Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Γέροντας Παΐσιος - Η δύναμη του καλού λογισμού


- Γέροντα,  στην  Παλαιά  Διαθήκη,  στο  Δ’  βιβλίο  των  Μακκαβαίων,  αναφέρεται:  Ό ευσεβής λογισμός δεν είναι έκριζωτής των παθών, άλλα ανταγωνιστής. Τί σημαίνει;


- Κοίταξε νά δής: Τά πάθη είναι βαθιά ριζωμένα μέσα μας, αλλά ό ευσεβής, ό καλός, λογισμός μας βοηθάει  νά  μην  ύποδουλωνώμαστε  σ’  αυτά.  Όταν  ό  άνθρωπος  φέρνη  όλο  καλούς  λογισμούς  και σταθεροποίηση μιά καλή κατάσταση, τά πάθη παύουν νά ενεργούν, οπότε είναι σάν νά μήν υπάρχουν. Δηλαδή ό ευσεβής λογισμός  δεν ξερριζώνει τά πάθη,  αλλά τά πολεμάει και  μπορεί  νά τά καταβάλη. Νομίζω, ό συγγραφεύς περιγράφει τί μπόρεσαν νά υποφέρουν οί Άγιοι Επτά Παίδες, ή μητέρα τους Άγια Σολομονή και ό διδάσκαλος τους  Άγιος Έλεάζαρος,  έχοντας  ευσεβείς  λογισμούς,  γιά  νά  δείξη ακριβώς τήν δύναμη τοϋ καλού λογισμού.


Ένας καλός λογισμός ισοδυναμεί με μια πολύωρη αγρυπνία! Έχει μεγάλη δύναμη. Όπως τώρα κάποια  νέα  όπλα  σταματούν  μέ  ακτίνες  λέιζερ  τον  πύραυλο  στην  βάση  του  και  τον  εμποδίζουν  νά έκτοξευθη, έτσι και οι καλοί λογισμοί προλαβαίνουν και καθηλώνουν τους κακούς λογισμούς στά αεροδρόμια του διαβόλου, άπό τά όποια ξεκινούν. Γι’ αυτό προσπαθήστε, όσο μπορείτε, πρίν προλάβη ό πειρασμός  νά  σας φυτέψη κακούς  λογισμούς,  νά  φυτεύετε  εσείς  καλούς  λογισμούς,  γιά  νά  γίνη  ή καρδιά σας ανθόκηπος καί νά συνοδεύεται ή προσευχή σας άπό τήν θεία εύωδία της καρδίας σας.


Όταν  κανείς  κρατά  έστω  καί  λίγο  αριστερό,  δηλαδή  κακό,  λογισμό  γιά  κάποιον, οποιαδήποτε  άσκηση  καί  άν  κάνη,  νηστεία,  αγρυπνία  κ.λπ.,  πάει  χαμένη.  Σέ  τί  θά  τον βοηθήση ή άσκηση, άν δεν αγωνίζεται παράλληλα νά μή δέχεται τους κακούς λογισμούς; Γιατί νά μήν άδειάση άπό το πιθάρι πρώτα όλο το κατακάθι τού λαδιού, πού είναι μόνο γιά σαπούνι, καί ύστερα νά βάλη το καλό λάδι, άλλα βάζει το καλό μέ το άχρηστο καί το μουρνταρεύει;

Ένας  αγνός,  καλός,  λογισμός  έχει  μεγαλύτερη  δύναμη  άπό  κάθε  άσκηση.  Κάποιος νέος λ.χ. πολεμείται άπό τον διάβολο καί έχει ακάθαρτους λογισμούς καί κάνει αγρυπνίες, νηστείες, τριήμερα, γιά νά απαλλαγή άπό αυτούς. Ένας αγνός λογισμός όμως πού θά φέρη έχει  μεγαλύτερη  δύναμη  καί  άπό  τις  αγρυπνίες  καί  άπό  τις  νηστείες  πού  κάνει  καί  τον βοηθάει πιο θετικά.

- Γέροντα,  όταν  λέτε  αγνός  λογισμός,  αναφέρεσθε  μόνο  σέ  ειδικά  θέματα  ή  καί  σέ γενικώτερα;
 
- Καί  σέ  γενικώτερα.  Γιατί  ό  άνθρωπος,  όταν  τά  βλέπη  όλα  μέ  καλούς  λογισμούς, εξαγνίζεται  καί  χαριτώνεται  άπό  τον  Θεό.  Μέ  τους  αριστερούς  λογισμούς  κατακρίνει  και αδικεί  τους  άλλους,  εμποδίζει  την  θεία  Χάρη  να  ερθη,  και  έρχεται  έπειτα  ό  διάβολος  καί  τον αλωνίζει.

- Δηλαδή, Γέροντα, επειδή κατακρίνει, δίνει δικαίωμα στον διάβολο να τον άλωνίση;
 
- Ναί. Όλη ή βάση είναι  ό  καλός  λογισμός. Αυτό είναι πού  ανεβάζει  τον άνθρωπο,  τον αλλοιώνει  προς  το  καλό.  Πρέπει να φθάση κανείς στο σημείο να τά βλέπη όλα καθαρά.  Είναι αυτό πού είπε ό Χριστός: ­Μή κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε. Μετά φθάνει ό άνθρωπος σε μία κατάσταση πού βλέπει τά πάντα μέ τά πνευματικά μάτια όχι μέ τά ανθρώπινα. Όλα τά δικαιολογεί, μέ την καλή έννοια.

Πρέπει  νά προσέχουμε νά  μή δεχώμαστε τά πονηρά τηλεγραφήματα  του  διαβόλου, γιά  νά  μή  μολύνουμε  ­τον  Ναόν  τον  Αγίου  Πνεύματος καί  άπομακρυνθή  ή  Χάρις  του Θεού,  μέ  αποτέλεσμα  νά  σκοτισθούμε.  Το  Άγιο  Πνεύμα,  όταν  δη  τήν  καρδιά  μας  αγνή, έρχεται  καί κατοικεί μέσα μας,  γιατί αγαπάει τήν  αγνότητα  – γι’  αυτό  καί παρουσιάσθηκε σάν περιστέρι.

ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Γ’

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ




  Η ΑΙΩΝΙΑ ΚΟΛΑΣΗ
  π ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΑΛΕΒΙΖΟΠΟΥΛΟΥ
 
   Η αγία Γραφή ονομάζει κόλαση την κατάσταση του πνευματικού θανάτου.  Με την ίδια σημασία χρησιμοποιεί και τον όρο «γέεννα» (Ματθ. ι' 28).
 Μιλάει επίσης για «εξώτερον σκότος» (Ματθ. η' 12. κβ' 13. κε' 30), «κάμινον τού πυρός» (Ματθ. ιγ' 42), «πυρ αιώνιον» (Ματθ. κε' 41), «λίμνη πυρός» (Αποκ. ιθ' 20. κ' 10.15), «δεύτερο θάνατο» (Αποκ. β' 11. κ' 6. κα' 8).
 Αυτές oι εικόνες δεν είναι σύμβολα εκμηδένισης, αλλά βασανισμoύ. Οι άδικοι θα οδηγηθούν στο «δεύτερο θάνατο» (Αποκ. κα' 8), πού είναι όλεθρος (Ματθ. ι' 28, σε συσχετισμό με Λουκ. ιε' 4.24. Α' Κορ. ε' 5) και μάλιστα όλεθρος «από προσώπου τού Κυρίου» και από τη δόξα τού Θεού (Β' Θεσ. α' 9. Ματθ. Ζ' 23. Λουκ. ιγ' 27-28).
  Η αιώvια κόλαση είναι πραγματικότητα, όπως και η αιώvια ζωή.
  Την επιλογή την κάνει ο ίδιος ο άνθρωπος σ' αυτή τη ζωή. Αν αγαπήσει το Φως και τα έργα τού Φωτός, θα έχει αιώvια κοινωνία με το Φως τού κόσμου (Ιω. η' 12). Aν προτιμήσει τα έργα τού σκότους και αποστραφεί το Φως, μένει στο σκότος το εξώτερον και οδηγείται σε «όλεθρον αιώνιον από προσώπου τού Κυρίου».
  Ο Θεός σέβεται την επιλογή τού ανθρώπου (Ιω. γ' 16-21. Σοφ. Σειρ. ε' 14-17).
  Όσοι προτιμήσουν το σκότος, δεν θα «αρπαγούν», θα στερηθούν δηλαδή της κοινωνίας τού Θεού. Στη ζωή τους αγάπησαν το σκότος και τα έργα τού σκότους και αυτή η επιλογή αποτελεί την καταδίκη τους (Ματθ. κδ' 40-41. Λουκ. ιζ' 34-36): «Και αυτή είναι η κρίσις, ότι το φως ήλθεν εις τον κόσμον, και oι άνθρωποι ηγάπησαν το σκότος μάλλον παρά τό φως, διότι ήσαν πονηρά τα έργα των» (Ιω. γ' 19).
  Στην αγία Γραφή χρησιμοποιείται ο όρος Άδης, για να δηλώσει τον «χώρο» ύπαρξης των νεκρών, ανεξάρτητα από την αμοιβή ή την τιμωρία.
   Ο όρος Άδης δεν σημαίνει οπωσδήποτε την κόλαση (Πράξ. β' 27. Λουκ. ιστ' 23).
 Οι κεκοιμημένοι πιστοί χαίρονται την κοινωνία τού Θεού (Αποκ. στ' 11. κ' 4), όμως βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής περιμένουν την ανάσταση τού σώματος σε κατάσταση αφθαρσίας και αθανασίας, για να είναι η χαρά τους ολοκληρωμένη, γιατί θα είναι και πάλι ενωμένοι με το σώμα τους, με το οποίο άσκησαν την αρετή.
Η χαρά και η αγαλλίαση θα είναι αιώvια (Α' Κορ. ιε' 42-54).
 Ο Χριστός έχει τα «κλειδιά» του Άδη και τού θανάτου (Αποκ. α' 18), θα καταργήσει και τούς δύο, η ελπίδα μας είναι βεβαία (Αποκ. κ' 4).
 
  Από το βιβλίο: ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΑΙΡΕΣΕΩΝ & ΠΑΡΑΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
Αντιαιρετικόν Εγκόλπιον    www.egolpion.com


Read more: http://www.egolpion.com/aiwnia_kolasi.el.aspx#ixzz3G3Z6C1kL

Τρίτη 7 Οκτωβρίου 2014

Λόγος (51) ΝΑ΄. ΛΟΓΟΣ ΝΑ΄: ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 
 
ΛΟΓΟΙ ΝΑ'. ΝΒ'. ΝΓ. ΝΔ'

ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΝ ΤΗ ΣΤΕΝΗ ΟΔΩ ΤΗ ΥΠΕΡΕΧΟΥΣΗ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥΣ

 

Έχει έθος παλαιόν ο διάβολος, ο αντίπαλος ημών τοις εν τω αγώνι τούτω κατιούσι μηχανικώς, διαιρείν τάς πάλας αυτού κατ' αυτών εκ του σχήματος των όπλων αυτού και προς τον σκοπόν των προσώπων αλλάσσει τον τρόπον του αγώνος αυτού.

 


λογος να'

Και προς μεν τους όντας ραθύμους τη προαιρέσει και εν τοις λογισμοίς ασθενείς, θεωρεί αυτούς και εξ αρχης πολεμεί αυτούς σφοδρώς, ώστε εγείρειν κατ' αυτών πειρασμούς στερεούς και ισχυρούς, όπως γεύσασθαι αυτούς ποιήση των τρόπων της πονηρίας αυτού εκ της αρχής της οδού, ίνα εκ του πρώτου αγώνος κατάσχη αυτούς δειλία και φανή αυτοίς η οδός αυτών τραχεία και δύσβατος, και είπωσιν ούτως Εάν η αρχή αυτής ούτω δυσχερής και σκληρά, έως του τέλους αυτής τις δύναται απαντήσαι τοις αγώσι τοις πολλοίς, τοις εν μέσω αυτής τεταγμένοις; Και έκτοτε ου δύνανται πάλιν στήναι ή ελθείν εις το έμπροσθεν, αλλ' ουδέ προς άλλο τι ιδείν εκ της επείξεως της φροντίδας της περί τούτου.

Λόγος (50) Ν΄. ΛΟΓΟΣ Ν': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΥΤΟΥ ΝΟΥ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΤΟΥΤΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Διάνοια δε συνηγμένη του κεφαλαίου τούτου εστί το γινώσκειν ημάς εν πάση ώρα, ότι εν ταύταις ταίς εικοσιτέσσαρσιν ώραις της νυκτός και της ημέρας της μετανοίας χρήζομεν. Νόησις δε του ονόματος της μετανοίας, καθώς εκ του αληθινού τρόπου των πραγμάτων εγνώκαμεν, τούτο έστι δέησις εκτενής εν πάση ώρα εν ευχή πεπληρωμένη κατανύξεως προσεγγίζουσα τω Θεώ υπέρ αφέσεως των παρελθόντων, και λύπη υπέρ της των μελλόντων φυλακης.


Διά τούτο και ο Κύριος ημών εν τη προσευχή την ασθένειαν ημών ενηδραίωσε, λέγων «εξυπνίσθητε», φησί, «και γρηγορήσατε, και εύξασθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν». Και «εύξασθε και μη οκνήσητε», και «έσεσθε γρηγορούντες εν παντί καιρώ και ευχόμενοι». «Αιτείτε», φησί, «και λήψεσθε. Ζητήσατε, και ευρήσετε. Κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν. Πάς γαρ ο αιτών λαμβάνει, και ο ζητών ευρίσκει, και τω κρούοντι ανοιγήσεται». Μάλιστα δε τον εαυτού λόγον εβεβαίωσε και επί πλέον σπουδάσαι ημάς παρεσκεύασεν εν τη παραβολή του φίλου, του απελθόντος προς τον εαυτού φίλον το μεσονύκτιον και αιτησαμένου αυτώ άρτον, λέγων «Αμήν λέγω υμίν, ότι εάν μη δια την φιλίαν αυτού δω αυτώ, αλλά γε δια την αναίδειαν αυτού εγερθείς δώσει αυτώ πάντα όσα αν αιτήσηται αυτώ». Και υμείς εύξασθε και μη αμελήσητε.

