Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

ΤΟ ΠΡΩΥΟΚΤΙΣΤΟ ΚΑΛΛΟΣ


ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΤΙΣΤΟΝ ΚΑΛΛΟΣ (β)

Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΡΩΠΟΥ 

Ἡ δημιουργία, ὅπως παρουσιάζεται μέσα ἀπό τίς «χρυσές» σελίδες τῆς θείας Γραφῆς, βαίνει ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα, ἀπό τά ἀτελῆ πρός τά τελειότερα. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔγινε αὐτός ὁ ὁρατός κόσμος, τό παγκαλέστατο βασίλειο[15], ἦρθε τελευταῖος «εἰς ὕπαρξιν» καί ὁ ταχθείς ὑπό Θεοῦ ἐπίγειος βασιλεύς καί ἐξουσιαστής, ὁ ἄνθρωπος. 

«Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»! [16]

Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι σύνδεσμος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου, μεικτός ὡς πρός τήν φύση του, αἰσθητός καί νοητός. «Διπλοῦν τοῦτο τό ζῶον, - θά σημειώσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος -, ὁ ἄνθρωπος λέγω..καί ἐν οὐρανῷ και ἐν γῇ συγγένειαν ἔχων· διά μέν γάρ τῆς νοητῆς οὐσίας, κοινωνεῖ ταῖς ἄνω δυνάμεσι, διά δε τῆς αἰσθητῆς τοῖς τῆς γῆς συνῆπται πράγμασι, σύνδεσμος τις ὤν ἀκριβής ἑκατέρας τῆς κτίσεως».[17]

Ὁ ἄνθρωπος «σύγκειται», ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ὡς γνωστόν.

Ὀλίγα θά σημειώσουμε περί τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία δημιούργησε τό ἐνεργειακό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἀναγνωστῶν. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πού ἐκφράζει τήν ὅλη Παράδοση, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη κατά τή φύση της στά σωματικά μάτια, λογική καί νοερή, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί παρέχει σ᾿ αὐτό ζωή καί αὔξηση και αἴσθηση καί γέννηση…αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή, δηλαδή ἐθελότρεπτη, γιατί εἶναι κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἔχει πάρει κατά φύση ἀπό τη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀπό τήν ὁποία πῆρε τό εἶναι καί τό κατά τή φύση της ἔτσι εἶναι». [18]

Καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μέ τά ἴδια περίπου λόγια θά ὁρίσει τήν ψυχή, λέγοντας ὅτι εἶναι «οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στό ὀργανικό και αἰσθητό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαιαι παραμένει τό σῶμα στή ζωή». [19]

Ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίες περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ πρώτη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, τοῦ Πλάτωνος, πού ὁδηγεῖ στόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων κλπ. και ὅπως γνωρίζουμε, τίς ἀπόψεις αὐτές τίς κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς[20]. Ἀντίκειται δε ἡ θεωρία αὐτή στη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ρητῶς λέγει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔγινε ἀπό τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο.

Ἡ δεύτερη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως τῆς ψυχῆς, τῆς μεταδόσεως μέσα ἀπό τήν συνάφεια τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα, ἡ ὁποία καί αὐτή δέν εἶναι ὀρθή, διότι, ἄν αὐτό συνέβαινε, τότε ἡ ψυχή θά ἦταν κατ᾿ ἀνάγκη σωματική καί σύνθετη, διαλυτή καί θνητή, ὅπως τό σῶμα. Ἡ τρίτη, ἡ ὁποία καί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται, «κτίζεται» ἄμεσα ἀπό τόν Θεό. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Γραφή λέγει χαρακτηριστικά τή φράση: «Ὁ πλάσας κατά μόνας τάς καρδίας αὐτῶν»[21], καί ἑννοεῖ, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ τήν κάθε ψυχή ξεχωριστά, ἰδιαίτερα, καί ὄχι ὅλες μαζί. Ὁ Θεός, ὅπως παρήγαγε τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι χάρισε «διά τοῦ ἐμφυσήματος» τήν ἀσώματη καί λογική ψυχή – ζωτική δύναμη.[22]

Ταυτόχρονη εἶναι ἡ δημιουργία ψυχῆς καί σώματος, ὅπως ἡ Πατερική μας Παράδοση στό σύνολό της τονίζει.[23] Εἶναι δέ ἀλήθεια ὅτι ἡ ψυχή ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνεργείας καί τό σῶμα τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνεται ἡ ἐν λόγῳ ἐνέργεια.

