικά αποδεικνύεται παιδί Του. Φθάνει μέχρι σημείου να καταραστεί την ημέρα που γεννήθηκε –“ἀπόλοιτο ἡ ἡμέρα ἥ ἐγεννήθην”.[7]
Με φρικτές πληγές σε όλο του σώμα, εύγευστες στους σκύλους, πάνω στην κοπριά και στην απελπισία του ικετεύει τον Θεό. Να πούμε εδώ πως το σκαμνάκι πάνω στο οποίο κάθονται οι ησυχαστές και προσεύχονται για ώρες ολόκληρες, έχοντας το νου βυθισμένο στην καρδιά, επικαλούμενοι τον Κύριο και το έλεός Του –μια στάση τυφλού ζητιάνου[8]- συμβολίζει ακριβώς αυτή την κοπριά που επάνω της καθόταν ο Ιώβ.
Έχουμε συνηθίσει να θεωρούμε ως αγάπη του Θεού τα αγαθά της παρούσης ζωής: φήμη, δόξα, πλούτο, πτυχία, κοινωνικές σχέσεις άφθονες, σημαντικές γνωριμίες. Νομίζουμε ότι αυτά είναι τα «χάδια» του Θεού. Αν και δεν αποκλείεται κάπου μέσα σ’ αυτά ο Θεός να μας δείχνει κάποια «εύνοια», πάντως δεν μπορούμε επ’ ουδενί να δεχθούμε, ότι ένας πατέρας, από αγάπη καμιά φορά, ραπίζει το παιδί του. Δηλαδή με τα χείλη μας το δεχόμαστε πως έτσι είναι τα πράγματα, η καρδιά μας όμως -άρρωστη απ’ τα πάθη της- αντιδρά. Η καρδιά του αγίου όμως γλυκαίνεται, βλέπει την ασθένεια σαν παράθυρο απ’ όπου ατενίζει το αμήχανον κάλλος της αιωνιότητας του Χριστού που τον περιμένει. Ανυπομονεί μάλιστα να πεθάνει, όσο κι αν βαθιά μέσα του πιστεύει ότι δεν έχει ταπείνωση, δεν έβαλε αρχή μετανοίας[9]· πάλιν τότε η καρδιά παίρνει την πληροφορία “ὅτι ἡτοιμάσθη αὐτῇ τόπος ἀναπαύσεως.”[10] Από τη μια λοιπόν ο σταυρός της συνάντησης με τον Χριστό μας, από την άλλη η χαρά και η ανακούφιση στην πατρική αγκαλιά.
Δια της συνεχούς συνομιλίας του προς τον Θεό, της προσευχής δηλαδή, ο Ιώβ βγαίνει νικητής. Γιατί, δεν υπάρχει θλίψη που να είναι δυνατότερη από την προσευχή. Μόνο που χρειάζεται ιώβειο υπομονή και μια επιμονή μικρού παιδιού στην επίκληση του Χριστού μας, ένα άγιο πείσμα να είμαστε κολλημένοι πάνω Του, στη Χάρη Του.
Πρώτα βέβαια, ξαναείπαμε, θα δοκιμασθούμε στο σταυρό της υπομονής· «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».[11] Ειδικά η σωματική ασθένεια, όσον οδυνηρή κι αν είναι, θεωρείται επίσκεψη του Θεού· αντιθέτως ένας ψυχικός πειρασμός ο οποίος πολλές φορές ωθεί στην απελπισία, είναι θεία παραχώρηση για να ταπεινωθεί η καρδιά μας. Η υπερήφανη καρδιά πέφτει σε απελπισία, όταν φυσήξει ο άνεμος των πειρασμών. Αν απελπιζόμαστε λοιπόν λόγω των θλίψεων και των δοκιμασιών μας, είμαστε άρρωστοι από υπερηφάνεια, έχουμε αρρωστημένο και πληγωμένο εγωισμό. Και ο πληγωμένος εγωισμός –σύμφωνα μ’ έναν αγιορείτη χαριτωμένο πατέρα –«θέλει ντουφέκι, στήσιμο στα πέντε μέτρα».
Αξίζει τον κόπο να διαβάσουμε στα Ασκητικά του Αββά Ισαάκ του Σύρου (7ος αι.) τον 46ο Λόγο του “Περί διακρίσεως των πειρασμών”. Ο αββάς Ισαάκ τους ταξινομεί σοφότατα, μάλιστα σε βαθμό ακριβείας τέτοιο, που σε παροτρύνει «από τα είδη των πειρασμών σου, μάθε τις λεπτές σκέψεις της διάνοιάς σου» και «ανάλογα με τον τάδε ή το δείνα πειρασμό που έχεις, τόσο υπάρχει υπερηφάνεια μέσα σου».
Όταν ο ταπεινός άνθρωπος καταυγάζεται από την Άκτιστη Χάρη του Θεού, από το εράσμιον Φως του Χριστού, βλέπει τον πλησίον του αόμματο και τόσο πονάει, που θέλει με χαρά να βγάλει τα μάτια του για να του τα δώσει· τόση είναι η χαρά που νοιώθει.
Στο “Γεροντικό” αναφέρεται κάπου ότι από αγάπη σε κάποιον συνάνθρωπό του δαιμονισμένο, ένας ασκητής παρακάλεσε το Θεό να απαλλάξει από το δαιμόνιο τον ασθενή και να το πάρει αυτός. Ο Θεός τον άκουσε. Ο ασκητής μας, μέσα στον θείο και τεταπεινωμένο ενθουσιασμό του πολλαπλασίασε τους ασκητικούς του κόπους, μέχρις ότου απαλλάχτηκε κι ο ίδιος. Αυτή είναι η «κραταιά ὡς ὁ θάνατος ἀγάπη».[12]
Πόσο μικροί αισθανόμαστε εμείς, απέναντι σ’ αυτές τις καταστάσεις των θείων και υπερβατικών αλλοιώσεων! Πόσο απέχουμε εμείς –νεόκοποι χλιαροί «χριστιανοί» των έξωθεν καλών έργων και με απουσία εσωτερικής, μυστικής ζωής –από αυτά τα ζωντανά μυροδοχεία της Χάριτος! Καλούμαστε όμως να τους μιμηθούμε, γιατί η ζωή μας οφείλει να είναι μίμηση αγίων. Να παρακαλέσουμε να στείλει ο Θεός τη Χάρη Του, ώστε όπως εκείνοι δέχονταν τις ασθένειες ως ευεργεσίες, έτσι κι εμείς! Αν όχι , τουλάχιστον να μας δίδει υπομονή ή υπομονές κάποιες φορές.