Λόγος (49) ΜΘ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΘ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΛΗΘΟΥΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 
 
 
ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΚΡΙΒΩΣ ΓΙΝΩΣΚΕΙΝ, ΟΤΙ ΟΥΧΙ ΜΟΝΟΝ ΤΙΝΕΣ ΕΛΑΧΙΣΤΟΙ ΚΑΙ ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΑΓΥΜΝΑΣΤΟΙ, ΑΛΛΑ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΩΘΕΝΤΕΣ ΤΗΣ ΑΠΑΘΕΙΑΣ ΧΡΟΝΙΚΩΣ ΚΑΙ ΦΘΑΣΑΝΤΕΣ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΦΡΟΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΠΛΗΣΙΟΝ ΓΕΝΟΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΟΣ ΜΕΡΙΚΩΣ, ΤΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΣ ΝΕΚΡΩΣΕΩΣ ΣΥΝΕΖΕΥΓΜΕΝΗΣ, ΓΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΣ ΑΥΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΩΡΗΣΙΣ ΕΝ ΕΛΕΕΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΙΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΙΑΣ

 

Κατά μίαν και μίαν ποσάκις παραβαίνουσί τίνες και εν τη μετανοία ιατρεύουσι τάς ψυχάς εαυτών και η χάρις υποδέχεται αυτούς. Εν πάση γαρ τη φύσει τη λογική η τροπή αδιορίστως διέρχεται και αλλοιώσεις διέρχονται κατά παντός ανθρώπου εν πάσαις ταίς ώραις αυτόν, εξ ων πολλών ευρίσκει ο διακριτικός συνιέναι τούτο. Άλλ' αι δοκιμασίαι αι μετ' αυτού καθ' έκάστην ημέραν μάλιστα δύνανται σοφίσαι αυτόν ταύτα, εάν νήφη, ίνα και παρατηρήσηται εαυτόν εν τω νω και μάθη πόσην αλλοίωσιν πραότητος και επιεικείας υποδέχεται η διάνοια καθ' έκάστην ημέραν και πώς εκ της ειρήνης αυτής εξαίφνης εις θόλωσιν στρέφεται, όταν αιτία τις εκ τόπου μη η αυτώ και πώς εν κινδύνω μεγάλω και αρρήτω γίνεται.


Καί τούτο εστίν όπερ ο άγιος Μακάριος έγραψε φανερώς. Εν πολλή προνοία και σπουδή, εις μνήμην των αδελφών και διδασκαλίαν, του μη εκκλίναι εν τω καιρώ της αλλοιώσεως των εναντιώσεων εις την απόγνωσιν. Ότι τοις εν τη τάξει της καθαρότητος ισταμένοις αεί συμβαίνει αυτοίς πτώματα, καθώς συμβαίνει τω αέρι ψύχος, και χωρίς του είναι αυτούς εν αμελεία η εν λύσει, ου μην δε αλλά και ηνίκα κατά τάξιν αυτών πορεύονται συμβαίνειν αυτοίς πτώματα εναντιούμενα τω σκοπώ του εαυτών θελήματος. Αλλά και ο μακάριος Μάρκος μαρτυρεί περί τούτου, ως εκ πείρας ακριβούς υπάρχων και τίθησιν αυτό εν τοις εαυτού γράμμασιν εις σύστασιν περισσήν, ίνα μη νομίση άνθρωπος, ότι ως έτυχε, και ουχί εν πείρα αληθινή έθηκεν αυτό ο άγιος Μακάριος εν τη εαυτού επιστολή, και ίνα εκ παντός εκ των δύο μαρτύρων των τοιούτων γένηται η διάνοια δεχόμενη αδιστάκτως την παράκλησιν αυτής εν τω καιρώ της χρείας. Τι ούν εστίν άρτι;

Λόγος (48) ΜΗ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΗ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΑ ΠΟΙΑΣ ΑΙΤΙΑΣ ΑΦΙΗΣΙΝ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΕΠΙ ΤΟΥΣ ΑΓΑΠΩΝΤΑΣ ΑΥΤΟΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Εκ της αγάπης, ην έδειξαν οι άγιοι προς τον Θεόν, υπέρ ων υπέρ του ονόματος αυτού πάσχουσιν, ότε στενοχωρεί αυτούς και ουκ αφίσταται των υπ' αυτόν αγαπωμένων, κτάται η καρδία αυτών παρρησίαν, του ιδείν προς αυτόν απερικαλύπτως και εν πεποιθήσει αιτήσασθαι αυτόν. Μεγάλη εστίν η δύναμις της ευχής της μετά παρρησίας.


Διά τούτο αφίησιν ο Θεός τους αγίους αυτού πειρασθήναι εν πάση λύπη και λαβείν πάλιν την πείραν και την δοκιμήν της αντιλήψεως αυτού, και όσην πρόνοιαν έχει περί αυτών, Οτι κτώνται εκ των πειρασμών σοφίαν, ίνα μη, γενόμενοι ιδιώται, στερηθώσι της των δύο γυμνασίας μερών, ίνα κτήσωνται εκ της δοκιμής την γνώσιν των απάντων, μήπως καταγελασθώσιν υπό των δαιμόνων. Ότι, ει εν τοις αγαθοίς εγύμναζεν αυτούς, ήσαν της γυμνασίας της ετέρας λειπόμενοι και εγένοντο αν εν τοις πολέμοις τυφλοί. Και εάν είπωμεν, ότι αυτός γυμνάζει αυτούς χωρίς της αυτών επιγνώσεως, λοιπόν λέγομεν, ότι θέλει αυτούς γενέσθαι κατά τους βόας και τάς όνους και τους μη έχοντας ελευθερίαν εν τινι. Και ότι ου γίνεται γεύσις εν τω αγαθώ τω ανθρώπω, είπερ μη πειρασθείη πρώτον εν τη των κακών δοκιμή, ίνα, όταν απαντήση εν αυτοίς τα αγαθά, εν γνώσει και ελευθερία χρήσηται αυτοίς ως ιδίοις. Πόσον η γνώσις η εκ της των έργων πείρας και εκ της γυμνασίας προληφθείσα ηδεία πέφυκε και πόσην δύναμιν παρέχει τω εκ πολλης πείρας αυτού εν εαυτώ ευρόντι αυτήν, τούτοις γινώσκεται τοις πεπεισμένοις και ειδόσι την συνεργίαν αυτής, ως δε και την ασθένειαν της φύσεως και την αντίληψιν της θεϊκής δυνάμεως.

Λόγος (47) ΜΖ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΖ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΝ ΤΟΥΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΦΙΛΟΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ

 

Είπε τις των αγίων, ότι γίνεται το σώμα φίλος της αμαρτίας φοβούμενον τους πειρασμούς, ίνα μη στενωθή και αποθάνη εκ της ζωής αυτού. Δια τούτο καταναγκάζει αυτό το Πνεύμα το άγιον αποθανείν. Γινώσκει γαρ ότι, εάν μη αποθάνη, ου νικά την αμαρτίαν. Ει τις θέλει ίνα κατοίκηση εν αυτώ ο Κύριος, το σώμα αυτού βιάζεται και λειτουργεί τω Κυρίω και δουλεύει εν ταίς εντολαίς του Πνεύματος ταίς γεγραμμέναις εν τω Αποστόλω και φυλάττει την ψυχήν αυτού από των έργων της σαρκός, ων έγραψεν ο Απόστολος. Σώμα δε συμμεμιγμένον τη αμαρτία αναπαύεται εν τοις έργοις της σαρκός, και το Πνεύμα του Θεού ουκ αναπαύεται εν τοις καρποίς αυτού.


Ότε γαρ ασθενεί το σώμα εν νηστεία και ταπεινώσει, η ψυχή ενδυναμούται εν τη προσευχή. Έθος έχει το σώμα όταν στενωθή πολλαχώς εν θλίψεσι της ησυχίας και υστερηθή και δεηθή, ώστε εγγίζειν του αποθανείν εκ της ζωής αυτού, τότε παρακαλεί σε, λέγον

Λόγος (46) ΜΣΤ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΣΤ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΙΔΩΝ ΤΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

ΚΑΙ ΠΟΣΗΝ ΕΧΟΥΣΙΝ ΗΔΥΤΗΤΑ ΟΙ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ, ΟΙ ΥΠΕΡ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΓΙΝΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΥΠΟΜΕΝΟΜΕΝΟΙ. ΚΑΙ ΒΑΘΜΟΙ ΚΑΙ ΤΑΞΕΙΣ, ΕΝ ΑΙΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ Ο ΣΥΝΕΤΟΣ ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ


Αι αρεταί αλλήλας διαδέχονται, δια το μη γίνεσθαι την οδόν της αρετής επαχθή και βαρείαν και δια το κατά τάξιν αυτάς κατορθούσθαι και ούτω προυσφιλή έσεσθαι τα δυσχερή τα υπέρ του αγαθού, ως τα αγαθά. Ουδείς γαρ δύναται κτήσασθαι την ακτημοσύνην εν αληθεία, ει μη πείση εαυτόν και ετοιμάση εαυτόν υπομείναι τους πειρασμούς μετά χαράς. Και ουδείς δύναται υπομείναι τους πειρασμούς, ει μη ο πιστεύσας, ότι εστί τι υπερέχον την σωματικην ανάπαυσιν, αντί των θλίψεων, ου η μετοχή γενέσθαι παρεσκεύασεν εαυτόν υποδέξασθαι.


Πας ούν ο τη ακτημοσύνη εαυτόν ετοιμάσας, πρώτον μεν η αγάπη των θλίψεων κινείται εν αυτώ, και τότε επέρχεται αυτώ λογισμός του ακτημονείν των του κόσμου τούτου. Και πάς ο εγγίζων τη θλίψει, πρώτον μεν δια πίστεως στερεούται, και τότε προσεγγίζει ταίς θλίψεσιν. Όστις στέρηση εαυτόν της ενεργείας των αισθήσεων, οράσεως λέγω και ακοής, διπλήν θλίψιν προυξένησεν εαυτώ και διπλασίως ταλαιπωρήσει και θλιβήσεται. Μάλλον δε, τι όφελος στερηθήναι των αισθητών πραγμάτων και δια των αισθησεων ενηδύνεσθαι εν αυτοίς; το αυτό γαρ πάσχει εκ των εν αυτοίς παθών, όπερ έπασχε πρώην πρακτικώς διότι η μνήμη της συνηθείας αυτών ουκ αφίσταται της διανοίας αυτού. Ει γαρ αί φαντασίαι αυτών νοητώς γινόμεναι οδύνην τω ανθρώπω παρέχουσιν άνευ των πραγμάτων αυτών, τι εχομεν ειπείν περί της συνυπάρξεως της εγγιζούσης;

Λόγος (45) ΜΕ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΕ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΥΣΠΛΑΧΝΙΑΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 
 
ΔΙ ΗΣ ΕΚ ΤΟΥ ΥΨΟΥΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΩΣΥΝΗΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΣΘΕΝΕΙΑΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΣΥΓΚΑΤΕΒΗ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ

 

Καί πάλιν ο Κύριος ημών κατά τον τρόπον του ελέους αυτού πρόνοιαν ποιησάμενος και κατά το μέτρον της χάριτος αυτού, εάν συνετώς πρόσχης, και περί των σωματικών πειρασμών προσέταξε προσεύξασθαι. Ιδών γαρ την φύσιν ημών ασθενή ούσαν, δια το γεώδες και σαθρόν του σώματος, και μη δυναμένην αντιστήναι τοις πειρασμοίς, όταν εν μέσω αυτών γένηται, και δια τούτο εκπίπτουσαν της αληθείας, και νώτα προσέχουσαν και νικωμένην υπό των θλίψεων, προσέταξε προσεύξασθαι μη εμπεσείν εξαίφνης εις τους πειρασμούς, ει δυνατόν εστίν άνευ αυτών ευαρεστείν τω Θεώ. Εάν μέντοι αιφνιδίως ένεκα μεγίστης αρετής εις φοβερούς πειρασμούς εμπέση ο άνθρωπος και μη υπομείνη, ουδέ τελειώσαι την αρετήν εν τω καιρώ εκείνω δύναται.


Ού χρη ημάς πρόσωπον λαμβάνειν, ούτε ημών αυτών ούτε άλλων, ουδέ χάριν φόβου καταλιπείν το ευγενές και τίμιον πράγμα, εν ώ η ζωή της ψυχής ταμιεύεται, και προφάσεις φέρειν και δόγματα της χαυνότητος. Οίον, «εύξασθαι μη εισελθείν εις πειρασμόν». Περί των τοιούτων γαρ είρηται, ότι δια της εντολής κρυπτώς άμαρτάνουσιν.

Λόγος (44) ΜΔ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΔ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΣΕΩΝ, ΕΝ Ωι ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΠΕΙΡΑΣΜΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Αι αισθήσεις αι σώφρονες και συνηγμέναι ειρήνην γεννώσι τη ψυχή και ουκ εώσιν αυτήν πείραν λαβείν των πραγμάτων, όταν δε αίσθησιν των πραγμάτων ου λάβη, τότε γενήσεται νίκη δίχα αγώνος. Ει μέντοι αμελήσει οάνθρωπος και τάς προσβολάς εισελθείν εν αυτώ παραχωρήσει,τότε αναγκάζεται πολεμήσαι, ταράττεται δε η πρώτη καθαρότης, ητις εστίν απλουστάτη και ομαλή. Οι πλείστοι γαρ των ανθρώπων ή και όλος ο κόσμος δια την αμέλειαν ταύτην εξέρχονται εκ της φυσικής και καθαράς καταστάσεως. Δια τούτο οι εν κόσμω και τοις κοσμικοίς συμφυρόμενοι ου δύνανται καθαρθήναι την διάνοιαν, δια την πολλήν της κακίας επίδοσιν.
 