Ἡ ψυχή δέν εἶναι σέ κάποιο συγκεκριμένο μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι σκορπισμένη παντοῦ μέσα σέ αὐτό, καί ὅπως λέει ἕνα Πρωτοχριστιανικό Κείμενο τοῦ Β΄μ. Χ. αἰ., ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή, ἡ ψυχή «διά παντός ἐκκέχυται τοῦ σώματος». Δέν κρατεῖται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή κρατεῖ τό σῶμα. «Χωρεῖ ἡ ψυχή δι᾿ ὅλου τοῦ σώματος καί οὔκ ἔστι μέρος φωτιζόμενον ὑπ᾿ αὐτῆς, ἐν ᾧ μή ὅλη πάρεστι», ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Νύσσης, Γρηγόριος.

Ἡ ψυχή, ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν ἔχει τέλος καί εἶναι προορισμένη νά ζεῖ αἰωνίως, στό διηνεκές. Ἀναχωρεῖ προσωρινά ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, ἀλλά κατά την Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, πάλι θά ἑνωθεῖ μέ τό ἀναστημένο σῶμα (τό ὁποῖο θά ἔχει ἀποβάλει τή φθορά καί τή θνητότητα) καί θά «συνδιαιωνίσει τό σῶμα» ὅπως μποροῦμε νά ποῦμε, δηλ. θά ζήσει μαζί μέ αὐτό, εἴτε στήν Αἰώνια Μακαριότητα, εἴτε στήν Αἰώνια Κόλαση, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ἔζησε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή αὐτή. 

Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στό μεγάλο θέμα περί τῶν ἰδιοτήτων, τῶν μερῶν, τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (ὅπως λ. χ. περί τοῦ «νοῦ» πού εἶναι ὁ «ὀφθαλμός»» της) κλπ., ἀφοῦ τό θέμα πού ἐδῶ ἐξετάζουμε εἶναι γενικά περί ἀνθρώπου, μέσα στό πλαίσιο τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Πανσόφου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Θά προχωρήσουμε, γιά νά παρασχεθεῖ ἀπάντηση στό διατυπούμενο κατά καιρούς ἑρώτημα, τό γιατί τῆς δημιουργίας, ὅσον ἀφορᾶ στόν ἄνθρωπο, διότι γιά τήν ὅλη δημιουργία δέν διατυπώνεται τέτοιου εἶδους ἀπορία καί προβληματική. Πολλές φορές ἀκούγεται ἀπό τά χείλη τῶν ἀνθρώπων αὐτό τό ἐρώτημα, γιατί μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Κάποιες φορές βεβαίως, πίσω ἀπό τήν διατυπούμενη αὐτή ἀπορία ὑποκρίπτεται μιά ὄχι καί τόσο ἀγνή καί εὐγνώμων διάθεση πρός τόν Δημιουργό τοῦ παντός…

Ἀκοῦμε, μάλιστα, ἐνίοτε, κυρίως ἀπό ἀνθρώπους πονεμένους, στενάζοντας ὑπό τό βάρος τῶν ποικίλων θλίψεων, ἤ ὑπό τό ἔρεβος τῶν παθῶν νά ἀναφωνοῦν: «Γιατί, Θεέ μου, μέ ἔφερες στόν κόσμο αὐτόν; γιά νά ὑποφέρω καί νά βασανίζωμαι»; 

Ἡ Πατερική Θεολογία, μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ γιατί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκ τῶν μεγάλων Καππαδοκῶν Πατέρων, στόν περίφημο Κατηχητικό του λόγο, μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό κάποια ἀνάγκη ἤ ἔλλειψη, ἀλλά τόν ἔπλασε ἀπό μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά μή μένει ἀθέατο καί ἡ δόξα Του νά μή μένει ἄγνωστη! Δημιούργησε δηλαδή τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ν᾿ ἀπολαμβάνουν, λέγει, καί ἄλλα ὄντα τήν ἀγάπη Του καί νά μή μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ᾿ αὐτές καί νά τίς χαίρεται! 