Ο ασθενής –κατά φυσικό λόγο- προσεύχεται δυσκολότερα από τον υγιή· Και τούτο γιατί η αρρώστια επιδρά «στην κατάσταση του σώματος. Η οργανική ανωμαλία επιδρά και στην ψυχή και τότε γεννώνται εμπαθή νοήματα. Στη διάρκεια της αρρώστιας είμαστε πιο ευάλωτοι στον Διάβολο, η αντίστασή μας κατά του κακού μειώνεται. Όταν η αντίστασή μας μειώνεται, το πάθος, που διεγείρεται στη συνέχεια είναι η ακηδία. Και η ακηδία με τη σειρά της θα φέρει και θα γεννήσει κι άλλα πάθη»[13].
Η ακηδία είναι ένα πολύ δυσκαταγώνιστο πάθος, που επιτίθεται κυρίως στους μοναχούς, τις πρώτες μεσημβρινές ώρες –έπειτα από το γεύμα- νωρίς το απόγευμα δηλαδή· τη δράση της ακηδίας, περιγράφει με λεπτομέρεια ο καταπληκτικός ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής Ιωάννης ο Σιναΐτης ή ο της Κλίμακος, του 6ου αιώνος, στον 13ο Λόγο της «Κλίμακός» του.
Η ακηδία επιτίθεται και στους εν τω κόσμω χριστιανούς, υγιείς ή αρρώστους. Αισθανόμαστε βαριά και άτονα τα μέλη μας, ανορεξία πνευματική, λογισμό λύπης, νύστα, άλλους μελαγχολικούς λογισμούς αδυναμία να προσευχηθούμε· αν υποχωρήσουμε, μας καταλαμβάνουν οργή, θυμός, μνησικακία, πνεύμα ανυπακοής, αντίρρηση, τάση να κανονίζουμε τους γύρω μας, τάση για σύγκριση, απελπισία και –ο μη γένοιτο!- θανάσιμη πτώση. Ο θάνατος της ακηδίας είναι θερμή και διαρκής επίκληση του ονόματος του Ιησού. Ο λογισμός τονώνεται και ο ψυχοπνευματικός αλλά και σωματικός οργανισμός ανδρούται, γίνεται ανδρείος και αποφασιστικός.
Χρειάζεται πάση θυσία να πολεμήσουμε προς τα μανιασμένα κύματα , δίχως να μιλάμε με το μυαλό μας, όσο «ξύλο» -ας μας επιτραπεί- κι αν τρώμε απ’ αυτό. Καλύτερα υποταγμένοι στη σωματική ασθένεια, παρά υποταγμένοι στους ψυχαναγκασμούς των παθών. Οπλισμένοι με αγωνιστικό φρόνημα, να προτιμούμε να χάσουμε τη φωνή μας από τις εσωτερικές μας κραυγές προς τον Κύριο, να λυθεί η μέση μας από τον κόπο κατά το ψαλμικό, παρά να συγκατατεθούμε στο οποιοδήποτε πάθος. Μ’ ενθουσιασμό, αλλά κυρίως με τη Θεία Χάρη, ξεπερνούμε τους εαυτούς μας, καταισχύνονται οι δαίμονες και μας παρηγορούν οι άγγελοι. Κι όσες φορές κι αν πέφτουμε να σηκωνόμαστε· να μην απελπιζόμαστε –μας συμβουλεύει η ευσπλαχνία του Χριστού μας· όποτε αισθανόμαστε να μας κυριέυει η απελπισία, το πονηρό πνεύμα αγγίζει την καρδιά μας, και χρειάζεται έντονη αντίδραση διά συντόνου και εμπόνου προσευχής, γιατί «ὅς ἐάν ἐπικαλέσηται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου σωθήσεται»[14] .Και μη φοβάσαι: «ὁσάκις ἄν πέσῃς ἔγειραι καί σωθήσῃ»[15].
Πολλές φορές μια σωματική μειονεξία, δημιουργεί ένα κόμπλεξ. Το κόμπλεξ –σύμπλεγμα σημαίνει , πολύπλοκη κατάσταση, άλυτη ή δυσεπίλυτη- ένας κόμπος, ας πούμε. Τον κόμπο όσο τον αναλύουμε για να τον λύσουμε, τόσο περισσότερο μπερδεύεται: ακόμη κι αν προχωράμε στην ανάλυση, μας φαίνεται καλό χωρίς να είναι. Η αποκοπή είναι η μόνη ενδεδειγμένη λύση· κόψ’ τονε τον κόμπο, πέτα τον και προχώρα! Είναι βέβαια Χάρις αυτό, αλλά χρειάζεται και λίγη πρακτική σκέψη.
Θυμάμαι, σ’ ένα πνευματικό βιβλίο είχα διαβάσει σε μιαν ανάλυση περί του κόμπλεξ κατωτερότητας ότι είναι έτοιμο υλικό προς ταπείνωση. Τι εννοεί εδώ; Ας πούμε –λέει- ότι βρίσκεσαι σε μια αίθουσα που όλοι στέκουν όρθιοι κι εσύ είσαι κάτω από ένα τραπέζι σκυφτός· κάνεις να σηκωθείς και χτυπάς το κεφάλι σου στην επιφάνεια από κάτω. Αν προσπαθείς δι αυτού του τρόπου να σηκωθείς –με κατά μέτωπο επίθεση ας πούμε- πιθανόν να σπάσεις το κεφάλι σου και να χειροτερέψει η κατάσταση. Αν όμως καθίσεις όπως είσαι και ησυχάσεις , ηρεμήσεις μέσα σου και πεις: πρωτ’ απ’ όλα να’ ναι ευλογημένο έτσι όπως είμαι, κάτω απ’ το τραπέζι, θα αισθανθείς βολικά. Ακολούθως θα διαπιστώσεις ότι υπάρχουν έξοδοι διαφυγής απ’ τα πλάγια, ανάμεσα απ’ τα πόδια του τραπεζιού· βγαίνεις. Κατόπιν σηκώνεσαι όρθιος –αν και λίγο πιασμένος στην αρχή, έπειτα συνηθίζεις –κι έτσι , αισθάνεσαι σαν τους υπόλοιπους μέσα στην αίθουσα. Λίγο πιο μετά, ανεβαίνεις και πάνω στο τραπέζι και είσαι ψηλότερος απ’ όλους, χωρίς να ξεχνάς βέβαια ότι κάποτε ήσουν κάτω από το συγκεκριμένο τραπέζι. Κι’ ὄχι μόνο, ἀλλὰ καὶ ὅσοι εἶναι μέσα στὴν αἴθουσα σὲ βλέπουν ψηλότερό τους καὶ προσβλέπουν σὲ σένα. Βλέποντάς σε ψηλότερο ἀπὸ αὐτοὺς, τρέχουν νὰ τοὺς βοηθήσεις: γιατὶ ἐσὺ μπορεῖς σὰν πιὸ ψηλός. Έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε το «ἐδόθη μοι σκόλοψ τῇ σαρκί, ἄγγελος σατάν ἵνα με κολαφίζη ἵνα μή ὑπεραίρωμαι»[17] του αποστόλου Παύλου, αλλά και το «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία, ὑπερεπερίσσευσεν ἡ Χάρις»[18].