Ολίγοι δε εισίν οι δυνάμενοι υποστρέψαι εις την πρώτην καθαρότητα της διανοίας. Δια τούτο χρη ασφαλώς τηρείν έκαστον άνθρωπον τάς αισθήσεις αυτού και την διάνοιαν εκ των προσβολών αεί. Νήψεως γαρ χρεία πολλής και φυλακής και τηρήσεως. Η πολλή απλότης πέφυκεν ευπρεπής. Φόβου χρεία τη ανθρωπίνη φύσει ίνα τους όρους της υπακοής της προς τον Θεόν φυλάξη ,η δε αγάπη η προς τον Θεόν κινεί προς πόθον της εργασίας των αρετών και δι' αυτής αρπάζεται προς αγαθοεργίαν. Η πνευματική γνώσις δευτέρα εστί τη φύσει της εργασίας των αρετών, προηγείται δε αμφοτέρων ο φόβος και η αγάπη, και πάλιν προηγείται της αγάπης ο φόβος. Πάς τις αναιδώς λέγων, ότι δυνατόν κτήσασθαι τάς τελευταίας προ της των πρώτων εργασίας, πρώτον ανενδοιάστως θεμέλιον απώλειας τη εαυτού ψυχή τέθεικεν. Αύτη γαρ εστίν η οδός του Κυρίου, ότι αύται υπ εκείνων γεννώνται.

Μη αλλάξης την αγάπην του αδελφού σου αγάπη τινός των πραγμάτων. Διότι τον των πάντων τιμιώτερον λεληθότως ένδοθεν κέκτηται. Κατάλειψον τα μικρά, ίνα ευρης τα τίμια. Γενού τεθνεώς εν τη ζωή σου, και ζήση μετά θάνατον. Δίδου σευατόν θανείν εν τοις αγωνίσμασι, και μη ζήν εν αμελεία. Ου μόνον γαρ οι δια την εις Χριστόν πίστιν δεξάμενοι τον θάνατον μάρτυρες είσιν, αλλά και οι δια την των εντολών αυτού τήρησιν αποθνήσκοντες.

Λόγος (43) ΜΓ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΓ': ΠΕΡΙ ΦΥΛΑΚΗΣ ΚΑΙ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 
 
 
ΤΗΣ ΕΚ ΤΩΝ ΧΑΥΝΩΝ ΚΑΙ ΑΜΕΛΩΝ ΚΑΙ ΟΤΙ ΕΚ ΤΟΥ ΠΛΗΣΙΑΣΜΟΥ ΑΥΤΩΝ ΒΑΣΙΛΕΥΕΙ ΕΠΙ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι Η ΑΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ Η ΧΑΥΝΟΤΗΣ ΚΑΙ ΠΛΗΡΟΥΤΑΙ ΑΠΟ ΠΑΝΤΟΣ ΠΑΘΟΥΣ ΑΚΑΘΑΡΤΟΥ. ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΥΛΑΞΑΣΘΑΙ ΕΑΥΤΟΝ ΑΠΟ ΤΗΣ ΕΓΓΥΤΗΤΟΣ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ, ΙΝΑ ΜΗ ΜΟΛΥΝΘΗι Ο ΝΟΥΣ ΕΝ ΤΟΙΣ ΑΚΟΛΑΣΤΟΙΣ ΛΟΓΙΣΜΟΙΣ

 

Ο κωλύων το στόμα αυτού εκ της καταλαλιάς, φυλάττει την καρδίαν αυτού εκ των παθών. Εν πάση ώρα θεωρεί τον Κύριον, ούτινος η μελέτη διαπαντός εστίν εν τω Θεώ, φυγαδεύει τους δαίμονας άπ' αυτού και εκριζοί τοσπέρμα της κακίας αυτών. Ό επισκεπτόμενος την εαυτού ψυχήν εν πάση ώρα, ευφραίνεται εν ταίς αποκαλύψεσιν η καρδίααυτού, και ο συνάγων την θεωρίαν του νοός αυτού έσωθεν αυτού εν αυτώ, θεωρεί την αυγήν του Πνεύματος.Όστις έβδελύξατο πάντα μετεωρισμόν, θεωρεί τον Δεσπότην αυτού εσωθεν της καρδίας αυτού. Εάν αγαπάς την καθαρότητα, εν ή καθοράται ο των όλων Δεσπότης, μη καταλαλήσης τινός, μηδέ ακούσης τινός καταλαλούντος του αδελφού αυτού. Και εάν διαμάχονται τίνες έμπροσθεν σου, κλείσον τα ώτά σου και φεύγε εκείθεν, ίνα μη ακούσης ρημάτων οργής και αποθάνη η ψυχή σου εκ της ζωής. Καρδία θυμώδης διάκενός εστιν εκ των μυστηρίων του Θεού, ο δε πραΰς και ταπεινόφρων πηγή εστί των μυστηρίων του καινού αιώνος.

Λόγος (42) ΜΒ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΒ': ΠΕΡΙ ΔΥΝΑΜΕΩΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΚΑΚΙΩΝ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Εως αν μη εκ καρδίας αληθώς μισήση τις την αιτίαν της αμαρτίας, εκ της ηδονής της ενεργείας αυτής ουκ ελευθερούται. Ούτος εστίν ο αγών ο σφοδρότατος, όστις αντικαθίσταται τω ανθρώπω μέχρις αίματος, εν ώ δοκιμάζεται αυτού το αύτεξούσιον εν τη ενάδι της αγάπης αυτού των αρετών.


Αύτη εστίν η δύναμις, ήντινα καλούσιν ερεθισμόν και παράταξιν, αφ' ων τίνων της οσμής εξασθενεί η ψνχή η ταλαίπωρος χάριν της απαραιτήτου παρατάξεως της ούσης εν αυτή. Αύτη εστίν η δύναμις του μεγέθους της αμαρτίας, εν ή τάς ψυχάς των σωφρόνων ο εχθρός συμφύρειν είωθε και τάς καθαράς κινήσεις αναγκάζει πείραν λαβείν, ων όλως ουδέποτε ειλήφασι

Ενταύθα δεικνύομεν την υπομονήν ημών, ώ αγαπητοί αδελφοί, και τον αγώνα και την σπουδήν ούτος γαρ εστι ο καιρός της αθλήσεως, δι' ης λέγεται, ότι η τάξις των μοναχών νικά. Τη προσαπαντήσει τούτου του πολέμου ταχέως συμφύρεται ο ευσεβής νους, εάν μη μεγάλως παρατάξηται.

Ευχή

Δυνατός ει, Κύριε, η πηγή της πάσης βοηθείας, υποστηρίξαι εν τοις τοιούτοις καιροίς, οίτινες εισί μαρτυρίας καιροί, τας νυμφευσαμένας σοι εαυτάς μετά χαράς ψυχάς τω ουρανίω νυμφίω και δεδωκυίας τας συνθήκας της αγιότητος εν συνέσει μετά ειλικρίνειας κινήσεων, και ου μετά πανουργίας. Διό δώρησαι αυταίς δύναμιν μετά παρρησίας καθελείν ωχυρωμένα τείχη, και παν ύψωμα επαιρόμενον κατά της αληθείας, ίνα μη του ίδιου σκοπού αστοχήσωσι βία ανυποίστω και ανυπομονήτω εν τω καιρώ, εν ώ περί αίματος ανταγώνισμα γίνεται.

Ου πάντοτε δε γίνεται αγώνισμα σωφροσύνης εν τούτω τω σφοδρω πολεμώ. Γίνεται γαρ εγκατάλειψις και προς δοκιμασίαν. Ουαί δε τω δοκιμαζομένω εν τούτω τω διακριτικώ πολέμω. Διότι μεγίστην ισχύν κέκτηται ούτος ο πόλεμος εκ της συνήθειας, ης έλαβεν εξ εκείνων των παραδεδωκότων εαυτούς τη ήττη, εν συγκαταθέσει των ιδίων λογισμών.

Παραφυλάττεσθε, ώ αγαπητοί, από της αργίας, διότι εγκέκρυπται εν αυτή εγνωσμένος θάνατος καθότι χωρίς αυτής ταίς χερσι των αιχμαλωτίσαι τον μοναχόν σπευδόντων εμπίπτειν ουκ εστίν. Ου περί ψαλμών εν τη ημέρα εκείνη κατακρινεί ημάς ο Θεός, ουδέ περί της εκ της προσευχής αργίας, άλλ' ότι τη καταλείψει τούτων είσοδος γίνεται τοις δαίμοσιν.

Ηνίκα δ' αν εύρωσι χώραν και εισέλθωσι και συγκλεισωσι τας θύρας των οφθαλμών ημών, τότε πληρώσουσιν εις ημάς τυραννικώς και ακαθάρτως άτινα υπό την θείαν απόφασιν συνέχουσι τους εργάτας αυτών μετά εκδικήσεως σφοδρότατης. Και γινόμεθα υποχείριοι, χάριν της εγκαταλείψεως των μικρών τούτων, άτινα δια τον Χριστόν φροντίδος αξιούνται, ως γέγραπται παρά των σοφωτάτων.

Ο μη υποτάσσων τω Θεώ το εαυτού θέλημα, υποταγήσεται τω αντιδίκω αυτού. Ώστε ταύτα τα μικρά σοι φαινόμε­να, ως τείχη σοι λογισθήσονται κατέναντι των αιχμαλωτιζόντων ημάς, ώντινων η τελείωσις ενδόθεν του κελλίου υπό των κρατούντων την τάξιν της Εκκλησίας σοφών τέθειται, προς φυλακήν της ημετέρας ζωής εν Πνεύματι αποκαλύψεως, ων η κατάλειψις υπό των ασόφων μικρά λογίζεται. Την δε υπ' αυτών ζημίαν μη λογιζομένων τούτων, η τε αρχή της οδού και η μεσότης, ελευθερία απαίδευτος, ήτις εστί μήτηρ των παθών.

Κρείσσον γαρ αγωνίσασθαι μη εγκαταλείψαι τα μικρά, ή τόπον δούναι τη αμαρτία εν τω πλατυσμώ αυτών. Ταύτης γαρ της ακαίρου ελευθερίας, δουλεία το τέλος απότομος.

Εν όσω τας αισθήσεις ζώσας έχεις προς απάντησιν των συμβεβηκότων, νεκρόν σαυτόν υπολάμβανε. Διότι ου μη τοι λείψη έκκαυσις αμαρτίας εν πάσι τοις μέλεσί σου και ου μη δυνήση κτήσασθαι σεαυτώ σωτηρίαν. Εάν τις των μοναχών είπη εν τη καρδία αυτού, ότι παραφυλάττεται εκ τούτων, ούτος ου θέλει μαθείν πότε ραπίζεται.

Όστις απατήσει τον εαυτού εταίρον, της κατάρας ηξίωται του νόμου, ό δε εαυτόν εξαπατήσας, ποίας τεύξεται εκδικήσεως; Διότι, επισταμένος την κακίαν του πονηρού έργου, άγνοιαν προσποιείται. Ότι δε επίσταται, δείκνυσιν ο έλεγχος του συνειδότος. Και τούτο δύσκολον αυτώ φαίνεται, διότι επίσταται ο αγνοείν προσποιείται.

Τώ δε Θεώ ημών είη δόξα εις τούς αιώνας. Αμήν.

Λόγος (41) ΜΑ΄. ΛΟΓΟΣ ΜΑ': ΠΕΡΙ ΑΜΑΡΤΙΩΝ ΕΚΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΑΚΟΥΣΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΠΟ ΤΙΝΟΣ ΣΥΜΒΕΒΗΚΟΤΟΣ ΓΙΝΟΜΕΝΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Έστιν αμαρτία από ασθενείας γινομένη, εις ην ακουσίως ο άνθρωπος ανθέλκεται, και έστιν αμαρτία εκουσίως γινομένη και από αγνοίας, συμβαίνει δε πάλιν από της διαμονής και της εν τω κακω έξεως. Ούτοι δε πάντες οι τρόποι και τα είδη των αμαρτιών, ει και πάντες άξιοι μομφής εισίν, άλλ' ούν ευρίσκεται κατά σύγκρισιν την προς εκδίκησιν εις μείζων του έτερου.


Και τινος μεν η μέμψις μεγίστη και μετά κόπου προσδέχεται τούτου η μετάνοια, τινός δε εγγύτερα εστίν η αμαρτία της συγχωρήσεως. Και ώσπερ ο Αδάμ και η Εύα και ο όφις, πάντες μεν έδέξαντο παρά Θεού της αμαρτίας την αμοιβήν, διαφορά δε πολλή την κατάραν εκληρώσαντο, ούτω και εν τοις υιοίς αυτών, εκάστω κατά την πρόθεσιν αυτού και τον πόθον τον εις την αμαρτίαν, ούτω και το σφοδρόν της κολάσεως. Εάν δε τις μη βουλόμενος μεν ακολουθήσαι τη αμαρτία, υπό δε της αμελείας της εις την αρετήν ανθέλκεται προς εκείνην, εκ του μη σχολάσαι ταύτη, ει και βαρύ εστίν αύτω συνείναι τη αμαρτία, άλλ' ούν η κόλασις αυτού επιβαρής. Εάν δε συμβή τινι επιμελουμένω της αρετής πειρασθήναι εν τινι πλημμελήματα όμως το έλεος εγγύς εστί του καθαρισμού αυτού αδιστάκτως.

Άλλη εστίν η αμαρτία η γινομένη, όταν ευρέθη ο άνθρωπος επιμελούμενος της αρετής και εμμένων τη εργασία και νυκτός μεν ου καθεύδει, φροντίζων μηδέν ζημιωθήναι, ων επιμελείται, ημέρας δε, περιερχόμενος και βαστάζων το βάρος, και πάσα η φροντίς αυτού εν τη αρετή. Και εν όσω εστίν εν τούτοις και τοις τοιούτοις, ή δια τίνα άγνοιαν ή από των πραγμάτων των εναντιουμένων εν τη οδώ αυτού, ήτοι της αρετής και των κυμάτων των υψουμένων εν παντί καιρώ εν τοις μέλεσιν αυτού ή δια την έκκλισιν την ενδεχομένην είναι εν αυτώ εις το δοκιμάζεσθαι αυτού το αυτεξούσιον, κλίνει η πλάστιγξ του ζυγού αυτού μικρόν εις τα αριστερά, και ανθέλκεται υπό της ασθενείας του σώματος εις έν είδος της αμαρτίας, εν οίς λυπείται και αδημονεί και στενάζει μετά πόνου κατά της ψυχής αυτού, δια την ταλαιπωρίαν την επισυμβάσαν αυτώ υπό των εναντίων.