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ἦταν ἀνάγκη, ὁ κατά φύσιν ἀγαθός Θεός καί Δημιουργός μας, πού εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό ἀγαθό, νά καθίσταται γνωστό καί πρός ἐμᾶς. «Ἔδει γάρ, ἔδει τόν τῶν ὅλων Δημιουργόν ἀγαθόν ὄντα κατά φύσιν, μᾶλλον δέ αὐτό τό ἀγαθόν τοῦθ᾿ ὅπερ ἐστί, καί πρός ἡμᾶς γινώσκεσθαι». [24]

Ἀνάλογα ἐκφράζονται καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κ.ἄ.

Πολύ θερμά καί μέ πνευματική τρυφερότητα ἐκφράζεται στίς «Ἐξομολογήσεις» του ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Ἱππῶνος: «Μᾶς ἔπλασες γιά Σένα καί οἱ καρδιές μας ἀδημονοῦν μέχρι ν᾿ ἀναπαυθοῦν σέ Σένα»!.. 

Βασιλεία Αἰώνια ἑτοίμασε γιά μᾶς ὁ Θεός! Εἶναι μικρό δῶρο αὐτό;

Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα θεωρεῖται στόν κόσμο μας τό γεγονός, νά ἀναλαμβάνει μέ εὐθύνη του ἕνας ἐπίγειος βασιλεύς ἤ μεγάλος κοσμικός ἄρχοντας τή ζωή κάποιου, νά τόν φροντίζει ἰσοβίως, νά τόν προορίζει γιά διάδοχό του, νά τοῦ ἔχει ἑτοιμάσει μιά τεράστια περιουσία, νά κατασκευάζει μιά πολυτελέστατη κατοικία ὥστε νά τόν καταστήσει ἐκεῖ μόνιμο κάτοικο καί κληρονόμο τῶν πολλῶν του ἀγαθῶν… 

Πόσο ἀνώτερο, ὅμως, εἶναι τό νά μᾶς φέρνει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, «ἐξ οὐκ ὄντων», ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν ἁπάντων καί νά μᾶς προορίζει γιά μιά Βασιλεία ἀδιάδοχη καί ἀτελείωτη, τῆς ὁποίας τά ἀγαθά δέν περιγράφονται καί δέν τά «χωρεῖ» ἀνθρώπινος νοῦς;

Ὁ ἄνθρω­πος, κα­τά τόν φω­στῆρα τῆς Δα­μα­σκοῦ, εἶναι σύν­δεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀο­ρά­του φύ­σε­ως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκο­νο­μού­με­νον καί ἀλλα­χοῦ με­θι­στά­με­νον καί πέ­ρας τοῦ μυ­στη­ρί­ου, τῇ πρός Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον»[25], δη­λα­δή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο δια­τρί­βει ἐδῶ στόν πα­ρό­ντα κό­σμο, ἀλλά ἔχει τήν προ­ο­πτι­κή τῆς μετα­στάσε­ως σέ ἕναν ἄλλο κό­σμο, καί τό τέ­λος αὐτοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου εἶναι ἡ θέ­ω­σή του μέ προσα­να­το­λι­σμόν τόν Θε­ό (βλ. θε­ο­κε­ντρι­κό­τη­τα). Καί θε­ώ­νε­ται, βέ­βαια, μέ τή με­το­χή του στήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τοῦ Θε­οῦ, στή Θεί­α λάμ­ψη, χω­ρίς νά με­τα­βαί­νει στήν ἀμέ­θε­κτη Θεί­α οὐσί­α: «Θε­ού­με­νον δέ τῇ με­τοχῇ τῆς θεί­ας ἐλλάμ­ψε­ως καί οὐκ εἰς τήν θεί­αν με­θι­στά­με­νον οὐσί­αν»[26].

Τόν 7ο αἰῶνα, ὁ Μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, ἅγιος Μάξιμος, θά συνοψίσει τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σε ἕνα ὑπέροχο χωρίο καί θά πεῖ ὅτι γι᾿ αὐτόν τόν λόγο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ὥστε νά γίνουμε θείας φύσεως κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς δικῆς Του ἀϊδιότητος καί νά ὁμοιάσουμε μέ Αὐτόν διά τῆς θεώσεως. 

«Ὁ Θεός εἰς τοῦτο ἡμᾶς καί πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, καί τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι· καί φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν, δι᾿ ἥν πᾶσα τε τῶν ὄντων ἡ σύστασις ἐστί καί ἡ διανομή· καί ἡ τῶν μή ὄντων παραγωγή καί γένεσις».[27]

ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΤΙΣΤΟΝ ΚΑΛΛΟΣ (γ)

«ΚΑΤ᾿ ΕΙΚΟΝΑ» ΚΑΙ «ΚΑΘ᾿ ΟΜΟΙΩΣΙΝ» ΘΕΟΥ.