Εδώ λοιπόν έγινε πνευματική αφομοίωση του κόμπλεξ κατωτερότητος. Από αυτή την άποψη, είναι μια ευλογία λοιπόν, που οδηγεί στην ταπείνωση. Τα πράγματα όμως είναι πολύ δύσκολα, όταν έχουμε να κάνουμε με κόμπλεξ ανωτερότητας, το οποίο, βασίζεται,σε μία ή περισσότερες μειονεξίες.
Δύσκολα ταπεινώνεται αυτός ο άνθρωπος· χρειάζεται καύσωνας, λίβας και ξηρασία κι αίσθηση –σπανίως- ψυχικού πνιγμού, για να ταπεινωθεί μια τέτοια ψυχή.
Εμείς πάντως θα πούμε «να’ ναι ευλογημένες οι όποιες μειονεξίες μας» όσο βέβαια μας οδηγούν στο να κράζουμε το έλεος του Θεού! Όσο ζητούν δικαιολόγηση ή η έλλειψη ικανοποιήσεώς τους μας αφήνει μια γεύση απελπισίας, χρειάζεται εντονότερη κραυγή!
Να δούμε πως μιλάει για τον πνευματικό αγώνα στήθος προς στήθος με τον εαυτό μας και τα πάθη του που γυρεύουν ικανοποίηση, ο γέρων Ιωσήφ ο Σπηλαιώτης και ησυχαστής: «δεν πολεμούνται (τα πάθη) με γλυκά και λουκούμια αλλά με δακρύων οχετούς, με πόνον ψυχής εως θανάτου, με άκραν ταπείνωση και μεγίστην υπομονή. Να τρέχει αίμα από υπερκόπωσιν της ευχής. Να πέφτης εβδομάδες εξαντλημένος ως βαριά σθενής. Και να μη παραιτείσαι της μάχης, εως να νικηθούν και υποχωρήσουν οι δαίμονες. Οπότε λαμβάνεις ελευθερία παθών».[20]
Βλέπουμε εδώ ότι η δράση παθών δαιμόνων είναι ενιαία. Οι δαίμονες υποδαυλίζουν και συνδαυλίζουν τα πάθη, και τα πάθη διεγείρουν τους δαίμονες.
Η δραματική τροπή του αγώνα των ησυχαστών που ακούσαμε μόλις, δεν πρέπει να μας φοβίζει Όχι κατ’ απόλυτο βαθμό, αλλά αναλογικά μετέχουμε στον ίδιο αγώνα και εμείς, οι χριστιανοί των πόλεων, λαϊκοὶ καὶ κληρικοί.
Να δούμε λίγο τώρα πως ονομαστοί άγιοι της Εκκλησίας μας αντιμετώπισαν τις ασθένειές τους:
Γνωστές σε όλους μας οι εξορίες, οι διωγμοί, οι σωματικές θλίψεις και οι ταλαιπωρίες του αγίου Χρυσοστόμου. Έπασχε από δυσπεψίες και ταλαιπωρείτο από συχνές γαστρορραγίες. Ὅμως συνεχώς δόξαζε το Θεό «πάντων ἕνεκεν».
Όταν κατά τη διάρκεια της εξορίας του –βρισκόμαστε στον 4ο αιώνα- η διάκονός του και πνευματική θυγατέρα Ολυμπιάδα ασθένησε από κατάθλιψη –και με την ιατρική έννοια του όρου- την παρηγορούσε, απευθύνοντάς της εκείνης ἐκείνες τις εξαίσιες, μελίρρυτές του «προς Ολυμπιάδα» επιστολές, μαθαίνοντάς την να κάνει υπομονή σ’ ένα τόσο βαρύ σταυρό. Γιατί, ο σταυρός του ψυχικού μαρτυρίου είναι βαρύτερος από τον σωματικό σταυρό.
Λίγο νωρίτερα, ο Μ. Βασίλειος έπασχε από συχνές αιμοπτύσεις λόγω φυματιώσεως η οποία ταλαιπωρούσε τα πνευμόνια του. Δεν τον άφηναν οι αιμοπτύσεις, ούτε καν την ώρα του κηρύγματος. Παρότι –κατ’ άνθρωπον- δυσκολεύονταν, εν τούτοις δεν έπαυε –κατονομάζοντας την ασθένεια «σύντροφό» του –να βλέπει και να αισθάνεται τη θεραπευτική επέμβαση, το χέρι του Θεού στο γεγονός αυτό.
Στο βίο της οσίας μητέρας μας και διδασκάλου Συγκλητικής, που γράφτηκε ἀπὸ το Μεγάλο Αθανάσιο, η οποία έζησε τον 4ο αιώνα, διαβάζουμε πως από τις πολλές ασθένειες των σπλάχνων και του σώματος είχε γίνει ολόκληρη μια σάπια πληγή· αμέτρητες αιμοπτύσεις, καρκίνοι και μια μεγάλη γάγγραινα είχαν μετατρέψει την οσία γερόντισσα σε δύσοσμο καὶ φρικτὸ θέαμα· οι μοναχές που την διακονούσαν, έκαιγαν θυμίαμα για να αποδιώκεται η άσχημη οσμή. Η αγία δεν έπαυε να νουθετεί και να διδάσκει, αρπάζοντας ψυχές από τον διάβολο· το ανδρικό της φρόνημα εμψύχωσε πολλούς· όσο η ασθένεια έφθειρε το αισθητό σώμα, τόσο και η λαμπρότητα του πνεύματός της, της ψυχής της, στολισμένης από τον θείο της ταπεινοφροσύνης χρωστήρα, μετέβαινε από δόξα σε δόξα. Τέλος, τρεις μέρες προτού κοιμηθεῖ, πῆρε πληροφορία της αναχωρήσεώς της· πλησιάζοντας το τέλος της, ζούσε μέσα σὲ θεῖες καὶ ὑπεραισθητὲς ἐκστάσεις, οι οποίες της προσέφεραν ουράνια χαρά: άγγελοι, άγιες παρθένοι, όσιοι και μάρτυρες, λάμψεις Ακτίστου Θείου Φωτός, της χάριζαν ανέκφραστη ειρηνόδωρη ιλαρότητα και την προσκαλούσαν ν’ ανεβεί για να εορτάσουν[21].