Λόγος (40) Μ΄. ΛΟΓΟΣ Μ': ΠΕΡΙ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Εργασία έτερα μετά ταύτην, ότε πορεύεται άνθρωπος καλώς εν πολιτεία αγαθή και φθάσει ανελθείν τον βαθμόν της μετανοίας και εγγίσει γεύσασθαι της θεωρίας και της εργασίας αυτής. Όταν καταλάβη αυτόν χάρις άνωθεν γεύσασθαι της ηδύτητος της γνώσεως του Πνεύματος. Ή αρχή αυτού εστίν εντεύθεν.

Προηγουμένως περί τη προνοίας του Θεού της επί τω ανθρώπω βεβαιούται και εν τη αγάπη αυτού τη προς τον κτίστην φωτίζεται και τη συστάσει των λογικών και τη επιμελεία αυτού τη πολλή περί αυτών ομού θαυμάζει. Εντεύθεν άρχεται εν αυτώ η ηδύτης του Θεού και η πύρωσις της αγάπης αυτού της εν τη καρδία καιομένης, της καιούσης τα πάθη της ψυχής και του σώματος. Και ταύτης της δυνάμεως αισθάνεται τις, ότε εν πάσαις φύσεσι της κτίσεως και εν παντί πράγματι συναντώντι αυτώ αδολεσχήσει συνετώς και εξετάσει και διακρίνει εν αυτοίς πνευματικώς.


Όθεν δια πολλής και θείας τοιαύτης επιμελείας και αγαθής συνειδήσεως, τότε άρχεται ο άνθρωπος κινείσθαι εις θείον έρωτα και άπαξ μεθύσκεται εν αυτή ως εν οίνω, και διαλύονται αυτού τα μέλη, και διαμένει η διάνοια αυτού εκπληττομένη, και αιχμαλωτίζεται η καρδία αυτού οπίσω του Θεού. Και γίνεται ούτω, καθώς είπον, ώσπερ τις μεθυσκόμενος από οίνου. Και όσον ενδυναμούνται αι αισθήσεις αι εσωτικαί, τοσούτον ενδυναμούται και αύτη η θεωρία. Και όσον αγωνίζεται πολιτεύεσθαι καλώς και φυλάξαι και εργάζεσθαι εν τη αναγνώσει και εν ταίς ευχαίς, τοσούτον στερεούται και βεβαιούται εν αυτώ η δύναμις αυτής. Όντως αληθώς, ω αδελφοί, τούτο έρχεται εν καιρώ του μνημονεύσαι εαυτού, ου γινώσκει ότι φορεί το σώμα τούτο και ότι εστίν εν τω κόσμω τούτο.

Λόγος (39) ΛΘ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΘ΄: ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΠΡΟΚΟΠΗΝ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 
 
ΕΝ ΤΟΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΙΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΝΟΙΑΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΕΞΥΠΝΙΖΟΜΕΝΗΣ ΕΝ ΗΜΙΝ

ΠΕΡΙ ΠΡΩΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΝ ΤΩ ΑΝΘΡΩΠΩι

 

Πρώτη έννοια η εκ της φιλανθρωπίας του Θεού εμπίπτουσα εν τω ανθρώπω, η οδηγούσα την ψυχήν εις την ζωήν, περί της εξόδου της φύσεως ταύτης εμπίπτει τη καρδία. Τούτω τω λογισμώ ακολουθεί φυσικώς η καταφρόνησις του κόσμου, και εκ τούτου έρχεται εν τω ανθρώπω πασά κίνησις αγαθή, η οδηγούσα αυτόν εις την ζωήν. Και ώσπερ θεμέλιον τίνα τίθησιν εν τω ανθρώπω η θεϊκή δύναμις η ακολουθούσα αυτώ, ότε θελήσει φανερώσαι εν αυτώ την ζωήν. Ταύτην την έννοιαν, ην ειρήκαμεν, εάν μη σβέση αυτήν ο άνθρωπος εν ταίς συμπλοκαίς ταίς βιωτικαίς και τη ματαιολογία, αλλά αύξηση ταύτην την έννοιαν εν ησυχία και διαμένη εν αυτώ θεωρών και σχολάζων εν αύτη, προς την θεωρίαν την βαθείαν την μη δυναμένην εκφρασθήναι υπό τίνος άγει αυτόν. Τούτον τον λογισμόν ο σατανάς πολλά μισεί και εν πάση δυνάμει αυτού πολεμεί εκτίλαι αυτόν εκ του ανθρώπου, και ει δυνατόν ην, εδίδου αυτώ την βασιλείαν όλου του κόσμου, μόνον ίνα τω περισπασμώ απαλείψη εκ της διανοίας του ανθρώπου τον τοιούτον λογισμόν. Και ει εδύνατο, ως είρηται, εποίει τούτο προθύμως. Γινώσκει γαρ ο δόλιος, ότι, εάν ο λογισμός ούτος διαμείνη εν τω ανθρώπω, ουκ έτι η διάνοια αυτού εν τη γη ταύτη της πλάνης ίσταται, και αι μηχαναί αυτού προς αυτόν ουκ εγγίζουσι.

Λόγος (38) ΛΗ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΗ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΝΙΕΝΑΙ ΕΝ ΠΟΙΩι ΜΕΤΡΩι ΙΣΤΑΤΑΙ ΤΙΣ ΕΚ ΤΩΝ ΚΙΝΟΥΜΕΝΩΝ ΕΝ ΑΥΤΩι ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Ανθρωπος όσον εστίν εν αμελεία, εκ της ώρας του θανάτου φοβείται, ότε δε απαντήσει τω Θεώ, εκ της απαντήσεως της κρίσεως, όταν δε ολοτελώς έλθη εις τούμπροσθεν εν τη αγάπη, ταύτα τα δύο καταπίνονται. Πώς δε τούτο; Ότι, ότε εν τη γνώσει και τη πολιτεία του σώματος ίσταταί τις, εκ του θανάτου πτοείται, και όταν εν τη γνώσει τη ψυχική και τη αγαθή πολιτεία, γένηται, εν τη μνήμη της κρίσεως της μελλούσης κινείται η διάνοια αυτού εν πάση ώρα. Διότι εν αυτή τη φύσει ορθώς ίσταται και εν τη τάξει τη ψυχική κινείται και αναστρέφεται εν τη γνώσει εαυτού και τη πολιτεία, και προς τον πλησιασμόν του Θεού καλώς καθίσταται. Όταν δε φθάση την γνώσιν εκείνην της αληθείας εν τη κινήσει της αισθήσεως των μυστηρίων του Θεού και εν τη στερεώσει της ελπίδος των μελλόντων, εν τη αγάπη καταπίνεται.


Εκείνος ο σωμάτειος και καθ' ομοιότητα του ζώου φοβούμενος την θυσίαν, ο λογικός δε εκ της κρίσεως του Θεού φοβείται, ο δε γενόμενος υιός, εις την αγάπην καλλώπιζεται και ουκ εν τη πτοούση ράβδω παιδαγωγείται. «Εγώ δε και ο οίκος του πατρός μου τω Κυρίω δουλεύσωμεν».

Λόγος (37) ΛΖ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΖ΄: ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΕΓΓΙΣΤΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΖΩΝΤΩΝ ΚΑΙ ΕΝ ΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΓΝΩΣΕΩΣ ΤΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Γέρων τις έγραψεν εις τα τείχη του κελλίου αυτού λόγους και εννοίας πολυτρόπους και ηρωτήθη, τι εστί ταύτα;Και είπεν

Ούτοι εισίν οι λογισμοί της δικαιοσύνης, οι ερχόμενοι υπό του Αγγέλου του παραμένοντος μοι, και οι διαλογισμοί της φύσεως οι ευθείς, οι κινούμενοι εν εμοί. Και διαγράφω αυτούς εν τω καιρώ αυτών της κινήσεως, όπως εν τω καιρώ της σκοτώσεώς μου αδολεσχήσω εν αυτοίς και λυτρώσωνταί με της πλάνης.

 

Άλλος γέρων μακαριζόμενος υπό των εαυτού λογισμών, ότι,

Αντί του παρερχομένου κόσμου ηξιώθης της μη αφανιζομένης ελπίδος, Άπεκρίθη ο γέρων

Ακμήν εν όσω ειμί εν τη οδώ, μάτην επαινείτε με. Ακμήν ουκ ετελείωσα την οδόν.

Εάν ποίησης αρετήν καλήν και μη αισθανθής της γνώσεως της αντιλήψεως αυτής, μη θαυμάσης. 'Έως γαρ αν ταπεινωθή ο άνθρωπος, ου λαμβάνει τον μισθόν της εαυτού έργασίας, η δε αμοιβή ου τη εργασία δίδοται, αλλά τη ταπεινώσει. Ό αδικών την δευτέραν, την πρώτην απόλλυσιν. Ό προλαβών και λαβών την αμοιβήν των αγαθών, ούτος υπερέχει τον έχοντα την εργασίαν της αρετής. Ή αρετή μήτηρ της λύπης εστί και εκ της λύπης γεννάται η ταπείνωσις και τη ταπεινώσει δίδοται η χάρις. Λοιπόν η άνταπόδοσις ου τη αρετή ουδέ τω υπέρ αυτής πονώ, αλλά τη τικτομένη εξ αυτών ταπεινώσει εστίν. Εάν δε αυτή υστερηθή, τα πρώτα ματαίως γίνονται.

Λόγος (36) ΛΣΤ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΣΤ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΗ ΔΕΙΝ ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΕΠΙΘΥΜΕΙΝ Ή ΕΠΙΖΗΤΕΙΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΙΝΑ ΦΑΝΕΡΑ ΕΧΕΙΝ ΕΝ ΤΑΙΣ ΧΕΡΣΙΝ ΗΜΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

Εν παντί καιρώ, εν ώ ο Κύριος εγγύς εις αντίληψιν των εαυτού αγίων, χωρίς ανάγκης ου δεικνύει την δύναμινεαυτού φανερώς εν έργω τινι και σημείω αισθητώ, ίναμη μωρανθή η αντίληψις ημών και εις βλάβην παρασκευασθήημών. Και τούτο ποιεί, πρόνοιαν των αγίων ποιούμενος, θέλωνδείξαι αυτοίς, ότι ουδέ προς ώραν λήγει εξ αυτών η κρυπτή αυτού επιμέλεια, αλλ εν παντί πράγματι αφίησιν αυτούς κατά τηνεαυτών δύναμιν αγώνα ενδείξασθαι και εν τη προσευχή κοπιάσαι.


Ει δε εστί πράγμα νικών εκ της δυσκολίας αυτούς, όταν ασθενήσωσι και απολειφθώσιν εξ αυτού, δια το μη ικανήν είναι την φύσιν προς αυτό, τέλειοι αυτός κατά το μέγεθος του εαυτού κράτους, κατά το όφειλομενον και ως γινώσκει, ότι βοηθούνται.Και κατά το δυνατόν εν κρυπτώ ενισχύει αυτούς, Έως ου ενδυναμωθώσι κατέναντι της θλίψεως αυτών. Εν γνώσει γαρ τη δωρουμένη αυτοίς ύπ' αυτού ποιεί λυθήναι το πολύπλοκον της θλίψεως αυτών, και εν τη θεωρία αυτής εξυπνίζει αυτούς εις δοξολογίαν ωφελούσαν κατ' αμφότερους τους τρόπους. Ει δε φανερωθήναι το έργον δέεται και το πράγμα, τότε εξ ανάγκης ποιεί τούτο. Οι τρόποι αυτού σοφώτατοί εισι και εν τη ενδεία και ανάγκη διαρκούσι, και ούχ ως έτυχεν.

Λόγος (35) ΛΕ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΕ': ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΔΙΑΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΙ ΨΥΧΙΚΟΙ ΕΝ ΤΗ ΓΝΩΣΕΙ ΠΕΡΙΒΛΕΠΟΥΣΙΝ ΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΤΙΝΑ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 
 
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ ΠΑΧΥΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΔΥΝΑΤΑΙ ΥΨΩΘΗΝΑΙ Η ΔΙΑΝΟΙΑ ΕΚ ΤΑΥΤΗΣ. ΚΑΙ ΤΙΣ ΕΣΤΙΝ Η ΑΙΤΙΑ ΤΟΥ ΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΝΑΙ ΕΞ ΑΥΤΗΣ. ΚΑΙ ΠΟΤΕ ΚΑΙ ΕΝ ΠΟΙΩι ΔΥΝΑΤΟΝ ΕΜΜΕΙΝΑΙ ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑΝ ΕΚΤΟΣ ΦΑΝΤΑΣΙΑΣ ΕΝ ΤΗι ΩΡΑι ΤΗΣ ΛΙΤΗΣ

 

Ευλογημένη η τιμή του Κυρίου, του ανοίγοντος θύραν έμπροσθεν ημών, ίνα μη σχώμεν αίτησιν, ει μη την εις αυτόν επιθυμίαν. Ούτω γαρ καταλιμπάνομεν και εις την καταδίωξιν αυτόν μόνον εξέρχεται η ψυχή, ως μη έχειν τινά μέριμναν κωλύουσαν αυτήν κατέναντι της θεωρίας εκείνης του Κυρίου. Καθ' όσον γαρ, αγαπητοί, αφίησιν η διάνοια την μέριμναν τούτων των ορατών και φροντίζει εν τη ελπίδι των μελλόντων κατά το μέτρον της υψώσεως αυτής εκ της μερίμνης του σώματος και της μελέτης αυτής εν εκείνη, κατά τοσούτον λεπτύνεται και γίνεται διαυγής εν τη ευχή. Και καθ' όσον ελευθερούται το σώμα εκ των δεσμών των πράγματων, κατά τοσούτον και η διάνοια. Και καθ όσον η διάνοια των δεσμών των φροντίδων ελευθερούται, κατά τοσούτον τηλαυγής γίνεται. Και καθ' όσον τηλαυγής γίνεται, λεπτύνεται και υψούται εκ των νοημάτων του αιώνος τούτου, τους βαστάζοντος τους τρόπους της παχύτητος. Και τότε γινώσκει η διάνοια θεωρείν εν Θεώ κατ αυτόν, και ου καθώς ημείς.