Ἡ ὑψίστη καί μοναδική ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, πού τόν διακρίνει ἀπό κάθε ἄλλο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἔγκειται στήν «κατ᾿ εἰκόνα» καί «καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ πλάση του!

Αὐτό ἀποτελοῦσε τό με­γα­λύ­τε­ρο, ἀγα­θό, τό ὑψη­λό­τε­ρο καί πολυτιμό­τε­ρο στοι­χεῖο τῆς χα­ρι­τω­μέ­νης ζωῆς τοῦ προ­πτω­τι­κοῦ ἀνθρώπου στόν ἐπίγειο Παράδεισο! Ἡ παρ­ρη­σί­α τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θε­ό καί ἡ αἴσθη­ση τῆς συγ­γε­νεί­ας μα­ζί Του, προσδιορίζεται ἀπό αὐτό τό γεγονός καί αὐτό τό μοναδικό προνόμοιο τῆς εἰκόνας καί τῆς ὁμοιώσεως, ἀφοῦ ὁ ἄνθρω­πος πλά­σθη­κε «κατ᾿ εἰκόνα» Θε­οῦ, μέ προ­ο­ρι­σμό νά φθά­ση στό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», τε­λειού­με­νος στα­δια­κά. 

Θά ἀναφέρουμε λίγα καί βασικά ἐδῶ γιά τό θέμα τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα» καί τοῦ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», καθόσον ὁ ἀγαπητός ἀναγνώστης, ἄν θέλει μπορεῖ νά ἀνατρέξει στό θησαυρό τῆς Πατερικῆς θεολογίας καί ἐν γένει τοῦ κειμενικοῦ πλούτου τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά ἐνημερωθεῖ, ἀλλά ὑπάρχει καί ἀπό πλευρᾶς μας μιά εἰδική ἀνάλυση σέ κάποια μελέτη πού ἤδη κυκλοφορεῖται, σχετικά μέ τήν ὀρθόδοξη θεολογική ἀνθρωπολογία, μέ τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ποιά ἡ ἀξία του, σέ τί συνίσταται τό «κατ᾿ εἰκόνα» καί τό «καθ᾿ ὁμοίωσιν» καί ἄλλα σχετικά μέ τό ζήτημα αὐτό. 

Γενικά μποροῦμε νά παραπέμψουμε στόν ἅγιο Ἰω­άν­νη τόν Δα­μα­σκη­νό, ὁ ὁποῖος δι­δά­σκει ὅτι ἡ λο­γι­κή καί νο­ε­ρή ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που εἶναι αὐτό πού ἀπο­κα­λοῦμε Θεί­α εἰκό­να, διό­τι τό «κατ᾿ εἰκό­να» φα­νε­ρώ­νει τή νο­ε­ρή καί αὐτε­ξού­σια φύ­ση, ἐνῶ τό «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν», τήν κα­τά τό δυ­να­τόν ὁμοί­ω­ση στήν ἀρε­τή: «Τό μέν γάρ κατ᾿ εἰκό­να, τό νο­ε­ρόν δη­λοῖ καί τό αὐτε­ξού­σιον, τό δέ καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν τήν τῆς ἀρετῆς κα­τά τό δυ­να­τόν ὁμοί­ω­σιν»[28]. 

Κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή, ὅπως τόν ἑρμηνεύει ὁ καθηγητἠς Π. Χρήστου, ὑπάρχει διάκριση μεταξύ εἰκόνας καί ὁμοιώσεως. Ἡ εἰκόνα, ἀνήκει στήν κατηγορία τῆς φύσεως καί ὑφίσταται στό διάστημα μεταξύ «εἶναι» καί «εὖ εἶναι», ἐνῶ ἡ ὁμοίωση ἀνήκει στήν κατηγορία τοῦ προσώπου καί ἐπισημαίνει τήν τελείωση τοῦ ἀνθρώπου. Τό πρόσωπο, δέν εἶναι κάτι τό ἀποτελεσμένο, ἀλλά συγκροτεῖται ἔπειτα ἀπό ἀγῶνα πού ἀποβλέπει στήν ἐξύψωση τῆς φύσεως καί στήν ὑπέρβασή της. Τό κατ᾿ εἰκόνα, μέ ἄλλα λόγια τό χαρίζει ὁ Θεός στή φύση μας, ἀλλά τό καθ᾿ ὁμοίωσιν πρέπει νά τό ἐργαστοῦμε ὡς πρόσωπα, συνεργαζόμενοι μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ.