Όλα αυτά μας αναφέρει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ο οποίος έζησε τον 18ο αιώνα (1749-1809), στο ψυχωφελές βιβλίο του «Νέον Εκλόγιον» την ανάγνωση του οποίου σας συνιστούμε.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος, του 6ου αιώνα, ο οποίος έζησε επί αυτοκράτορος Ιουστινιανού, σοφός και φωτισμένος από το Θεό, γράφει για κάποιον χριστιανό, ονόματι Σέρβουλο, που έζησε μεταξύ 550 και 600 μ.Χ. Ο Σέρβουλος ήταν πάμπτωχος. Ζούσε με πολλές στερήσεις και υπερβολικές δυσκολίες μέσα σε μια στοά. Από κάποια πολυχρόνια αρρώστια είχε παραλύσει ολόκληρος· δεν μπορούσε να κινήσει ούτε τα πόδια. Η σωματική του κατάσταση ήταν τραγική.
Η συμπαράσταση όμως των χριστιανών της εποχής του ήταν μεγάλη: δεν έπαυαν να τον πλένουν, να τον καθαρίζουν από τις πληγές και τα κόπρανα, να τον ταΐζουν, να τον αλλάζουν, να τον περιποιούνται, να του συμπαραστέκονται με πολλούς τρόπους.
Παρά την τραγική του κατάσταση, ήταν πλούσιος στις αρετές της αγογγύστου υπομονής, της δοξολογίας προς τον Θεό, της ευχαριστίας προς τους χριστιανούς για ότι του προσέφεραν (και για την πλέον μικρή εξυπηρέτηση ήταν με το «ευχαριστώ» στο στόμα), της μακροθυμίας, της αγάπης, της καλοσύνης, της πνευματικής ανδρείας, και ιδιαιτέρως πλούσιος στον λόγο του Θεού.
Γιατί; γιατί παρακαλούσε πάντοτε τους χριστιανούς να του διαβάζουν από τα τότε χειρόγραφα την Αγία Γραφή και να του διηγούνται τα μαρτύρια των πρώτων χριστιανών. Έτσι κι αυτός με τη σειρά του, απηύθυνε στους επισκέπτες του και σ’ αυτούς που τον περιποιούνταν λόγους παρακλητικούς, παρηγορητικούς, ενισχυτικούς, λόγους σωτήριους για την ψυχή. Κι έτσι, αντί να τον παρηγορούν, αναχωρούσαν όλοι τους ωφελημένοι.
Προσηύχετο πολύ ο Σέρβουλος και κοινωνούσε τακτικά των Αχράντων Μυστηρίων.
Κάποτε έφθασε ο καιρός ν’ ανταμειφθεί από την Ιώβειο υπομονή του στη βαριά αρρώστια του, τις σωματικές κακώσεις, τους πόνους, την κακοσμία του σώματος και των πληγών, τη θλίψη, τη φτώχεια... Κατά πρώτον σταμάτησαν όλοι οι πόνοι και ξαλάφρωσε όλο το σώμα του. Κατάλαβε ότι ήρθε η ώρα του... Παρακάλεσε τους παρευρισκομένους να γονατίσουν και να ψάλλουν ύμνους στον Θεό, αναμένοντας την ἔξοδο της ψυχής του από το βασανισμένο σώμα του.
Ξαφνικά πλημμύρισε η φτωχική καλύβα από ουράνιους ύμνους.... όλοι βουβάθηκαν... Σήκωσε τότε τα παράλυτα χέρια του, έκανε το σημείο του Σταυρού και τα σταύρωσε στο στήθος! ...ενώ συγχρόνως απελευθερωνόταν η ψυχή του από το σώμα.
Με την έξοδο της ψυχής, ο τόπος γέμισε από παράδοξη και γλυκύτατη ευωδία. Το πρόσωπο του Σέρβουλου έλαμψε σαν το φως.
Ένας μοναχός, που ήταν μάρτυρας όλων αυτών, διηγείτο κατόπιν στον άγιο Γρηγόριο με δάκρυα στα μάτια και γεμάτος συγκίνηση όταν ετάφη το σώμα του ευλογημένου εκείνου χριστιανού, του Σέρβουλου, ότι η ακατάληπτη και ουράνια εκείνη ευωδία δεν είχε φύγει...»[22].
Διαβάζοντας το βίο του αγίου Ιωάννου της Κρονστάνδης, ενός τύπου ακραίας αγιότητας θα λέγαμε, πληροφορούμαστε ότι κοιμήθηκε το 1908 από μια επώδυνη ασθένεια του ουροποιητικού συστήματος.
Τον άγιο Ιωάννη, συναντά σε νοητό πια «τόπο», χαριέστατος ο δικός μας γλυκύς υπέρ το νέκταρ άγιος Νεκτάριος, ο οποίος εκοιμήθη το 1920 στο Αρεταίειο νοσοκομείο Αθηνών, από καρκίνο του προστάτη· θαυματουργικά δε, ο άγιος θεραπεύει τον καρκίνο.
Αλλά και ονομαστοί γέροντες της εποχής μας όπως οι Πορφύριος Μπαϊρακτάρης, Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, και ο γέρων Παΐσιος ο αγιορείτης έζησαν με ισόβιο- σχεδόν- σύντροφο την ασθένεια.