Εάν γαρ μη πρώτον ο άνθρωπος της αποκαλύψεως άξιος γένηται, ου δύναται γνώναι αυτήν. Και εάν μη έλθεις καθαρότητα, ου δύναται είναι τα νοήματα τηλαυγή, του θεωρήσαι τα κρυπτά. Και έως αν ελευθερωθή εκ πάντων των ορατών των δρωμένων εν τη κτίσει αυτών, ουκ ελευθερούται εκ των νοημάτων των περί αυτών, ουδέ αργός γίνεται εκ των λογισμών των σκοτεινών. Και ένθα η σκοτία και η πλοκή των λογισμών, και τα πάθη εκεί. Εάν γαρ μη ελευθερωθή ο άνθρωπος εκ τούτων, ων είπομεν, και των αίτιων αυτών, ου μη θεάσηται εν τοις κρυπτοίς η διάνοια.

Λόγος (34) ΛΔ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΔ': ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΝΟΙΩΝ ΚΑΙ ΕΤΕΡΟΙ ΛΟΓΟΙ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ


Μή ψηφίσης αργίαν την έκτασιν της ευχής της αμετεωρίστου, της συνηγμένης και μακράς, δια το καταλείψαί σε τους ψαλμούς. Πλέον δε της μελέτης της στιχολογίας, τας μετανοίας εν τη προσευχή αγάπησον. Ότε δώσει σοι χείρα αύτη, τον τόπον της λειτουργίας αναπληροί, και ότε εν ' αυτή τη λειτουργία δοθή σοι το χάρισμα των δακρύων, μη ψήφισης την εν αύτοις τρυφήν αργίαν εξ αυτής. Πλήρωμα γαρ της ευχής η χάρις η των δακρύων.


Εν τω καιρώ, εν ω η διάνοια σου εσκορπισμένη εστί, πλέον της ευχής τη αναγνώσει έμμεινον. Ου πάσα δε γραφή ωφέλιμος, καθώς ερρέθη. Πολύ πλέον των έργων την ησυχίαν αγάπησον. Τίμησον την ανάγνωσιν, εί δυνατόν, κρείττον της στάσεως. Αύτη γαρ πηγή εστί της καθαράς ευχής. Μη ούν αμελήσης παντελώς, νήφε δε εκ του μετεωρισμού. Της γάρ πολιτείας ρίζα η ψαλμωδία. 'Όμως και τούτο γνώθι, ότι της στιχολογίας της μετά του μετεωρισμού, τα έργα του σώματος πλέον ωφελούσι, το δε λυπείσθαι κατά διάνοιαν, τον κόπον υπερβάλλει του σώματος.

Εν τω καιρώ της αμελείας νήφε και κίνησον μικρόν τον τον ζήλον μεγάλως γαρ εξυπνίζει την καρδίαν και διαθερμαίνει τα νοήματα της ψυχής. Εξ εναντίας της επιθυμίας εν τω της αμελείας καιρώ, τη φύσει ο θυμός βοηθεί λύει γαρ την ψυχρότητα της ψυχής. Εκ τούτων γαρ των αιτίων είωθεν έρχεσθαι καθ ημών η αμέλεια η εκ του βάρους της γαστρός ή εκ των πολλών έργων.

Λόγος (32) ΛΒ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΒ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΑΘΑΡΑΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ



Kαθώσπερ πάσα η δύναμις των νόμων και των εντολών των δοθεισών τοις ανθρώποις παρά Θεού μέχρι της καθαρότητας της καρδίας διορίζεται κατά τον λόγον των Πατέρων, ούτω και πάντες οι τρόποι και τα σχήματα της προσευχής, άτινα τω Θεώ προσεύχονται οι άνθρωποι, μέχρι της καθαρας προσευχής διορίζονται. Οι τε γαρ στεναγμοί και οι γονυπετήσεις και αι καρδιακαί δεήσεις και οι γλυκύτατοι κλαυθμοί και πάντα τα εν τη προσευχή σχήματα, καθώς έφην, έως της καθαράς ευχής τον όρον κέκτηνται και εξουσίαν έχει κινείσθαι.


Από δε της καθαρότητος της προσευχής και μέχρι των ενδον, ηνίκα τον όρον τούτον διαβή, ουκ έτι έξει άδειαν ή διάνοια, ούτε εις προσευχήν ούτε εις κίνησιν ούτε κλαυθμούς ούτε εξουσίαν ούτε αυτεξουσιότητα ούτε δέησιν ούτε επιθυμίαν, ή τίνος ηδονήν των εν τώδε τω βίω ελπιζομένων ή των εν τω μέλλοντι αιώνι. Και δια τούτο μετά την καθαράν προσευχήν άλλη προσευχή ουκ εστί. Και πάσα ταύτης κίνησις και πάντα τα σχήματα έως ώδε τον νουν απάγουσι τη εξουσία της αυτεξουσιότητος δια τούτο άγων εν αυτή. Μετά δε τούτον τον όρον έκπληξις έσται τότε και ουχί προσευχή διότι πέπαυται τα της προσευχής, και θεωρία τις εστί, και ουχί προσευχήν προσεύχεται ο νους.

Πας τρόπος προσευχής γινόμενος δια κινήσεων γίνεται, ηνίκα δε ο νους εισέλθη εις τάς πνευματικάς κινήσεις, εκεί προσευχήν ουκ έχει. Αλλο εστίν η προσευχή και άλλο η εν αυτή θεωρία, ει και εξ αλλήλων τάς αφορμάς λαμβάνουσιν. Εκείνη μεν γαρ σπόρος, αυτή δε δραγμάτων άρσις, ένθα θέα ανεκλαλήτω εξίσταται ο θερίζων, πώς εξ ελαχίστων και γυμνών κόκκων, ων έσπειρε, τοιούτοι ανθηροί στάχυες ενώπιον αυτού εξαίφνης εβλάστησαν. Ούτος μένει εν τη ίδια γεωργία εκτός πάσης κινήσεως.

Λόγος (31) ΛΑ΄. ΛΟΓΟΣ ΛΑ': ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΗΣΥΧΙΑ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΤΟΥ ΝΟΟΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΜΕΧΡΙ ΤΙΝΟΣ ΕΧΕΙ ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑΝ ΤΟΥ ΚΙΝΗΣΑΙ ΤΑΣ ΙΔΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΕΝ ΤΗι ΔΙΑΦΟΡΑι ΤΩΝ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΣΧΗΜΑΤΩΝ. ΚΑΙ ΤΙΣ Ο ΤΗι ΦΥΣΕΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ ΟΡΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΤΙΝΟΣ ΜΕΧΡΙ ΕΞΟΥΣΙΑΖΕΙΣ ΕΝ ΑΥΤΗι ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΘΑΙ ΚΑΙ ΟΝ ΔΙΑΒΑΙΝΟΥΣΗΣ ΟΡΟΝ, ΜΗ ΕΙΝΑΙ ΤΑΥΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗΝ, ΕΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΗΓΟΡΙΑι ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΛΕΓΕΤΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΥΜΕΝΟΝ


Δόξα τω εκχέοντι πλουσίως τάς εαυτού δωρεάς εν τοις ανθρώποις, ότι, σαρκικούς όντας, εποίησεν αυτούς λειτουργείν αυτώ εν τάξει των ασωμάτων φύσεων και κατηξίωσε την των χοικών φύσιν λαλήσαι περί τοιούτων μυστηρίων, και μάλιστα αμαρτωλούς, καθ' ημάς, τους μη όντας άξιους, μήτε ακούσαι τοιούτων λόγων, αλλά τη χάριτι αυτού διήνοιξε την πώρωσιν της καρδίας ημών, του κατανοήσαι εκ της θεωρίας των Γραφών και διδαχής των μεγάλων Πατέρων.

Ου γαρ ηξιώθην εξ οικείου αγώνος έχειν πείραν ενός εκ χιλίων, ων εν ταίς εμαίς χερσί διεθέμην, και μάλιστα εν τώδε τω συγγράμματι, όπερ μέλλω εκθέσθαι, προς ερεθισμόν και φωτισμόν των ψυχών ημών και των εντυγχανόντων αυτώ, ίσως αν εξυπνισθώσι προσεγγίσαι τη εργασία εξ επιθυμίας τούτου.

Άλλο εστίν η ηδονή της προσευχής και έτερον εστίν η θεωρία της προσευχής, τιμιωτέρα δε της πρώτης η δευτέρα,όσον ο τέλειος άνθρωπος του ατελούς παιδιού. Ενίοτε εφηδύνονται οι στίχοι εν τω στόματι και στιχολογία αναρίθμητος γίνεται ενός στίχου εν τη προσευχή, μη συγχωρούσα έπ' άλλον στίχον δραμείν και κόρον ουκ οίδεν.

 Ενίοτε δε εκ της προσευχής τίκτεται θεωρία τις και την προσευχήν των χειλέων εκκόπτει και γίνεται εκείνος τη θεωρία σώμα άπνουν, εκπεπληγμένος. Το τοιούτον λέγομεν την της προσευχής θεωρίαν, και ουχί καθώς οι άφρονες λέγουσιν, είδος τίνος και μορφήν η σχήμα φαντασθέν

Λόγος (30) Λ΄. ΛΟΓΟΣ Λ': ΠΕΡΙ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ ΘΕΟΥ ΕΝ Ωι ΚΑΙ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ ΚΕΦΑΛΑΙΩΔΕΙΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ



H ευχαριστία του λαμβάνοντος ερεθίζει τον διδόντα του δούναι δωρήματα μείζονα των προτέρων.

Ο μη ευχαριστών επί τοις μικροτέροις, και επί τοις μείζοσι ψεύστης εστί και άδικος

Ο ασθενών και γινώσκων την αρρωστίαν αυτού, ζητείν οφείλει την ιατρείαν,ο δε ομολογών τον πόνον αυτού, εγγίζει τη θεραπεία αυτού και ευκόλως ευρήσει αυτήν. Σκληρά καρδία πληθύνονται οι πόνοι αυτής και του αρρώστου του τω ιατρώ αντιτασσομένου η κόλασις αυτού περισσεύεται.

Ούκ έστιν αμαρτία ασυγχώρητος, εί μη ο αμετανόητος, ουδέ δώρημα διαμένει χωρίς προσθήκης, εί μη το στερούμενον ευχαριστίας. Του άφρονος το μέρος μικρόν εστίν εν οφθαλμοίς αυτού.


Μημόνευε αεί των υπερεχόντων σου τη αρετή, του ιδείν σεαυτόν λειπόμενον του μέτρου αυτών διαπαντός, και γενού κατανοών αεί τάς ισχυροτέρας θλίψεις των τεθλιμμένων και κεκακωμένων, όπως την προσήκουσαν ευχαριστίαν αποδώσης υπέρ των μικρών και ευτελών των παρά σοι ευρισκομένων και δυνηθής μετά χαράς υπομείναι αυτάς.

Λόγος (29) ΚΘ΄. ΛΟΓΟΣ ΚΘ': ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΟΔΩΝ ΤΩΝ ΠΛΗΣΙΑΖΕΙΝ ΤΩ ΘΕΩ ΠΟΙΟΥΣΩΝ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

ΚΑΙ ΦΑΝΕΡΟΥΜΕΝΩΝ ΤΩι ΑΝΘΡΩΠΩι ΕΚ ΤΩΝ ΗΔΕΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΗΣ ΝΥΚΤΕΡΙΝΗΣ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ. ΚΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΕΝ ΤΗ ΔΙΑΓΩΓΗ ΤΑΥΤΗ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΜΕΛΙ ΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΠΑΣΑΣ ΤΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΑΥΤΩΝ

 

Μή νομίσης, ω άνθρωπε, ότι εν πάση τη εργασία των μοναχών έστι τις διαγωγή μείζων της αγρυπνίας της νυκτός. Αληθώς, αδελφέ, και μείζον εστί και αναγκαιότατον τω εγκρατεί. Εάν μη γένηται τω ασκητή σκορπισμός και ταραχή εν τοις σωματικοίς πράγμασι και εν τη μερίμνη των παρερχομένων, αλλά παρατηρήσηται εαυτόν από του κόσμου και φύλαξη εαυτόν μετά αγρυπνίας, τούτου ως δια πτερύγων πέταται η διάνοια εν βραχεί καιρώ και υψωθήσεται προς την τερπνότητα του Θεού και την δόξαν αυτού ταχέως καταντήσει, και εν τη γνώσει τη υπέρ ανθρωπίνην έννοιαν νήχετα δια της ελαφρότητος και κουφότητος αυτής.


Μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον. Αδύνατον γαρ τους εν τη διαγωγή ταύτη διαπαντός πολιτευόμενους άνευ χαρισμάτων μεγάλων παρά Θεού αφεθήναι δια την νήψιν αυτών και εγρήγορσιν της καρδίας, και δια την εμμέριμνον διαγωγήν των λογισμών αυτών προς αυτόν. Ψυχή η εν τη διαγωγή ταύτης της αγρυπνίας κοπιώσα και διαπρέπουσα οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν.

Εγώ μέν οίμαι αδύνατον είναι, τον μετά γνώσεως και διακρίσεως εκλεξάμενον εαυτώ τούτον τον κόπον τον μέγαν και θείον και το βάρος τούτο προαιρησάμενον βαστάσαι, μη αγωνίσασθαι εν τούτω τω δεδοξασμένω μέρει, ω έξελέξατο, και εν ημέρα διαφυλάξαι εαυτόν από της ταραχής των συντυχιών και της των έργων μερίμνης, ίνα μη κενός γένηται από της επικαρπίας της θαυμαστής και της μεγάλης τρυφής, της προσδοκώμενης τρυγηθήναι εξ αυτής. Ο μέντοι αμελών τού­του, θαρρώ λέγειν, ότι αγονεί τίνος χάριν κοπιά και του ύπνου απέχεται, και εν τη στιχολογία τη πολλή και τω μόχθω της γλώττης και τη ολονύκτω στάσει κακοπαθεί, μη έχων τον νουν αυτού εν τη ψαλμωδία αυτού και τη προσευχή, αλλ ως από συνήθειας αγόμενος κοπιά αδιακρίτως.
 
Και ει μη ταύτα ούτως εστίν, ως έφην, πώς αν εστέρηται του θερίζειν από του διηνεκούς σπέρματος αυτού, του εν τω κοπώ, τάς μεγίστας ευεργεσίας και επικαρπίας; Εί γαρ αντί τούτων των φροντίδων εξησχόλει εαυτόν εις την ανάγνωσιν των θείων Γραφών, την ενδυναμούσαν τον νουν, και μάλιστα ούσαν αρδείαν της προσευχής και βοηθούσαν εις την αγρυπνίαν, και ταύτης μεν ομόζυγον, φως δε της διανοίας υπάρχουσαν, εύρεν αν αυτήν οδηγόν είς την ευθείαν τρίβον και σπερματικήν της ύλης της θεωρίας εν τη προσευχή, την δεσμεύουσαν τάς ενθυμήσεις από του μετεωρισμού, του μη ρέμβεσθαι και νέμεσθαι εν τοίς ματαίοις και σπείρουσαν την μνήμην του Θεού εν τη ψυχή αδιαλείπτως και τάς οδούς των άγιων των ευαρεστησάντων αυτώ, την εμποιούσαν τον νουν κτήσασθαι λεπτότητα και σοφίαν, εύρεν αν πέπειρον τον καρπόν των τοιούτων εργασιών.

Λόγος (28) ΚΗ΄. ΛΟΓΟΣ ΚΗ': ΠΕΡΙ ΑΓΡΥΠΝΙΑΣ ΤΩΝ ΝΥΚΤΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΡΟΠΩΝ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΥΤΗΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

'Οταν θέλησης στήναι εν τη λειτουργία της αγρυπνίας σου συνεργούντος σοι του Θεού, ποίησον ως λέγω σοι. Κλίνον σου τα γόνατα κατά το έθος και ανάστα, και μη ευθέως άρξη της λειτουργίας σου, άλλ' όταν προσεύξη πρώτον και τελείωσης αυτήν και σφράγισης την καρδίαν σου και τα μέλη σου εν τω ζωοποιώ τύπω του σταυρού, στήθι ως εν ροπή ώρας σιωπών, έως αν αναπαυθώσιν αι αισθήσεις σου και οι λογισμοί σου γαληνιάσωσι, και μετά τούτο ύψωσον την θεωρίαν σου την εσωτέραν προς Κύριον και πείσον αυτόν εν λύπη ενισχύσαι την ασθένειάν σου και γενέσθαι την στιχολογίαν σου και τάς εννοίας της καρδίας σου ευαρέστους τω θελήματι αυτού τω αγίω. Και ειπέ ησύχως εν τη ευχή της καρδίας σου ούτω.


Ευχή

Κύριε Ιησού ο Θεός μου, ο επισκεπτόμενος την κτίσιν σου, ώ δήλα τα πάθη μου και η ασθένεια της φύσεως ημών και η ισχύς του αντιπάλου ημών, συ αυτός σκέπασαν με εκ της κακίας αυτού. Διότι η δύναμις αυτού κραταιά και η φύσις ημών ταλαίπωρος και η δύναμις μών ασθενής. Σύ ούν, αγαθέ, ο επισταμένος την ασθένειαν ημών, ό καί βαστάζων την δυσκολίαν της αδυναμίας ημών, φύλαξον με εκ της ταραχής των λογισμών και του κατακλυσμού των παθών, και άξιον ποίησον με ταύτης της λειτουργίας της αγίας, μήπως εν τοις πάθεσί μου φθείρω την γλυκύτητα αυτής καί ευρεθώ αναιδής ενώπιον σου και τολμηρός.

Δεί δε ημάς εν πάση ελευθερία πορεύεσθαι εν τη λειτουργία ημών, έξωθεν πάσης διανοίας νηπιώδους τεταραγμένης. Εάν δε ίδωμεν, ότι ώρα ουκ εστί πολλή και ορθρίζωμεν προ του τελειώσαι ημάς, εάσωμεν εκουσίως εν γνώσει δόξαν μίαν η και δύο εκ του έθους, ίνα μη γένηται τόπος τη ταραχή, αφανίσαι την γεύσιν της λειτουργίας ημών καί θολώσωμεν τους ψαλμούς της πρώτης ώρας.

Εαν, ηνίκα λειτουργείς, προσλαλήση σοι και ψιθυρίση ο λογισμός λέγων σοι, 'Τάχυνον ολίγον καί πληθύνεσθαι το έργον, και εκλυτρώση ταχέως, μη κανονίσης σεαυτόν εάν δε σφοδροτέρως οχλή εν τούτω, στράφηθι ευθέως εις τα οπίσω δόξαν μίαν ή όσον εθέλεις, και έκαστον στίχον βαστάζοντα τον τρόπον της ευχής μετά κατανοήσεως στιχολόγησον αυτόν πολλάς βολάς καί εάν πάλιν ταράξη σε ή σφίγξη κατά σου, άφες την στιχολογίαν καί θού το γόνυ εις προσευχήν και ειπέ Εγώ ου ρήματα θέλω μετρήσαι, αλλά τάς μονάς καταφθάσαι. Εν πάση γαρ τρίβω μου, η οδηγήσεις με, ταχέως εγώ εν αυτή πορεύσομαι. Εκείνος ο λαός ο χωνεύσας τον μόσχον εν τη ερήμω, τεσσαράκοντα έτη επορεύθησαν αυτήν διερχόμενοι, ανερχόμε­νοι και κατερχόμενοι τα όρη και τους βουνούς, και την γήν της επαγγελίας ουδέ μακρόθεν εθεάσαντο.

Εάν δε όταν αγρυπνής, η στάσις νικήση σε εκ του μήκους της εκτάσεως και ασθενήσης εκ της ατονίας και είπη σοι ο λογισμός, μάλλον δε ο κακομήχανος προσλαλήση τω λογισμώ, καθώς και τω όφει Τελείωσον, επεί ου δύνασαι στήναι', ειπέ αυτώ, Όύχ ούτως, αλλά καθίσαιμι κάθισμα εν (και αυτό κρείττον του ύπνου)'. Και εάν η γλώσσα μου σιωπά και ου λέγη ψαλμόν, η διάνοια μου δε αδολεσχή μετά του Θεού εν τη ευχή και τη ομιλία τη μετ' αυτού, η εγρήγορσις εκ παντός του ύπνου ωφελιμωτέρα εστίν.

Ουχί η στάσις δε όλη η αγρυπνία εστίν, ουδέ πάλιν η στιχολογία των ψαλμών μόνων, άλλ' έστιν: α', ο εν ψαλμοίς εκφέρων όλην την νύκτα* β', και εστίν ο εν μετανοία και ευχαίς κατανύξεως και καταλίσεσιν επί της γης, γ', και εστίν ο εν κλαυθμώ και δάκρυσι και θρήνοις επί τοις εαυτού παραπτώμασιν. Ερρέθη περί τίνος των πρώτων ημών, ότι τεσσαράκοντα έτη εις λόγος ην ή ευχή αυτού, "Εγώ ως άνθρωπος ήμαρτον, συ δε ως Θεός συγχώρησον'. Και ήκουον αυτού οί πατέρες μελετώντος τον στίχον εν λύπη ότι έκλαιε και ούχ ησύχαζε και αντί της λειτουργίας ην αυτώ αυτή η ευχή μόνη νυκτός και ημέρας δ΄ και έστιν ο ολίγα εσπέρας στιχολογών, το δε υπόλοιπον της νυκτός διατριβών είς τροπάρια ε', και έστιν ο εις δοξολογίαν και ανάγνωσιν στ', και εστί πάλιν ο τιθείς εαυτώ όρον μη κλίναι γόνυ κατ' εκείνον τον καιρόν, μεθ' ου επολέμει ο λογισμός της πορνείας.

Τω δε Θεώ ημών δόξα και κράτος είς τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Λόγος (27) ΚΖ΄. ΛΟΓΟΣ ΚΖ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ

 

H κίνησις των κάτω μελών του σώματος, η εκτός λογισμών οξύτερων γινομένη της άτοπου ηδονής, ήτις κινείται μετά πυρώσεως και έλκει την ψυχήν εις ταλαιπωρίαν απροαιρέτως, αδιστάκτως εκ της πλησμονής της γαστρός εστίν. Ει δε γε ίσως η μεν γαστήρ ευτακτεί εν τη διαίτη, τα δε μέλη απροαιρέτως είτε κάν οπωσούν κινούνται, γνώθι ότι εν τω σώματι βρύει το πάθος και όπλον ισχυρόν και ακαταμάχητον λογίζου είναι εν τω αγώνι τούτω το απέχεσθαι εκ της θέας των γυναικών. Διότι ο ενάντιος ου δύναται ενεργήσαι εν ημίν άπερ ή φύσις δύναται πράξαι εν τη δυνάμει αυτής. Μη γαρ νομίσης, ότι ή φύσις επιλανθάνεται των εν αυτή φυσικώς ενσπαρέντων εκ του θεού προς τεκνογονίαν και δοκιμασίαν των εν τω αγώνι, αλλ η αποχή των πραγμάτων νεκροί την επιθυμίαν εν τοις μέλεσι και λήθην και απώλειαν εμποιεί αυτοίς.

Άλλοι είσιν οι λογισμοί των μακράν απεχόντων πραγμάτων και απλώς παρερχομένων εν τη διανοία και κίνησιν μικράν και αμυδράν εμποιούντων αφ' εαυτών, άλλοι δε εισίν οι λογισμοί οι εν οράσει της ύλης βυθίζοντες την διάνοιαν αληθαργήτως και εκ του πλησιασμού κινούντες τα πάθη και τρέφοντες τον άνθρωπον, ως το έλαιον τρέφει την έξαψιν του λύχνου και το πάθος το ήδη νεκρωθέν και σβεσθέν εξάπτοντες και ταράσσοντες το πέλαγος του σώματος δια της κινήσεως του πλοίου της διανοίας.

 

Αύτη δε η κίνησις η φυσική, η εν ημίν κατοικούσα δια την προαίρεσιν ταράξαι εκ της καθαρότητος και οχλήσαι την σωφροσύνην ου δύναται. Ου γαρ δέδωκεν ο Θεός δύναμιν τη φύσει νικήσαι την προαίρεσιν την προς αυτόν, την καλήν, άλλ 'όταν τις κινηθή η εκ του θυμού ή εκ της επιθυμίας, ούχ η φυσική δύναμις αυτόν εξελθείν εκ του όρου της φύσεως και γενέσθαι έξωθεν εκ των οφειλομένων βιάζεται, αλλ΄ η προσθήκη ην ποιούμεν επί τη φύσει δια των αφορμών του θελήματος. Ο γαρ Θεός πάντα όσα εποίησε, καλώς και εμμέτρως εποίησε, και όσον το μέτρον της αναλογίας των φυσικών ορθώς εν ημίν φυλάττεται, τοσούτον αί φυσικαί κινήσεις ου δύνανται βιάσασθαι ημάς εκ της οδού εξελθείν, αλλά μόνον εν ευτάκτοις κινήσεσι κινείται το σώμα, ώστε ειδέναι μόνον, ότι εστίν εν ημίν το πάθος το φυσικόν, και ουκ εις το γαργαλίσαι και οχλήσαι, ώστε εμποδίσαι τον δρόμον της σωφροσύνης, ούτε πάλιν το σκοτώσαι τον νουν από θυμού και εκ της ειρήνης εις οργήν κινήσαι.
 
Εάν δε ημείς συναπαχθώμεν ποτέ τοις αισθητοίς (δι' ων τίνων και ο θυμός παρά φύσιν είωθε λαβείν ορμήν), ή εν βρώσει ή εν πόσει εν υπερβαλλούση ποσότητι ή εν πλησιασμώ γυναικών και θεωρία τούτων σχολάσαι ή εν ταίς ομιλίαις ταίς περί αυτών, εξ ων φλόξ επιθυμίας αναφλέγεται και σκιρτά εν τω σώματι, εντεύθεν την πραότητα την φυσικήν εις αγριότητα μεταβάλλομεν, ή δια το πλήθος του χυμού, ή δια τάς διαφόρους οράσεις των πραγμάτων.

Εστί δε ποτέ η κίνησις τούτων και εκ παραχωρήσεως, της δια την οίησιν ημών γινομένης. Και αυτή ουκ έστιν ως εκείνη. εκείνους γαρ τους πολέμους της ελευθερίας καλούμεν, οίτινες εστίν οδός της κοινής φύσεως, τον δε πόλεμον τον εκ παραχωρήσεως, τον εξ αιτίας της οιήσεως ημών γινόμενον, γινώσκομεν, ότε εν προσοχή και κόποις εν πλείονι χρόνω γενώμεθα και οιόμεθα τι κατωρθωκέναι, παραχωρούμεθα πολεμηθήναι, ίνα μάθωμεν την ταπείνωσιν. Οι δε λοιποί, οι άνευ της αίτιας ταύτης γινόμενοι ημίν υπέρ την δύναμιν, εκ της ραθυμίας ημών γίνονται. Διότι ή φύσις, όταν τίνα προσθήκην των αισθητών δια της γαστριμαργίας δέξηται, ου πείθεται λοιπόν φυλάξαι την τάξιν, την εκ της διαπλάσεως αυτής. Ο γαρ τάς θλίψεις και το απρόϊτον αποβαλών εκουσίως, τάς αμαρτίας αγαπάν βιάζεται. "Ανευ γαρ τούτων χωρισθήναι εκ των κολακευμάτων του φρονήματος ου δυνάμεθα. 'Όσον γαρ οι πόνοι πληθύνονται, ούτοι έλαττουνται, επειδή αι θλίψεις και οι κίνδυνοι αποκτείνουσι την ηδυπάθειαν των παθών, η δε ανάπαυσις τρέφει και αύξει αυτά.

Λοιπόν σαφώς εγνώσθη, ότι ο Θεός και οι Άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσιν, ό δε Διάβολος και οί εργάται αυτού εν αναπαύσει. Ει δε εν θλίψεσι και στενοχωρίαις τελειούνται αι εντολαί του Θεού, ημείς δε ταύτας εξουδενώσαμεν, λοιπόν αυτού του εντειλαμένου των εντολών καταφρονείν μηχανώμεθα. Δια τα πάθη άπερ γεννώνται εκ της αναπαύσεως ήμών καταργούμεν την αιτίαν της αρετής, ήγουν την στένωσιν και την θλίψιν, και κατά το μέτρον της αναπαύσεως της προσαγομένης ημίν, κατά τοσούτον τόπον ποιούμεν τοις πάθεσιν εν ημίν. Διότι εν σώματι στενοχωρουμένω ου δύνανται οι λογισμοί μετεωρηθήναι είς τα μάταια.

 

Όταν δε τις εν χαρά υπομένη τους κόπους και τάς θλίψεις, και τους λογισμούς κραταιώς χαλινώσαι δύναται. Διότι αυτοί οι λογισμοί αργούσιν εν κόποις. Όταν δε ο άνθρωπος μνημόνευση των πρώτων αυτού αμαρτιών και κόλαση εαυτόν, τότε καί ο Θεός φροντίδα ποιείται του αναπαύσαι αυτόν. Διότι χαίρει ο Θεός, ότι αυτός εαυτώ το επιτίμιον δέδωκε δια την παράβασιν της οδού του Θεού, όπερ σημείον εστί της μετανοίας. Και όσον αυτός πολλά βιάσεται την ψυχήν αυτού, τοσούτον πληθύνεται εκ του Θεού η τιμή αυτού. Πασά δε χαρά, ήτις ουκ έχει εξ αρετής την αιτίαν, η τοιαύτη παραυτίκα κινήσεις επιθυμιών εν τω ευρηκότι αυτήν διεγείρει. Σύνες δε τούτο, ότι επί πάσαν επιθυμίαν εμπαθή, ουκ επί την φυσικήν τούτο ειρήκαμεν.

Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.

Λόγος (26) ΚΣΤ΄. ΛΟΓΟΣ ΚΣΤ': ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΔΙΑΛΕΙΠΤΟΥ ΝΗΣΤΕΙΑΣ ΙΣΑΑΚ ΣΥΡΟΣ


ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΝΑΞΑΙ EΑΥΤΟΝ ΕΝ ΕΝΙ ΤΟΠΩ ΚΑΙ ΤΙ ΤΑ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ ΓΕΝΟΜΕΝΑ KΑΙ ΟΤΙ ΕΝ ΓΝΩΣΕΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΝ ΕΔΙΔΑΧΘΗ ΤΗΝ ΑΚΡΙΒΕΙΑΝ ΤΗΣ ΧΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΤΟΙΟΥΤΩΝ


Εν πολλώ καιρώ πειραζόμενος εν τοις δεξιοίς και αριστεροίς και εαυτόν δοκιμάσας εν τοις δυσί τρόποις τούτοις πολλάκις και δεξάμενος εκ του εναντίου πληγάς αναριθμήτους και αξιωθείς μεγάλων αντιλήψεων κρυπτώς, εκομισάμην εαυτώ πείραν εκ των μακρών χρόνων των ετών, και εν δοκιμασία και Θεού χάριτι ταύτα έμαθον. Ότι ο θεμέλιος πάντων των αγαθών και η ανάκλησις της ψυχής εκ της αιχμαλωσίας του εχθρού και η οδός η προς το φως και την ζωήν φέρουσα, ούτοι οι δύο τρόποι εισί. Το συνάξαι εαυτόν είς ένα τόπον, και το αεί νηστεύσαι, τουτέστι το κανονίσαι εαυτόν εν εγκρατεία γαστρός σοφώς και φρονίμως εν ακινήτω καθέδρα και αδιαλείπτω σχολή και μελέτη Θεού.


Εντεύθεν η των αισθήσεων υποταγή, εντεύθεν η του νου νήψις, εντεύθεν τα άγρια πάθη ημερούνται, τα εν τω σώματι κινούμενα, εντεύθεν ή πραότης των λογισμών, εντεύθεν αι της διανοίας φωτεινοί κινήσεις, εντεύθεν η σπουδή η προς τα έργα της αρετής, εντεύθεν τα υψηλά νοήματα και λεπτά, εντεύθεν τα άμετρα δάκρυα, τα εν παντί καιρώ γινόμενα, και του θανάτου η μνήμη. Εντεύθεν η σωφροσύνη η καθαρά, η τελείως απέχουσα εκ πάσης φαντασίας της την διάνοιαν πειραζούσης, εντεύθεν η οξυδέρκια και η οξύτης των μακράν όντων, εντεύθεν τα βαθύτερα των μυστικών νοημάτων, άπερ η διανοία καταλαμβάνει εν τη δυνάμει των θείων λογίων, και αϊ εσώτεραι κινήσεις, αϊ εν τη ψυχή γινόμεναι, και η διαφορά και η διάκρισις των πνευματικών εκ των αγίων δυνάμεων και των αληθινών οράσεων εκ των ματαίων φαντασιών. Εντεύθεν ο φόβος των οδών και των τριβών, ο εν τω πελάγει της διανοίας, ο κόπτων την ραθυμίαν και την αμέλειαν, και η φλόξ του ζήλου η καταπατούσα πάντα κίνδυνον και διαβαίνουσα πάντα φόβον, και η θέρμη η καταφρονούσα πάσης επιθυμίας και εκ της διανοίας αυτήν εξαλείφουσα και λήθην εμποιούσα πάσης μνήμης

των παρερχομένων μετά των άλλων. Και ίνα συντόμως είπω, η ελευθερία του αληθινού ανθρώπου και η χαρά της ψυχής και η ανάστασις η μετά του Χριστού εν τη βασιλεία.

Εί τις δε αμελήσει των δύο τούτων, γνώτω, ότι ου μόνον εκ πάντων τούτων των προειρημένων ζημιοί εαυτόν, αλλά και τον θεμέλιον πασών των αρετών διασείει εν τη καταφρονήσει των δύο τούτων αρετών. Και ώσπερ εισίν αύται αρχή και κεφαλή της θείας εργασίας εν τη ψυχή, και θύρα και οδός προς τον Χριστόν, εάν τις κράτηση αυτάς και εν αυταίς ύπομείνη, όντως εάν τις αναχωρήση εξ αυτών και αποπηδήση απ' αυτών, προς ταύτα τα δύο τα εναντία τούτων καταντά. Λέγω δη τον σωματικόν μετεωρισμόν και το γαστριμαργείν ασέμνως. Αύται αρχαί εισί των εναντίων των προειρημένων και χώραν παρέχουσι τοις πάθεσιν εν τη ψυχή.

Και η μεν πρώτη αρχή της μιάς, εν πρώτοις τάς αισθήσεις τάς υποταγείσας απολύει των δεσμών της συστολής. Και τι λοιπόν εκ τούτου γίνεται; Εντεύθεν άτοποι απαντήσεις και απροσδόκητοι, πλησιόχωροι των πτώσεων. Η ταραχή των ισχυρών κυμάτων, η εκ της οράσεως εξυπνιζομένη. Των οφθαλμών πύρωσις οξεία, κρατούσα του σώματος και συνέχουσα ολισθήματα ευχερή, εν τω φρονήματι γινόμενα. Λογισμοί ακρατείς, προς πτώσιν σπουδάζοντες. Η χλιαρότης του πόθου των έργων του Θεού και ατονία κατά μικρόν μικρόν της διαφοράς της ησυχίας, και του τελείως καταλείψαι τον κανόνα της πολιτείας αυτού.
Εγκαινισμός των επιλησθέντων κακών και διδαχή ετέρων, ων ουκ ηπίστατο, εκ των αεί επιγινομένων αυτώ δι' ακουσίων πολυτρόπων οράσεων, των εκ της μεταναστάσεως από χώρας είς χώραν και από τόπου εις τόπον συναντουσών αυτώ, και τα πάθη, άπερ δια της χάριτος του Θεού ήδη εκ της ψυχής νεκρωθέντα και δια της λήθης των μνημών των εν τη διανοία απολεσθέντα, πάλιν ταύτα προς κίνησιν άρχονται διεγείρεσθαι και την ψυχήν προς εργασίαν αυτών αναγκάζειν. Και ίνα μη όλα τα λοιπά λέγω και διηγήσωμαι, ταύτα μεν εκ της πρώτης εκείνης αιτίας ανοίγονται έπ' αύτω, τουτέστιν εκ του μετεωρισμού του σώματος και του μη υπομείναι την της ησυχίας ταλαιπωρίαν.

Τί δε εκ της άλλης, τουτέστι του άρξασθαι εν τω έργω των χοίρων; Και τι εστί το έργον των χοίρων, ή το αόριστον αφιέναι την γαστέρα και διαπαντός εμπιπλάν αυτήν και μη έχειν καιρόν δεδηλωμένον προς την του σώματος χρείαν καθώς οι λογικοί; Και τί λοιπόν γίνεται εκ τούτου; Εντεύθεν καρηβαρία και βάρησις τον σώματος πολλή μετά χαλασμού των ώμων. Όθεν ανάγκη απολειφθήναι εκ της λειτουργίας του Θεού.
Και οκνηρία γαρ επιγίνεται είς το μη ποιείν μετανοίας εν αυτή αμέλεια των συνήθων προσκυνήσεων σκότωσις και ψυχρότης της διανοίας νους παχύς και αδιάκριτος εκ των ταραχών και των πολλών σκοτώσεων των λογισμών γνόφος παχύς και ζοφώδης, ηπλωμένος εν όλη τη ψυχή αηδία πολλή εν παντί έργω του Θεού, άμα δε και εν τη αναγνώσει, δια το μη γεύσασθαι αυτόν της ηδύτητος των λογίων του Θεού αργία πολλή των αναγκαίων νους ακράτητος και μετεωριζόμενος εν πάση τη γή χυμός πολύς συναγόμενος εν πάσι τοις μέλεσι φαντασίαι ακάθαρτοι ταίς νυξί δια φασμάτων βεβήλων και ατόπων εικόνων, πεπληρωμένων επιθυμίας, εν τη ψυχή διαβαινούσης και εν αυτή τη ψυχή τα εαυτής θελήματα αποπληρούσης ακαθάρτως. Και η στρώμνη δε του αθλίου και τα ενδύ­ματα αυτού και αυτό το σώμα όλον μολύνεται δια το πλήθος της αισχράς ρεύσεως, της ως από πηγής εξ αυτού βλυζούσης και τούτο ου μόνον εν τη νυκτί, αλλά και εν ημέρα συμβαίνει αυτώ το γαρ σώμα πάντοτε ρέει και μιαίνει την διανοίαν, ώστε αυτόν δια τούτων των πραγμάτων την σωφροσύνην απαρνήσασθαι η γαρ ηδύτης των γαργαλισμών ενεργείται εν όλω τω σώματι αυτού εν αδιαλείπτω πυρώσει και ανυπομονήτω.

Και λογισμοί δε απατηλοί συμβαίνουσιν αυτώ, εικονίζοντες κάλλος κατέναντι αυτού και ερεθίζοντες αυτόν εν παντί καιρώ και γαργαλίζοντες τον νουν εν τη ομιλία αυτών. Και αδιστάκτως συνδυάζει αυτοίς εν τη μελέτη αυτών και εν τη επιθυμία αυτών, δια το σκοτισθήναι αυτού το διακριτικόν. Και τούτο εστίν όπερ είπεν ο Προφήτης «τούτο το ανταπόδομα της αδελφής Σοδόμων, ήτις τρυφώσα ήσθιεν άρτον είς πλησμονήν», και τα εξής. Και τούτο δε ερρέθη υπό τίνος των μεγάλων σοφών, ότι Ει τις θρέψει το σώμα αυτού εν τρυφή μεγάλως, είς πόλεμον εκβάλλει την εαυτού ψυχήν, και εάν ποτέ έλθη είς εαυτόν και ζήτηση βιάσασθαι είς το κρατήσαι εαυτού, ου δύναται, δια την υπερβάλλουσαν πύρωσιν των κινήσεων του σώματος και δια την βίαν και την ανάγκην των ερεθισμών και των γαργαλισμάτων των την ψυχήν αιχμαλωτιζόντων εν τοις θελήμασιν αυτών. Οράς ώδε λεπτότητα τούτων των αθέων; Και πάλιν ο αυτός λέγει  Η τρυφή του σώματος εν απλότητι και υγρότητι, της νεότητος τα πάθη εν τη ψυχή οξέως κτάσθαι παρασκευάζει, και περικυκλοί αυτήν ο θάνατος, και εμπίπτει ούτος υπό την κρίσιν του Θεού.

Ψυχή δε η αδολεσχούσα αεί εν τη μνήμη των οφειλομένων, αναπαύεται εν τη ελευθερία εαυτής και αι φροντίδες αυτής μικραί, και ου μεταμελείται εν τινί, πρόνοιαν ποιουμένη υπέρ της αρετής, ηνιοχούσα τα πάθη και φυλάττουσα την αρετήν, είς αύξησιν και χαράν αμέριμνον και ζωήν αγαθήν και λιμένα ακίνδυνον άγει. Απολαύσεις γαρ σωματικαί ου μόνον ενισχύουσι τα πάθη και στερεούσιν αυτά κατά της ψυχής, αλλά και εκριζούσιν αυτήν εκ των ριζών αυτής. Και συν τούτοις εξάπτουσι την γαστέρα εις ακρασίαν και αταξίαν όρων άκρας ασωτίας, και παρά καιρόν την χρείαν του σώματος εκτελείν βιάζονται. Και ο πολεμούμενος εν τούτοις ου θέλει υπομείναι μικράν πείναν και εξουσιάσαι εαυτού, διότι ηχμαλωτίσθη υπό των παθών.

Ούτοι εισίν οι καρποί της αισχύνης, οι εκ της γαστριμαργίας. Και οι προ τούτων είσιν οι καρποί της υπομονής, της εν ενί τόπω και ησυχία διαγωγής. Δια τούτο και ο εχθρός τους καιρούς επισταμένος των χρειών ημών των φυσικών, δι' ων η φύσις κινείται προς την χρείαν αυτής, και ότι ο νους εκ του μετεωρισμού των οφθαλμών ρέμβεται και εκ της αναπαύσεως της γαστρός, σπουδάζει και αγωνίζεται ερεθίσαι ημάς προσθήκην ποιήσασθαι εις την φυσικήν χρείαν και σπείραι εν ημίν σχήματα λογισμών πονηρών εν τοις τοιούτοις καιροίς, ώστε, εάν ενδέχηται, υπερισχύσαι τα πάθη κατά της φύσεως δια την περισσοτέραν συμπλοκήν και καταποντίσαι τον άνθρωπον εν τοις πτώμασι.