Στά θαυμάσια Κεφάλαια περί Ἀγάπης, διαβάζουμε μεταξύ ἄλλων τά ἑξῆς: «Ὁ Θεός, φέροντας σέ ὕπαρξη τή νοερή καί λογική οὐσία, κοινοποίησε σ᾿ αὐτήν ἀπό ἄκρα ἀγαθότητα τέσσερα ἀπό τά θεῖα ἰδιώματα, ὡς συνεκτικά, φρουρητικά καί διασωστικά τῶν ὄντων: τό ὄν, τό ἀεί ὄν, τήν ἀγαθότητα καί τή σοφία. Προσέφερε τά δύο ἀπό αὐτά, τό ὄν καί τό ἀεί ὄν στήν οὐσία, τά δέ ἄλλα δύο στή γνωμική ἐπιτηδειότητα (την ἐλευθερία τῆς προαιρέσεως). Ἔτσι, θά κατόρθωνε καί ἡ κτίση να γίνει κατά μετουσία, ὅ,τι εἶναι ὁ Θεός κατ᾿ οὐσία. Γιά τό λόγο αὐτό λέγεται ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔγινε κατ᾿ εἰκόνα καί ὁμοίωση Θεοῦ. Κατ᾿ εἰκόνα μέν «ὡς ὄν ὄντος, καί ὡς ἀεί ὄν, ἀεί ὄντος». Καθ᾿ ὁμοίωση δέ, ὡς ἀγαθός ἀγαθοῦ καί ὡς σοφός σοφοῦ, τοῦ «κατά φύσιν ὁ κατά χάριν». Καί κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ εἶναι κάθε λογική φύση, καθ᾿ ὁμοίωση ὅμως μόνο οἱ ἀγαθοί και σοφοί». [29] 

Ὡστό­σο, οἱ Θε­ο­λό­γοι γνω­ρί­ζουν ὅτι ὑπάρ­χει μί­α ποι­κι­λί­α ὁρι­σμῶν καί ἑρμη­νειῶν πε­ρί τοῦ «κατ᾿ εἰκό­να» καί «καθ᾿ ὁμοί­ω­σιν» ἀπό πλευρᾶς τῶν Πα­τέ­ρων καί ἑρμη­νευτῶν. Ἔτσι, λ.χ. «ὁ ἱε­ρός Χρυ­σό­στο­μος, μα­ζί μέ τόν Μ. Βα­σί­λειο καί τόν Γρη­γό­ριο Νύσ­σης, ὡς κατ᾿ εἰκό­να ἐκλαμβά­νει τό λο­γι­κόν ἤ νο­ε­ρόν»[30]. Ἄλλο­τε, τό «κατ᾿ εἰκό­να» ἀνα­φέ­ρε­ται στήν ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που, στό «νο­ε­ρόν αὐτοῦ», ἄλλο­τε στό «βα­σι­λι­κόν» ἀξί­ω­μα καί τό αὐτε­ξού­σιον, ἄλλο­τε πά­λι καί στό σῶμα, στόν ὅλο ἄνθρω­πο, ἀφοῦ καί τό σῶμα «συμ­με­τεῖχεν εἰς τήν εἰκό­να», εἶχε δη­μιουρ­γη­θεῖ «κατ᾿ εἰκό­να» τοῦ Θεί­ου Ἀρχε­τύ­που, Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ. 