Όταν ρωτήθηκε ο πατήρ Επιφάνιος γιατί οι δίκαιοι βασανίζονται σε τούτη τη ζωή ακόμα και με βαριές ασθένειες απάντησε:
Για να καθαρισθούν και από τα ελάχιστα ίχνη των παθών τους και για να πάρουν μεγαλύτερο στεφάνι στον ουρανό. Εξ’ άλλου, αφού στον Υιό Του τον αγαπητό επέτρεψε να υποφέρει και να πεθάνει επί του Σταυρού, τί να πούμε για τους ανθρώπους, οι οποίοι όσο άγιοι κι αν είναι, έχουν ρύπους και κηλίδες από τις αμαρτίες;[23]
Οι πόνοι του ήταν φρικτοί κατά το τέλος της επιγείου ζωής του. Γι’ αυτό είπε κάποτε: Αν νοιώθατε όπως εγώ τώρα έστω για 2΄, θα παρακαλούσατε τον Θεό να σας πάρει αμέσως! Και στρεφόμενος, προς τον Κύριο: «Πτωχός καί ἀλγῶν εἰμι ἐγώ· ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου»[24].
Οι άνθρωποι του Χριστού λοιπόν, αφομοίωναν πνευματικά το γεγονός της ασθένειας· την θεωρούσαν ευλογία, όπως και τους γιατρούς και τα φάρμακα.
Η 60η επιστολή του Γέροντα Ἰωσὴφ τοῦ Σπηλαιώτη και Ησυχαστή, μας δείχνει ότι η υπομονή του γέροντα σε πολλές κι επικίνδυνες ασθένειες του σώματος στάθηκε παροιμιώδης(;). Γράφει εκεί: «Ἐγώ ἠσθένησα βαρέως ἀπό ἕνα σπυρί εἰς τόν λαιμόν καί δέν τό ἐψήφισα· τό ἄφησα εἰς τόν Θεόν. Καί μέ ἔφερε παρ’ ὀλίγον εἰς θάνατον. Διότι ἐδηλητηριάσθη ὅλον τό ἀριστερόν μου μέρος τοῦ σώματος, καί ἤρχετο ὁ θάνατος. Ἄρχισα να παραμιλῶ, νά μήν τούς γνωρίζω τήν Συνοδείαν. Ἔκλαιαν ὅλοι, ἐφώναζαν νά φέρουν γιατρούς. Τους λυπήθην καί ἄφησα νά κάμουν τό θέλημά τους. Ἄρχισαν λοιπόν τάς ἐνέσεις, φάρμακα, ἱατρούς. Δύο γιατροί ἀπ’ ἔξω καί ὁ Ἀρτέμιος. Καί ἐπιτέλους μέ γύρισαν πίσω τοῦ Θεοῦ συνεργοῦντος. Πενήντα ἐνέσεις καί ἄλλες ἐπιπλέον δυναμωτικές χωριστά. Ἑπτά μαχαιριές εἰς ὅλον τόν μηρόν ἕως κάτω. Ἔτρεχαν βρύσις τά αἵματα. Ἕξη φορές ἀλλαγή τήν ἡμέραν. Πέντε μῆνες ἀκίνητος· μέ γύριζαν στό σεντόνι. Ξοδεύσαμε ὅλα τά βαμβάκια τῆς Δάφνης. Μεγάλη πληγή! Ἀπό τόν λαιμόν μέ τό φλυτζάνι ἔβγαζαν τήν ὕλη. Χωροῦσε ἕνα λεμόνι στήν τρύπα. Καί τώρα ἀκόμη πονάω εἰς ὅλον ἐκεῖνο τό μέρος. Ἦταν δοκιμασία μεγάλη. Πολύ εὐχαριστῶ τόν Θεόν, ὅτι ἔδειξεν εἰς ἐμέ τήν πολλήν Του ἀγάπην. Ἀς ἔχει δόξαν τό Θεῖον Του Ὄνομα.. τώρα εἶμαι καλά. Πατάω στά πόδια. Μέ τά ξὐλα περιπατῶ. Μαγειρεύω καί πάλιν ὅπως πρῶτα».
Αλλού (επιστολή 65) απευθύνεται σε μια πολύ λυπημένη –λόγω κάποιου δυστυχήματος- κυρία. Της εφιστά την προσοχή, να μην υπερβεί η λύπη της το επιτρεπτό όριο, επειδή μπορεί να της προκαλέσει απελπισία, απιστία, αθυμία, ασθένεια σωματική, όπως και παραφροσύνη, ενώ σε μέτριο βαθμό, μας ταπεινώνει.
Σε άλλο σημείο (επιστ. 81) θεολογεί: ....καί σήμερον ἦλθον γιατροί καί ἐνέσεις, ἀλλά ἡ χείρ Κυρίου ἐπάνω πάντων ἐστί. Σοῦ ἔγραψα ὅτι ἡ δύσπνοια εἶναι ἀπό τήν πάθησιν τῆς καρδίας ἀλλά κατά βάθος ἡ ἀλήθεια, εἶναι ἀπό τόν Θεόν.
Στην 49η επιστολή πάλι, μας δίνει τη σωστή θέση την οποία πρέπει να τηρούμε ως χριστιανοί απέναντι στις ασθένειες, τους γιατρούς και τα φάρμακα. Γράφει λοιπόν, ο γέροντας, σε πνευματικό του τέκνο το οποίο ασθενεί, από ψυχική νόσο μάλιστα:
«Θάρρος! Δεν είσαι μόνο εσύ. Κόσμος είναι πολύς. Εγώ, ήλθαν κοντά μου πολλοί και με νηστεία και προσευχή εθεραπεύθησαν. Τώρα όμως δεν με ακούει ο Κύριος, διά να μάθω και τα φάρμακα και τους γιατρούς. Να γίνω συγκαταβατικός εις τους άλλους. Εδιάβασα και του αγίου Νεκταρίου τες επιστολές[25] -εννοεί τις ΛΕ΄ ποιμαντικές επιστολές μάλλον, τις οποίες αξίζει να διαβάσουμε- και είδα πόσον προσείχε εις τους γιατρούς και τα φάρμακα ένας τόσον μεγάλος άγιος! Εγώ ο πτωχός ασκητής όλο εις την έρημον εγήρασα και ήθελα μόνον με την πίστιν να θεραπεύσω. Τώρα μανθάνω και εγώ ότι χρειάζονται και τα φάρμακα και η Χάρις. Λοιπόν τώρα θα λέγω κι εγώ ωσάν τον Άγιον: Κοίταξε να γίνεις καλά· να διορθώσεις τα νεύρα σου με ότι τρόπο ημπορείς, και θα εύρεις πάλιν την προσευχή σου και την ειρήνη. Φρόντισε να βοηθήσεις όσον ημπορείς τον εαυτό σου. Να επιβάλλεσαι εις την όρεξιν· να μην τρώγεις ότι είναι βλαπτικό για την υγεία σου. Τηγανητά, αλμυρά, σάλτσες, χοιρινό, κρέατα, ψάρια παστά, ποτά εν γένει· όλ’ αυτά να τα αποφεύγεις και θα σου λογισθεί ως νηστεία ενώπιον του Κυρίου. Και μη λέγης, παιδί μου, με τον λόγο σου, διατί το ένα και διατί το άλλο. Άβυσσος τα κρίματα του Θεού. Ας έχει δόξαν ο Κύριος που όλους μας αγαπά. Η αγάπη του, εις τας ασθενείας μας και θλίψεις γνωρίζεται ..Μη φοβείσαι τον πειρασμόν. Δοκιμασία είναι. Αφήνει ο Θεός όσον νομίζει και εις το τέλος η αγαθότης Του θα νικήσει. ....Μη φοβείσθε. Μόνον προσευχή, πίστις, θερμή και δάκρυα. Μόνον όταν αμαρτάνει κανείς, αυτός να φοβείται τον διάβολον. Τότε ημπορεί ο εχθρός να του κάμει κακόν, διότι αφήνει ο Κύριος»[26].
Αυτή είναι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, συνοπτικά η ορθόδοξη θεολογία περί ασθενειών και θλίψεων, από έναν κεχαριτωμένο άνθρωπο του Θεού, έναν πίδακα προσευχής, πνευματικό πατέρα και πάππο δεκάδων μονών στην Ελλάδα και το εξωτερικό.
Αξίζει να προσέξουμε σχετικώς με την αμαρτία ότι ο Κύριος όταν θεράπευε τους ασθενείς, πολλές φορές πρώτα έλεγε «ἀφέονταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου»[27] και ύστερα ο ασθενής θεραπευόταν, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο, ότι σημαντικότερη είναι η σωτηρία από την υγεία.
Στο βίο του οσίου Αρσενίου του Καππαδόκη, αναφέρεται η περίπτωση μιας ασεβούς γυναίκας η οποία προβλημάτιζε τον όσιο με την άσεμνη ένδυση και τον άσχημο τρόπο της μέσα στον ναό, παρ’ όλες τις επανειλημμένες συστάσεις του. Όταν ο όσιός μας πληροφορήθηκε άνωθεν κι έσωθεν ότι θα παρέμενε αμετανόητη, προσευχήθηκε στον Θεό να της στερήσει τα λογικά, όπερ και εγένετο! Η γυναίκα στεκόταν τώρα σε μιαν άκρη του ναού, μη ενοχλώντας κανέναν, ήσυχη και συνεχώς γελαστή. «Καλύτερα γελαστή και ολιγόμυαλη στον παράδεισο, παρά με την λογική σου και στην κόλαση»! δήλωνε εν άλλοις λόγοις ο άγιος Αρσένιος.[28]
«Σκανδαλιζόμαστε» ακούοντας ένα τέτοιο λόγο κι αυτό γιατί ξεχνάμε πως το ρολόι του Θεού είναι συντονισμένο όχι με το χρόνο αλλά με την αιωνιότητα. Ένα και δύο και τρία και εκατό και χίλια χρόνια διαιρούμενα ή συγκρινόμενα προς τὸ ἄπειρο της αιωνιότητας παύουν να υπάρχουν, μηδενίζονται. Γνωστό στα μαθηματικά πως το κλάσμα με παρονομαστή το άπειρο έχει αξία μηδενική οσονδήποτε μεγάλος και αν είναι ο αριθμητής του.
Άρα, αν αριθμητή βάλουμε όλα τα χρόνια των γενεών που πέρασαν μαζί με τα χρόνια των γενεών που θα έρθουν και παρονομαστή το άπειρο, την αιωνιότητα, το κλάσμα μηδενίζεται. Επομένως στην ουσία, έχουμε έρθει ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ στη γη και ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ φεύγουμε. Να μην εγκλωβίζεται λοιπόν ο νους μας στα φαινόμενα γιατί είναι παροδικά, παρ’ ὅλο που σαν άνθρωποι πονούμε και υποφέρουμε. Ως Ορθόδοξοι, στολίζουμε την αναμονή μέχρι τη δροσοβόλο εκδημία μας με τα άνθη της υπομονής μέσα στο εύκρατο της Μάνας Εκκλησίας μας κλίμα που μεταφέρει στην ΕΔΩ ΖΩΗ ΜΑΣ τον παράδεισο και την εὐλογία τοῦ Χριστοῦ.
Εκείνο δηλαδή που μετράει, είναι η πνευματική μας αρτίωση, ὁλοκλήρωση, ανεξάρτητα αν αυτό συνεπάγεται πολλές φορές ασθένειες και θλίψεις και πίκρες και βάσανα, τα οποία αγάπησαν και αγκάλιασαν οι άγιοι, έχοντας πνευματικώς την αίσθηση ότι αγκαλιάζουν το Εσταυρωμένο Σώμα του Κυρίου, και γι’ αυτό μέσα στὰ παθήματά τους, χαίρονταν. «Πᾶσαν χαράν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις», υπογραμμίζει ο άγιος Ιάκωβος ο Αδελφόθεος στην Καθολική του Επιστολή.[29]
Εμείς κρίνουμε κοσμικώς τα πράγματα, ο Θεός μας μεταχειρίζεται με γνώμονα την αιωνιότητα.
Μεγάλη ευλογία παίρνουν από τον Χριστό μας κι εκείνοι που διακονούν ασθενείς αδελφούς μας, εφ’ όσον δεν μπορούν να κάμουν αλλιώς, εις βάρος και του εκκλησιασμού τους και των πνευματικών τους καθηκόντων.
Ο πατήρ Ανανίας Κουστένης σ’ ένα του κήρυγμα λέει τα εξής παρηγορητικά: «...εκείνοι, οι οποίοι αγαπούν και φροντίζουν κι επισκέπτονται τους ελαχίστους αδελφούς του Ιησού μας, τότε φροντίζουν τον ίδιο τον Ιησού. Και κάποτε μιας ύπαρξις- ήταν Κυριακή και ήθελε να πάει στην Εκκλησία- αλλά ήταν ανάγκη να πάει να καθήσει μ’ έναν άρρωστο. Της είπε ο παπάς «Πήγαινε. Αφού ο Χριστός είπε ότι είναι και με τους αρρώστους. «Ἀσθενής ἤμην καί ἤλθετε πρός με»[30]. Και ‘κείνη πήγε με πίστη. Και κάποια στιγμή που ευχόταν, βλέπει πάνω στο μαξιλάρι του αρρώστου το Χριστό μας να κάθεται μαζί με τον άρρωστο. Να του κάνει παρέα, να τον φροντίζει και να τον θωπεύει στοργικότατα. Και τότε θυμήθηκε τα λόγια του Ευαγγελίου που της είπε ο παπάς: «Ἀσθενής ἤμην καί ἤλθετε πρός με». Μπορεί κανείς να πάει εκεί που είναι ανάγκη μεγάλη και να μείνει με τον άρρωστο και να είναι με τον άρρωστο και να είναι και με τον Χριστό μας.[31]
Άλλοτε βλέπουμε να στεκόμαστε στο ναό και το μυαλό τριγυρνάει. Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς θύμιαζε ένα άδειο στασίδι διότι έβλεπε πως η απούσα πιστή (σωματικώς), πνευματικώς βρισκόταν στο ναό, ενώ προσπέρασε μια άλλη μη θυμιάζοντάς την διότι το μυαλό της ήταν εκτός ναού. «Ὅπου γάρ ἐστίν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ καί ἡ καρδία ἡμῶν ἔσται»[32].
Η πνευματική κατάσταση κάποιου φαίνεται και από τη υπομονή που κάνει στο λόγο, στον ψυχρό, κακό λόγο του διπλανού του. Γνωστό το περιστατικό του Γεροντικού που κάποιος από την πολλήν υπομονή που έκανε στην άσχημη κουβέντα του πλησίον του, έφτυσε αίμα. Όταν δε ερωτήθηκε γιατί φτύνει αίμα, είπε: «Ήταν η κουβέντα κάποιου αδελφού».
Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, μας προτρέπει, πνευματικός στρατηγός εκείνος, να κάνουμε υπομονή. Γράφει κάπου (επιστ. 17) «Ὅλοι οἱ πειρασμοί και αἱ θλίψεις θέλουν ὑπομονήν, καί αὐτή εἶναι ἡ νίκη τους (ενν. η ήττα τους, τους νικούμε). Σημείωσον τά ὁνόματα τῶν ὑπομεινάντων ἕως θανάτου ἐν καιρῷ πειρασμοῦ, ὅπου γίνεται εἰς τό στόμα τό σάλιο τους αἷμα διά νά μήν ὁμιλήσουν. Αὐτούς νά τούς ἔχεις εἰς μεγάλην εὐλάβειαν καί νά τούς τιμᾶς ὡς Μάρτυρας, ὡς Ὁμολογητάς. Τοιούτους, εγώ ἀγαπῶ, τοιούτους φιλῶ, καί δι’ αὐτούς ὀφείλω νά χύνω κάθε ἡμέραν καί τήν τελευταίαν ρανίδα μου ἐν ἀγάπη Χριστοῦ. Καθότι τόν βλέπεις ὅτι ὑπομένων προτιμᾶ μυρίους θανάτους, πάρεξ νά βγάλει ἀπό τό στόμα του λόγον ψυχρόν καί, ὁπόταν τόν πνίγουν οἱ ἄνθρωποι, τόν πνίγει τό δίκαιον, τόν πνίγει καί ὁ ἔσωθεν λογισμός· καί αὐτός μαχόμενος ἀτονεῖ καί πίπτει ὡσεί νεκρός· καί ἔτι μάχεται νοερῶς μέ τόν πειρασμόν καί παίρνει ὅλα τά βάρη ἐπάνω του πονῶν καί στενάζων ὡς ἑπταικώς. Λοιπόν οὐδέν ἄλλον ἐπιθυμῶ καί τόσον πολύ ἀγαπῶ ὅσον νά ἀκούω ὅτι κάμνετε ὑπομονήν εἰς τούς πειρασμούς... Ἤθελα νά κάμω τρεῖς λόγους, ἤ καί βιβλία, ὅπου τό ἕνα νά περιέχει μόνον αὐτό: ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μηδέν· καί διαρκῶς νά φωνάζω ὅτι εἶμαι μηδέν. Τό ἄλλο νά γράφη: Ὅτι τά πάντα ἐν πᾶσι καί ἐπί πᾶσι εἶναι ὁ Θεός αὐτοδόξαστος... δέν χρήζει τῆς ἐργασίας τοῦ ἀνθρώπου, χαίρει ὅμως καί ἀγαπᾶ, ὅταν διά τήν ἀγάπην Του μαρτυροῦμεν καί πάσχωμεν, δι’ αὐτό καί μᾶς στεφανώνει ὡς ἀθλητάς, μᾶς χαρίζει πλουσίως τήν Χάριν Του, καί τρίτον: Ἔχε εἰς ὅλα (θλίψεις καί ἀσθένειες) ὑπομονήν ἕως θανάτου. Κι’ ἄν εἶσαι νέος, κι’ ἄν γήρασες, κι’ ἄν ἠγωνίσθης χρόνους πολλούς, ἐάν δέν κάμης ὑπομονήν, μέχρι νά βγῇ ἡ ψυχή σου, ὡς ράκος λογίζονται τά ἔργα σου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Λοιπόν γνῶθι σ’ αὐτόν ὅτι εἶσαι μηδέν. Αὐτή εἶναι ἡ ὕπαρξή σου· μηδέν. Ἡ καταγωγή σου εἶναι ὁ πηλός, καί ἡ ζωτική δύναμίς σου εἶναι ἡ πνοή τοῦ Θεοῦ. Ὅλα λοιπόν εἶναι τοῦ Θεοῦ. Γνῶθι σαὐτόν ὅτι εἶσαι μηδέν καί ἔχε ὑπομονήν εἰς τούς πειρασμούς, διά νά ἀπαλλαγῆς ἐξ’ αὐτῶν, καί νά γίνης θεός κατά χάριν· διότι εἶσαι ἡ πνοή, τό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ. Φώναζε λοιπόν συχνά τόν Πατέρα σου ὅπου τόν ἔχεις πάντα πλησίον σου καί δέν ἀπουσιάζει ποτέ. Εἶναι πλησιέστερος καί ἀπό τήν ροπήν τοῦ νοός σου εἶναι εἰς τήν πνοήν, εἰς τόν νοῦν, εἰς τόν λόγον σου. Θεός τό πᾶν περιέχει. Ἐν αὐτῷ ζῶμεν· εἰς τήν ἀγκάλην του βασταζόμεθα. Ἄθλιοι κι ἀνόητοι εἴμεθα. Ὁ Πατήρ σου εἶναι παρών· σέ βλέπει διαπαντός· ἐσύ διατί δέν τόν βλέπεις; Διατί ἁμαρτάνεις; Διατί παρακούεις; Διατί λυπείς τόν Ζωοδότην; Ἐνῶ Αὐτός σέ βλέπει, λυπεῖται καί παραβλέπει· διότι εἶσαι τυφλός. Παρακάλει Αὐτόν, ὑπομένων τούς πειρασμούς πού σοῦ στέλνει καί θά ἀνοίξουν τά μάτια σου νά ἰδῆς Αὐτόν, καί τότε μέ τόν Ἰώβ θά φωνάξεις: «Ἀκοήν ἤκουόν Σου τό πρότερον νυνί δέ ἑώρακά Σε καί ἐφαύλισα ἐμαυτόν, ἥγημαι δέ ἐμαυτόν γῆν καί σποδόν!
Πολλή προσοχή χρειάζεται –κυρίως στους μοναχούς, αλλά και σε εγγάμους και σε αγάμους κληρικούς, όπως και λαϊκούς, στην ειδική δύσκολη κατάσταση της στερήσεως της Χάριτος. Γίνονται πολλές παρερμηνείες. Τρέχουν σε ψυχιάτρους να βρουν παρηγοριά εκεί που δεν υπάρχει. Εδώ χρειάζεται πνευματικός με διάκριση και πείρα νοερών πολέμων και προσευχής. Πνευματικός που ξέρει από «ἀλλαγὲς καιροῦ» να το πούμε πιο απλά. Ο ίδιος πατέρας συμβουλεύει κάποιον που περνάει τη μεγάλη θλίψη αυτής της περιόδου: (επιστ. 22) «Εἶναι νόμος Θεοῦ ἀπαράβατος, μετά 3-4 καί σπάνιον 5 ἔτη νά ἀναχωρῇ ἡ χάρις, διά νά γυμνάσῃ τόν ἔχοντα· καί αὐτός -ἄν θελήσῃ νά τόν κάμῃ σοφόν. Μή λυπῆσαι λοιπόν, εἶναι κοινόν τό ποτήριον. Μελέτησον τόν Ἅγιον Ἀνδρέα –διά Χριστόν Σαλόν- νά ἱδῇς τί ἔλεγεν ὅταν ὁ Χριστός τοῦ ἔδιδε τό πικρόν. Αὐτό δι’ ὅλους μας εἶναι, εἰς ἑκάστου τό μέτρον. Λοιπόν ὑπόμεινον τήν ἅλυσον τοῦ Χριστοῦ σου. Κλεῖε το στόμα σφικτά καί λόγον μή βγάζης. Δίδε θάρρος τόν ἑαυτόν σου λέγων: Τί λυπεῖσαι ψυχή μου καί τί ἀθυμεῖς. Οὐδέν κακό σοι ἐγένετο. Ἔφυγεν ὁ Χριστός δι’ ὀλίγον, ἀλλά καί πάλιν θά ἔλθῃ. Βραδύνει ὀλίγον θέλων νά σέ διδάξῃ ὑπομονήν καί ταπείνωσιν. Οἱ ἅγιοι ὑπέμειναν τόσα· καί σύ ὀλίγον δέν ἡμπορεῖς νά ὑπομείνεις τήν οἰκονομία τῆς Χάριτος; Τοιαῦτα νά λέγῃς εἰς τήν ψυχήν σου καί νά μή ἀθυμῆς. Διότι οἱ πειρασμοί, αὐτή εἶναι ἡ χαρά τους· νά βλέπουν ὅτι λυπεῖσαι καί ἀθυμεῖς. Καί ὅταν ἔλθῃ ἡ χάρις καί φύγῃ καί πάλιν ἔρχεται καί φεύγει, τότε μανθάνεις τόν πόλεμον. Καί δέν σοῦ κάμνει ἐντύπωσιν ἀλλά χαίρων θά λέγῃς: Δοκίμασόν με Χριστέ μου καί πείρασόν με ὡς τό ἀργύριον. Τότε κάμνεις ρίζα βαθειά, ὅπως τά δένδρα.... καί μάρτυς μου ὁ Θεός ὅτι εἰς τούς μεγαλυτέρους μου πειρασμούς εὗρον τήν μεγαλυτέραν παράκλησιν».
Πού βρίσκεται λοιπόν ο θησαυρός μας; Αν ασθενήσουμε βαριά θα καταλάβουμε. Να δώσει ο Θεός νοιώσουμε ότι όπου «κλείνει μια πόρτα, ανοίγει ένα παράθυρο», να το πούμε κοσμικά. Έκλεισε μια πόρτα, σημαίνει μπήκε ένας φραγμός απ’ τον Θεό για να σταματήσει ακάθεκτα επερχόμενος πειρασμός. Ανοίγει ένα παράθυρο, για να πετάξει ο νους προς τον Κύριο. Και κωφός και τυφλός και ανάπηρος και ψυχοπαθής και καρκινοπαθής και αγρίως πολεμούμενος από τα πάθη σου να είσαι, ανοίγεται μπροστά σου ο κόσμος της προσευχής. Στην άλλη ζωή μας περιμένει η χαρά του Χριστού μας, η οποία αρχίζει από εδώ κιόλας· εκεί, αλλά κι από εδώ, ὅταν ζοῦμε μὲ τὸ Χριστό, αισθανόμαστε να έχουμε όλα τα μέλη μας, άρτιοι, ὁλοκληρωμένοι. Νους ολόφωτος και χαριτωμένος η ψυχή μας μέσα στο Φως του Χριστού, και καινούριο, άφθαρτο, λαμπρό σώμα, αναστημένο και χαρισμένο απ’ το Χριστό, ακέραιο, μας περιμένουν εκεί. Κι όσο περισσότερο υποφέραμε εδώ, από ασθένειες και κακουχίες, τόσο λαμπρότεροι κι εγγύτερα στο Χριστό εκεί. Εδώ οι «κατασκηνώσεις», εκεί τα μόνιμα. Να δώσει ο Θεός, να γραφτεί αυτό στην καρδιά, ΑΜΗΝ! ΓΕΝΟΙΤΟ!