Διά τούτο έδει ημάς, ώσπερ ο εχθρός γινώσκει τους καιρούς, ούτω και ημάς γνωρίσαι την ασθένειαν ημών και την δύναμιν της φύσεως ημών, ότι ανίκανος εστί προς τάς ορμάς και τάς κινήσεις εκείνων των καιρών και προς την λεπτότητα των λογισμών, των ως χνούν όντων τη λεπτότητι κατέναντι των οφθαλμών ημών, και ότι ου δυνάμεθα οράν εαυτούς και απαντήσαι τοις συμβαίνουσιν ημίν και δια την πολλήν δοκιμασίαν, ην επειράσθημεν υπό του εχθρού, και εν ταλαιπωρία εξ αυτού ελάβομεν πολλάκις, του λοιπού σοφίσασθαι και μη εάσαι εαυτούς ριφθήναι του ποιήσαι το θέλημα της ημών αναπαύσεως και ηττάσθαι εκ της πείνης, αλλά μάλλον καν καταπονήση ημάς η πείνα η στένωση, μη σαλευθώμεν εκ του τόπου της ησυχίας ημών και καταντήσωμεν όπου ευχερώς συμβαίνουσιν ημίν τα τοιαύτα, μηδέ σκευάσωμεν εαυτοίς αφορμάς και τρόπους, όπως εκ της ερήμου εξέλθωμεν. Ταύτα γαρ είσι τα επιτηδεύματα του εχθρού τα φανερά. Εάν δε υπομείνης εν τη ερήμω, ου μη πεψασθής. Ου γαρ οράς εν αυτή γυναίκα ούτε τι βλάπτον την πολιτείαν σου, ούτε φωνάς απρεπείς ακούεις.


Τί σοι και τη οδώ της Αιγύπτου; Ίνα πίης το ύδωρ Γηών»; Νοεί τι σοι λέγω. Δείξον τω εχθρώ την υπομονήν σου και το δοκίμιον σου εν τοις μικροίς, ίνα μη ζήτηση παρά σου τα μεγάλα. Όρος δε έστωσαν σοι τα μικρά ταύτα, ίνα δια τούτων καταβάλης τον αντίπαλον, όπως μη σχολάση και ορύξη σοι παγίδας μεγάλας. Ο γαρ μη πειθόμενος τω εχθρώ, μηδέ πέντε βήματα εξελθείν εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσαι δύναται εαυτόν εκ της ερήμου εξελθείν ή πλησιάσαι κώμη; Και ο μη καταδεχόμενος παρακύψαι δια θυρίδος εκ του ησυχαστηρίου αυτού, πώς πείσει εαυτόν εξελθείν εξ αυτού; Και ο μόλις εν εσπέρα πειθόμενος μετασχείν τροφής ελαχίστης, πώς προς καιρού εσθίειν υπό των λογισμών αυτού δελεασθήσεται; Και ο εκ των ευτελών ερυθριών εμπλησθήναι, πώς εκ των μεγάλων ορεχθήσεται; Και ο μηδέ προς το ίδιον σώμα πειθόμενος κατιδείν, πώς προς τα αλλότρια κάλλη τούτον δελεάσει περιεργάσασθαι;

Δήλον ούν, ότι εξ αρχής εν τοις μικροίς καταφρονών, ηττάται τις, και ούτως αφορμήν παρέχει τω εχθρώ πολεμείν αυτώ εν τοις μεγάλοις. Επεί, ο της πρόσκαιρου ζωής μη ποιούμενος πρόνοιαν του μηδέ προς βραχύ εμμείναι εν αυτή, πώς φοβηθήσεται τας κακώσεις και τας θλίψεις τας προς τον θάνατον τον προσφιλή φερούσας; Ούτος εστίν ο πόλεμος της διακρίσεως, ότι οι σοφοί ου συγχωρούσιν εαυτούς προς τους μεγάλους αγώνας παρασκευάσασθαι αλλ' η υπομονή, η ενδεικνυμένη εν τοις μικροίς υπ' αυτών, αύτη εστίν η φυλάττουσα αυτούς του μη πεσείν εις τους μεγάλους κόπους.

Πρώτος μεν ούν ο διάβολος την αδιάλειπτον προσοχήν της καρδίας αγωνίζεται καταργήσαι. Ειθ' ούτω πείθει και τους δεδηλωμένους καιρούς της προσευχής και του κανόνος του σωματικώς γενομένου καταφρονήσαι. Και ούτω πρώτον χαυνούται ο λογισμός, προ του καιρού μετασχείν τροφής, εν τοις ελαχίστοις και μικροίς και ουδαμινοίς, και μετά την πτώσιν της καταλύσεως της εγκράτειας αυτού, διολισθαίνει εις ακρασίαν και ασωτείαν. Και πρώτον μεν ηττάται, μάλλον δε ελάχιστον ηγείται εν οφθαλμοίς αυτού ατενίσαι εις την γύμνωσιν του σώματος αυτού ή εις άλλην τινά καλλονήν των μελών αυτού όταν αποδύηται τα ιμάτια αυτού ή όταν έξέλθη έξω προς την χρείαν του σώματος ή προς ύδωρ και χαυνώση τα αισθητήρια αυτού, ή εισαγάγη την χείρα αυτού θαρσαλέως έσωθεν των ιματίων αυτού και ψηλάφηση το σώμα αυτού και τότε ανακύψουσιν αυτώ αλλά και αλλά. Και ο πρώτην την ασφάλειαν του νοός φυλάσσων και δι' εν τούτων λυπούμενος, τότε ανοίγει καθ' εαυτού μεγάλας και χαλεπάς εισόδους.

Οι γαρ λογισμοί, ιν' ως εν υποδείγματι είπω, ως ύδωρ εισί, και όσον συνέχονται πάντοθεν, εν τη ευταξία αυτών πο­ρεύονται, εάν δε εκείθεν μικρόν επί τα έξω εξέλθωσι, κατάλυσιν φραγμού και ερήμωσιν πολλήν κατεργάζονται. Ίσταται γαρ ο εχθρός κατανοών και παρατηρών και εκδεχόμενος νυχθημερώς κατέναντι των οφθαλμών ημών, και περισκοπεί δια ποίας εισόδου των αισθητηρίων ημών ανοιχθείσης αυτώ εισέλθη. Αμελείας δε τίνος εις εν των προρρηθέντων ημίν γενομένης, τότε και αυτός ο δόλιος και αναιδής κύων τα αυτού ημίν εξαποστέλλει βέλη. Και ποτέ μεν αύτη η φύσις αφ' εαυτής την ανάπαυσιν αγαπά και την παρρησίαν και τον γέλωτα και τον μετεωρισμόν και την ραθυμίαν και γίνεται πηγή των παθών και πέλαγος ταραχής, ποτέ δε ο ενάντιος υποβάλλει ταύτα τη ψυχή. Αλλ' ημείς αλλάξωμεν λοιπόν τους μεγάλους κόπους ημών εν τοις μικροίς κόποις ημών, ους ηγούμεθα ουδέν. Ει γαρ ούτοι, ως εδείχθη, οι παρ’ ημών καταφρονούμενοι, τοσούτους αγώνας μεγάλους και κόπους δυσκατορθώτους και πάλας συγκεχυμένας και πληγάς μεγίστας αποστρέφουσι, τίς μη σπεύση δια των μικρών τούτων της εισαγωγής κόπων την γλυκείαν ευρείν ανάπαυσιν;

Ω σοφία, πόσον θαυμαστή υπάρχεις καί πώς προβλέπεις τα πάντα πόρρωθεν. Μακάριος ο ευρών σε, εκ γαρ της ραθυμίας της νεότητος ηλευθέρωται. Ει τις εμπορεύεται δια μικράς εμπορεύσεως, ήτοι περιποιήσεως την ιατρείαν των μεγάλων παθών, καλώς ποιεί. Και γαρ ποτέ τις των φιλοσόφων, εν χαυνότητι κινηθείς και αισθηθείς, θάττον διωρθώσατο εαυτόν καθήμενος εξαίφνης. Και ιδών αυτόν άλλος, εγέλασε χάριν τούτου. Ο δε απεκρίθη

Ου διά τούτο εφοβήθην, άλλ' εκ της καταφρονήσεως φοβούμαι διότι πολλάκις και η μικρά καταφρόνησις μεγάλων κινδύνων πρόξενος γίνεται. Τω δε παρά τάξιν γενέσθαι και ταχέως διορθώσασθαι εμαυτόν, έδειξα εμαυτόν νήφοντα και το μηδέ ον άξιον φόβου καταφρονούντα.

Τούτο γαρ εστί φιλοσοφία, ίνα τις και εν τοις ελαχίστοις και μικροίς, τοις γινομένοις παρ' αυτού, αεί νήφει. Αναπαύσεις γαρ μεγάλας θησαυρίζει εαυτώ και ούχ υπνοί, ίνα μη συμβή αυτώ τι ενάντιον, αλλά τάς αιτίας κόπτει προ καιρού και δια των ελαχίστων πραγμάτων υποφέρει την μικράν λύπην, εξαφανίζων δι' αυτής την μεγάλην.

Οι δε άφρονες προτιμώσι την μικράν ανάπαυσιν την εγγύς υπέρ την απέχουσαν βασιλείαν, αγνοούντες ότι κρείσσον υπομείναι κολάσεις εν τω αγώνι, υπέρ το αναπαυθήναι εν τη στρώμνη της επιγείου βασιλείας εν κατακρίσει ραθυμίας. Τοις σοφοίς γαρ ποθητός εστίν ο θάνατος υπέρ του μη κατηγορηθήναι, ότι άνευ νήψεως ετέλεσάν τι εν τοις έργοις αυτών. Διό και λέγει ο σοφός «Γενού εγρήγορος και νηφάλιος υπέρ της ζωής σου. Συγγενής γαρ εστίν ο ύπνος της διανοίας, και εικών του αληθινού θανάτου». Ο δε θεοφόρος Βασίλειος φησίν «Όστις είς τα μικρά εαυτού ονκηρός εστί, μη πιστεύσης αυτώ είς τα μεγάλα διαπρέψαι».

Υπέρ ων μέλλεις ζην, μη ακηδιάσης, μηδέ οκνήσης υπέρ αυτών αποθανείν. Σημείον γαρ εστί της ακηδίας η μικροψυχία, μήτηρ δε εστί των δύο τούτων η καταφρόνησις. Δειλός άνθρωπος σημαίνει, ότι υπό δύο νόσων νοσεί - λέγω δη υπό φιλοσωματίας και ολιγοπιστίας, η δε φιλοσωματία σημείον εστί της απιστίας. Ο δε τούτων καταφρονών βεβαιούται, ότι τω Θεώ πιστεύει ολοψύχως και τα μέλλοντα εκδέχεται.

Εάν τις εκτός κινδύνων και αγώνων και πειρασμών τω Θεώ προσήγγισε, και συ αυτόν μίμησαι. Η ευτολμία της καρδίας και η καταφρόνησις των κινδύνων από ενός των δύο αφορμών τούτων γίνεται, ή εκ της σκληροκαρδίας, ή εκ της πολλής πίστεως της προς τον Θεόν. Και τη μεν σκληροκαρδία ακολουθεί υπερηφανία, τη δε πίστει ταπεινοφροσύνη καρδίας. Ου δύναται άνθρωπος κτήσασθαι ελπίδα προς τον Θεόν, ει μη πρώτον ετελείωσε το θέλημα αυτού κατά μέρος. Η γαρ ελπίς η προς τον Θεόν και η της καρδίας ανδρεία εκ της μαρτυρίας της συνειδήσεως γεννώνται, και δια της αληθινής μαρτυρίας της διανοίας ημών την προς τον Θεόν πεποίθησιν έχομεν. Η μαρτυρία δε της διανοίας γίνεται εν τω μη κατακρίνεσθαι τινά εν μηδενί υπό του συνειδότος, ότι ημέλησεν εις το οφειλόμενον κατά την δύναμιν αυτού. Εάν δε η καρδία ημών μη κατακρίνη ημάς, παρρησίαν προς τον Θεόν εχομεν. Η παρρησία ούν εκ των κατορθωμάτων των αρετών και της καλής συνειδήσεως προσγίνεται. Σκληρόν γούν εστί το δουλεύσαι τω σώματι. Όστις δε ολίγον εκ πολλού αίσθηται της ελπίδος της προς τον Θεόν, ουκ έτι πεισθήσεται κατ' ανάγκην δουλεύσαι τω σκληρώ τούτω δεσπότη, τω σώματι.


Περί της σιωπής και της ησυχίας

Το αεί σιωπάν και η φυλακή της ησυχίας εκ των τριών τούτων αιτιών εν τινι γίνονται ή δια την δόξαν των ανθρώπων ή δια την θερμότητα του ζήλου της αρετής ή ότι ομιλίαν τινά θείαν τις έχει εντός εαυτού και η διανοία αυτού έλκεται προς αυτήν. Ει τις γούν μίαν των εσχάτων ουκ έχει, εξ ανάγκης την πρώτην ασθένειαν ασθενεί. Αρετή εστίν, ούχ η φανέρωσις των πολλών και διαφόρων πράξεων, των δια του σώματος επιτελουμένων, αλλ 'η σοφωτάτη καρδία εν τη ελπίδι αυτής. Συνάπτει γαρ αυτήν τοις κατά Θεόν έργοις ο ορθός σκοπός.

Η μεν γαρ διάνοια δύναται χωρίς πράξεων σωματικών επιτελέσαι το αγαθόν, το δε σώμα εκτός της σοφίας της καρδίας, καν εργάσηται, ου δύναται ωφεληθήναι όμως ούχ υποφέρει ο άνθρωπος του Θεού, όταν άδειαν εύρη αγαθοεργίας, εί μη δείξη την αγάπην εν κόπω της εργασίας αυτού προς τον Θεόν. Η μεν πρώτη τάξις πάντοτε κατευοδούται, η δε δευτέρα πολλάκις κατευοδούται, ποτέ δε και ου. Μη νομίσης δε, ότι το πράγμα τούτο μικρόν εστίν, ίνα τις εκ των αίτιων των παθών μακράν απέχη πάντοτε.

Τω δε Θεώ ημών είη δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.