Ἦταν, λοι­πόν, με­γά­λη ἡ ἀξί­α πού ἔλα­βε ὁ ἄνθρω­πος ἀπό τόν Θεῖο Δη­μιουρ­γό Του, ὁ Ὁποῖος τόν ἐτί­μη­σε μέ τήν εἰκό­να Του καί μέ τή δυ­νατότη­τα τῆς ἐν Χά­ρι­τι ὁμοιώ­σε­ως μέ Αὐτόν. Σχετικά μέ τό δῶρο τοῦ «κατ᾿ εἰκόνα», θά παραθέσουμε καί ἕνα χωρίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, στό ὁποῖο ὁ μέγας Θεολόγος τοῦ 14ου αἰῶνος διδάσκει ὅτι μόνος ὁ ἄνθρωπος ἀπό ὅλη τήν κτίση εἶναι πλασμένος κατ᾿ εἰκόνα τοῦ θείου πλάστου καί Δημιουργοῦ. Αὐτό ἔγινε, ὥστε ὁ ἄνθρωπος νά βλέπει τόν Θεό, Αὐτόν νά ἀγαπᾶ, Αὐτοῦ καί μόνο νά εἶναι μύστης καί προσκυνητής καί μέ τήν πρός τόν Θεό πίστη καί νεύση καί διάθεση νά διατηρεῖ αὐτό το κάλλος Του. Ὅλα τά ἄλλα, ὅσα ἔχει ἡ γῆ καί ὁ οὐρανός (αἰσθητά), ὁ ἄνθρωπος νά τά θεωρεῖ κατώτερα ἀπό τόν ἑαυτό του καί ὁλότελα στερημένα νοῦ. «Μόνος γάρ ἁπάντων ἐπιγείων τε καί οὐρανίων ἐκτίσθη κατ᾿ εἰκόνα τοῦ πλάσαντος, ὡς πρός ἐκεῖνον ὁρῲη καί αὐτόν ἀγαπῲη, κἀκείνου μόνου μύστης καί προσκυνητής εἴη∙ καί τῇ πρός αὐτόν πίστει καί νεύσει καί διαθέσει, τήν οἰκείαν καλλονήν συντηρείη. Πάντα δέ τ᾿ ἄλλα, ὅσα γῆ καί οὐρανός ὅδε φέρει, κατώτερα ἑαυτοῦ εἰδείη καί νοῦ παντάπασιν ἄμοιρα »[31]. 


--------------------------------------------------------------------------------
[1]MPG. 26, 596

[2] Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Β΄, σελ. 185.

[3] Ὁ Πλάτων, ὡς γνωστόν, θεωροῦσε τόν Θεό ὡς διακοσμητή τοῦ σύμπαντος καί ὄχι δημιουργό. Οἱ φιλόσοφοι θεωροῦν ὡς δημιουργία ὅ,τι παράγεται ἤ πολλαπλασιάζεται, ἤ μεταπλάσσεται, προέρχεται ἀπό τήν οὐσία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὑλικοῦ ἤ πνευματικοῦ. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ Γ΄σελ 155. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῶν φιλοσόφων, τό νά θεωροῦν τόν Θεό, δημιουργό τῶν ποιοτήτων, ἐνῶ ἐμεῖς τόν πιστεύουμε ὀρθῶς ὡς δημιουργό τῶν οὐσιῶν. Βλ. Κεφάλαια Περί ἀγάπης, MPG. 90, 1049A καί 1025Β.

[4] Κατά Μανιχαίων διάλογος, MPG. 94, 1512B.

[5] Εἰς τήν Ἑξαήμερον, MPG. 29, 12B: «Συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν αὐτῷ ζώοις τε καί φυτοῖς ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεί καί παραρρέουσα καί οὐδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου».

[6] Βλ. Ν. Ματσούκα Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ. Γ΄, σελ. 105.

[7] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων : «Οἱ τῶν ὄντων λόγοι προκαταρτισθέντες τῶν αἰώνων Θεῷ, καθώς οἶδεν αὐτός, ἀόρατοι ὄντες, οὕς καί ἀγαθά θελήματα καλεῖν τοῖς θείοις ἔθος ἐστίν ἀνδράσιν». MPG. 90, 293 D -296A.

[8] Περί διαφόρων ἀποριῶν, MPG. 91, 1080A.

[9] Ν. Ματσούκα, Δογματική, τόμ. Γ΄, σελ. 164

[10] Βλ. Ἐβρ. 1, 2. : «Δι᾿ οὗ καί ἐποίησε τούς αἰῶνας». Αἰῶνες στήν κτιστή πραγματικότητα εἶναι ἡ χρονική καί μετρητή «διαστηματική» κίνηση, ἤ ὁ νοητός χώρος τῶν λογικῶν και νοερῶν ὄντων. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «αἰῶνας» μέ ποικίλες ἔννοιες. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τον Δαμασκηνό, ἡ λέξη αἰώνας ἔχει πολλές σημασίες: «Τό τοῦ αἰῶνος ὄνομα πολύσημον ἐστί…αἰών γάρ λέγεται ἡ ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ζωή…πάλιν, ὀ χιλίων ἐτῶν χρόνος…πάλιν ὅλος ὁ παρών βίος καί αἰών ὁ μέλλων…» Βλ. Ἔκθεσις ὀρθοδόξου πίστεως, 4, 2, 1. MPG. 94, 861B. Πρέπει, ὡστόσο, νά διακρίνουμε στήν Πατερική σκέψη τή θέση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεία αἰωνιότητα πού εἶναι ἀΐδια καί ἄλλο ἡ κτιστή αἰωνιότητα καί οἱ κτιστοί αἰῶνες.

[11] MPG. 44, 148B καί 185D.

[12] Ν. Ματσούκα Δογματική Β΄, σελ. 181.

[13] Βλ. Π. Χρήστου, «Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ», ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 131.

[14] ΕΠΕ, 1, 66, Α΄ Λόγος Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα.

[15] Βλ. π. Θ. Ζήση, «Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον», ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 67: «Ἡ πρό τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου δημιουργική δραστηριότης τοῦ Θεοῦ ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἑτοιμασίαν τοῦ βασιλείου, τοῦ ὁποίου ἡγεμών καί βασιλεύς ἐπρόκειτο νά ἐγκατασταθῇ ὁ ἄνθρωπος. Ὡς συμβαίνει προκειμένου νά εἰσέλθῃ βασιλεύς εἰς πόλιν, ὅτε εὐτρεπίζεται ἅπασα ἡ πόλις πρός ὑποδοχήν, κατά τόν αὐτόν τρόπον ἡτοιμάσθη καί διεκοσμήθη ὁ κόσμος, ἵνα ὑπηρετήσῃ τόν μέλλοντα νά δημιουργηθῇ ἄρχοντα καί ἡγεμόνα αὐτοῦ. Ἄνευ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὁ κόσμος θά ἦτο σῶμα ἄνευ κεφαλῆς, πόλις ἄνευ ἡγεμόνος καί ἄρχοντος».

[16] Γέν, 2, 7.

[17] MPG. 55, 182.

[18]«Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1989, Εἰσαγωγή, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια, Ν. Ματσούκα, σελ. 153.

[19] Βλ. στό πρωτότυπο, Διάλογος Περί ψυχῆς καί Ἀναστάσεως, ΕΠΕ, 1, 228.

[20] Τήν θεωρία περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, ἡ ὁποία συναντᾶται στόν Πλάτωνα, τόν Φίλωνα, τόν Ὠριγένη, τόν Δίδυμο τυφλό καί τόν Εὐάγριο, ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε ἡ Ε΄ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος το 543 μ. Χ. Το κείμενο τοῦ α΄ἀναθεματισμοῦ κατά τῶν Ὠριγενείων κακοδοξιῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Α. Εἴ τις τήν μυθώδη προΰπαρξιν τῶν ψυχῶν καί τήν ταύτην ἑπομένην τερατώδη ἀποκατάστασιν πρεσβεύει, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογάς, Ἀθήνα 1991, σελ. 189.

[21] Ψαλμ. 32.

[22] Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 45.

[23] Τίς θέσεις αὐτές ἀναπτύσσει μέ σοφία καί πολλή ἐπιχειρηματολογία ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί λογιώτατος Πατριάρχης τοῦ Γένους μας, Γεννάδος Σχολάριος. Βλ. π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 452 καί ἑξ.

[24] Ἁγίου Κυρίλλου, Πρός Ρωμ., MPG. 74, 780ΑΒ

[25] Ἔκδο­σις…, σ. 150.

[26] Ὅπ.π., σ. 152

[27] Ἐπιστολή 43, «Εἰς Ἰωάννην θαλαμηπόλον», MPG. 91, 440BC.

[28] Ἔκδο­σις…., σ. 150.

[29] Περί Ἀγάπης, Ἑκατοντάς τρίτη, 25, μετφρ.

[30] Βλ. Σ. Τσι­τσί­γκου, Ἡ ψυ­χή τοῦ ἀνθρώ­που κα­τά τόν Ἱε­ρό Χρυ­σό­στο­μο, ἐκδ. Ἀπο­στο­λι­κή Διακο­νί­α, Ἀθήνα 2000, σ. 53.

[31] Κεφάλαια φυσικά, 26.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου