Ανθρωπος
όσον εστίν εν αμελεία, εκ της ώρας του θανάτου φοβείται, ότε δε απαντήσει τω
Θεώ, εκ της απαντήσεως της κρίσεως, όταν δε ολοτελώς έλθη εις τούμπροσθεν εν τη
αγάπη, ταύτα τα δύο καταπίνονται. Πώς δε τούτο; Ότι, ότε εν τη γνώσει και τη
πολιτεία του σώματος ίσταταί τις, εκ του θανάτου πτοείται, και όταν εν τη
γνώσει τη ψυχική και τη αγαθή πολιτεία, γένηται, εν τη μνήμη της κρίσεως της
μελλούσης κινείται η διάνοια αυτού εν πάση ώρα. Διότι εν αυτή τη φύσει ορθώς
ίσταται και εν τη τάξει τη ψυχική κινείται και αναστρέφεται εν τη γνώσει εαυτού
και τη πολιτεία, και προς τον πλησιασμόν του Θεού καλώς καθίσταται. Όταν δε
φθάση την γνώσιν εκείνην της αληθείας εν τη κινήσει της αισθήσεως των μυστηρίων
του Θεού και εν τη στερεώσει της ελπίδος των μελλόντων, εν τη αγάπη
καταπίνεται.
Εκείνος
ο σωμάτειος και καθ' ομοιότητα του ζώου φοβούμενος την θυσίαν, ο λογικός δε εκ
της κρίσεως του Θεού φοβείται, ο δε γενόμενος υιός, εις την αγάπην καλλώπιζεται
και ουκ εν τη πτοούση ράβδω παιδαγωγείται. «Εγώ δε και ο οίκος του πατρός μου
τω Κυρίω δουλεύσωμεν».
Ο
φθάσας την αγάπην του Θεού, ουκ έτι πάλιν επιθυμεί διαμείναι ενταύθα. Ή αγάπη
γαρ καταργεί τον φόβον. Αγαπητοί, διότι γέγονα μωρός, ούχ υπομένω φυλάξαι το
μυστήριον εν σιωπή, αλλά γίνομαι άφρων, δια την των αδελφών ωφέλειαν. Διότι
αύτη εστίν η αγάπη η αληθινή, ήτις ου δύναται υπομείναι εν τινι μυστηρίω εκ των
αγαπητών αυτής.
Πολλάκις
ότε ταύτα έγραφον, υπελείποντό μου οι δάκτυλοι επί τον χάρτην, και ούχ υπέφερον
κατέναντι της ηδονής της εμπιπτούσης εν τη καρδία μου και τάς αισθήσεις
κατασιγαζούσης. Όμως μακάριος, ου η αδολεσχία εν τω Θεώ αεί και εαυτόν εκ
πάντων κατέσχε των κοσμικών και προς αυτόν μόνον γέγονεν εν τη ομιλία της
γνώσεως αυτού, και ει μακροθυμήσειεν, ου βραδύνει μακρόν ιδέσθαι καρπόν.
Η
χαρά η εν Θεώ ισχυρότερα εστί της ενταύθα ζωής, και ο ευρών αυτήν, ου μόνον εις
τα πάθη ου περιβλέψεται, άλλ' ουδέ επί την εαυτού ζωήν επιστραφήσεται, ουδέ
αίσθησις ετέρα γενήσεται εκείθεν, εί εξ αληθείας γέγονεν αύτη. Ή αγάπη
γλυκυτέρα της ζωής και γλυκυτέρα η κατά Θεόν σύνεσις, εξ ης η αγάπη τίκτεται
υπέρ μέλι και κηρίον. Ουκ έστι λύπη τη αγάπη δέξασθαι υπέρ των άγαπώντων αυτήν
μέγαν θάνατον.
Η
αγάπη γέννημα εστί της γνώσεως, και η γνώσις γέννημα εστί της υγείας της ψυχής.
Ή υγεία της ψυχής εστί δύναμις, ήτις εκ της υπομονής της μακράς γέγονεν.
Και
τί εστίν η γνώσις; Αίσθησις της ζωής της αθανάτου.
Καί
τι εστίν η ζωή η αθάνατος; Αίσθησις εν Θεώ. Ότι εκ της συνέσεως η αγάπη. Ή δε
κατά Θεόν γνώσις βασιλεύς εστί πασών των επιθυμιών, και τη δεχόμενη καρδία
αυτήν, πάσα εν τη γη γλυκύτης περισσή εστί. Τη γαρ γλυκύτητι της επιγνώσεως του
Θεού ουκ εστίν ουδέν όμοιον.
Ευχή
: Κύριε πλήρωσον την καρδάν μου ζωής αιωνίου.
Ζωή
αιώνιος εστι παράκλησις εις Θεόν και ο ευρών παρακλησιν εν Θεώ περιττήν
ηγείσθαι την κοσμικήν.
Πόθεν
αισθάνεται ο άνθρωπος ότι εδέξατο σοφίαν εκ του Πνεύματος; Εξ εκείνης της
διδασκούσης αυτόν εν τωκρύπτω αυτού και εν ταίς αισθήσεσι τους τρόπους της
ταπεινώσεως. Και αποκαλύπτεται αύτώ εν τη διανοία αυτού, πώς δεχθήσεται η
ταπείνωσις.
Πόθεν
δε αισθάνεται τις, ότι έφθασεν αυτήν; Εξ ων αηδίζεται αρεσθήναι τω κόσμω εν
ταίς αναστροφαίς αυτού ή τω λόγω, και μισητή εστίν εν οφθαλμοίς αυτού η δόξα
του κόσμου τούτου.
Καί
τί εισί τα πάθη; Προσβολαί εισίν, αίτινες εν τοις πράγμασι του κόσμου τούτου
ετέθησαν, κινούσαι το σώμα προς την χρείαν αυτού την αναγκαστικήν και ου
παύονται προσβάλλουσαι όσον ούτος ο κόσμος εστίν. Άνθρωπος δε αξιωθείς της
χάριτος της θείας και γευσάμενος και αισθηθείς τίνος υπερέχοντος τούτων, ουκ
εισέρχεσθαι ταύτας εις την εαυτού καρδίαν αφίησιν. Ότι εν τω τόπω των προσβολών
κατεκράτησεν άλλη επιθυμία κρείττων αυτών. Και ούτε δε αύται προσεγγίζουσι τη
καρδία, αυτού ούτε τα τικτόμενα εξ αυτών, άλλ' ίστανται έξω αργαί, ούχ ότι
προσβολαι ουκ εισί των παθών, άλλ' ότι η καρδία η δεχόμενη αυτάς νεκρά εστίν εν
αυταίς και ζη εν τινι άλλω · ούχ ότι έληξεν εκ της φυλακής της διακρίσεως και
των έργων, αλλ' ότι ουκ εστίν εν τη διανοία αυτού όχλησις τίνος. Έκορέσθη γαρ ή
συνείδησίς αυτού από τρυφής άλλου τινός.
Καρδία
η δεξαμένη αίσθησιν των πνευματικών και της θεωρίας του μέλλοντος αιώνος εν
ακρίβεια, εν τοιούτω τρόπω γίνεται τη συνειδήσει εν τη μνήμη των παθών, οίω αν
κεκορεσμένος άνθρωπος τροφής τιμίας γένοιτο επί τροφή άλλη μη τοιαύτη
παρακειμένη ενώπιον αυτού, μη προσεχών αυτή το παράπαν, μηδέ επιθυμών, αλλά
μάλλον βδελυττόμενός τε και αποστρεφόμενος ου μόνον δια το εαυτής βδελυρόν τε
και έμμυσον, αλλά και δια τον κόρον της προτέρας καλλίστης, ης ετράφη τροφής.
Ούχ ώσπερ ο σκορπίσας το μέρος αυτού και επιθυμήσας των κερατίων, δια το
προφθάσαι σκορπίσαι τον πατρικόν πλούτον όν είχε.
Καί
πάλιν ουκ εστίν, ο εμπιστευθεις θησαυρόν, καθεύδων. Εάν φυλάξωμεν τον νόμον της
νήψεως και το έργον της διακρίσεως εν γνώσει, εξ ων καρπούται η ζωή, παντελώς ο
άγων των προσβολών των παθών τη διανοία ου προσεγγίζει. Ουκ εκ του αγώνος δε
κωλύονται εις την καρδίαν εισελθείν, άλλ' εκ του κόρου της συνειδήσεως και εκ
της γνώσεως της ψυχής, ης επληρώθη, και εκ της επιθυμίας των θεωριών των θαυμάσιων
των ευρισκομένων εν αύτη. Ταύτα εκώλυσαν τάς προσβολάς, μη προσεγγίσαι αυτή ούχ
ότι εχωρίσθη εκ της φυλακής, καθώς είπον, και των έργων της διακρίσεως, άπερ
φυλάττουσι την γνώσιν της αληθείας και το φως το ψυχικόν, αλλ ότι ουκ έχει
αγώνα η διάνοια, δια τάς αιτίας, ας προείπομεν.
Τό
βρώμα γαρ των πτωχών τοις πλουσίοις βδελυκτόν εστίν, ομοίως και το βρώμα των
αρρώστων τοις υγιαίνουσιν. Άλλ' ο πλούτος και η υγεία εκ της νήψεως και της
επιμελείας συνίσταται, Όσον γαρ ζη τις, χρήζει της νήψεως και της επιμελείας
και του εξυπνισμού, του φυλάξαι τον εαυτού θησαυρόν, εάν δε τον όρον αυτού
καταλείψη, νοήσαι έχει και κλαπήναι. Ου μέχρι δε του τον καρπόν ιδέσθαι δέον
εργάζεσθαι, άλλ' έως της εξόδου χρεών αγωνίζεσθαι. Πολλάκις γαρ τον καρπόν
πεπανθέντα, καταβάλλει εξάπινα χάλαζα.
Ο
μισγόμενος εν πράγμασι και λύων εαυτόν εις ομιλίας, ουκ έτι πιστεύεται, ότι η
υγεία αυτού προσμείναι έχει εν αυτώ. Όταν προσεύχη, ταύτην την προσευχήν ειπέ.
Κύριε,
αξίωσον με νεκρωθήναι τη συνομιλία του αιώνος τούτου εν αληθεία.
Και
γίνη, ότι πάσαν δέησιν συνήγαγες. Αγώνισαι δε το έργον τούτο πληρώσαι εν σοι.
Εάν γαρ το έργον ακολουθήση τη ευχή, αληθώς εν τη ελευθερία έστηκας του
Χριστού.
Νέκρωσις
δε του κόσμου εστίν, ου το αποστήναι της κοινωνίας της ομιλίας τινά των
πραγμάτων αυτού μόνον, αλλά το μη επιθυμήσαι τίνος των αγαθών αυτού εν τη
ομιλία της διανοίας αυτού.
Εαν
εν τη μελέτη τη αγαθή εθίσωμεν εαυτούς, αισχυνόμεθα εκ των παθών, όταν αυτοίς
απαντήσωμεν. Και γινώσκουσι τούτο οι κτησάμενοι πείραν εν εαυτοίς. Αλλά και εκ
των αιτιών των παθών αισχυνθήναι έχομεν προσεγγίσαι αυτοίς. Όταν εις έργον
τινός υπέρ της αγάπης του Θεού ακολουθήσαι επιθυμής, δός κατά της επιθυμίας
αυτού τον όρον του θανάτου, και όντως εν τω πράγματι εις τον βαθμόν της
μαρτυρίας αξιωθήση αναδραμείν έφ' έκαστον πάθος και βλάβην τινά των απαντώντων
σοι έσωθεν εκείνου του ορού ου μη καταλάβης, εάν μέχρι τέλους υπομείνης και μη
χαυνωθής. Ή μελέτη του ασθενούς λογισμού ασθενή ποιεί την ισχύν της υπομονής, η
δε στερεά διάνοια και την δύναμιν, ην ουκ έχει η φύσις, παρέχει τω ακολουθούντι
τη μελέτη αυτής.
Ευχή
Κύριε,
αξίωσόν με μισήσαι την ζωήν μου, δια την ζωήν την εν σοι.
Η
πολιτεία του κόσμου τούτου όμοια εστί τοις σχεδιάζουσί τίνα γράμματα των εν
σχεδίοις ακμήν υπαρχόντων και ότε θέλει τις και επιθυμεί, προστίθησιν εν αυτοίς
και αφαιρείται και ποιεί εναλλαγήν εν τοις γράμμασιν. Ή πολιτεία δε των
μελλόντων όμοια εστί τοις χειρογράφοις τοις γραφείσιν εν σωματίοις καθαροίς και
σφραγισθείσιν εν τη σφραγίδι τη βασιλική, εν οίς ούτε προσθήκη ούτε έλλειψις.
Όσον ούν εσμέν εν μέσω της αλλοιώσεως, προσέχωμεν εαυτοίς, και ηνίκα
εξουσιάζομεν εις το χειρόγραφον της ζωής ημών, όπερ δια των χειρών ημών
γεγραφήκαμεν, αγωνισώμεθα ποιήσαι εν αυτώ προσθήκην εν πολιτεία αγαθή, και
απαλείψωμεν εξ αυτού τα ελαττώματα της πρώτης πολιτείας. Όσον γαρ εν τω κοσμώ
τούτω εσμέν, ου τίθησιν ο Θεός την σφραγίδα, ούτε επί τοις αγαθοίς ούτε επί
τοις κακοίς, έως της ώρας της εξόδου, εν η τελειούται το έργον της πατρίδος
ημών και ερχόμεθα εις την άποδημίαν.
Και
καθώς είπεν ό άγιος Εφραιμ Πρέπει λογίζεσθαι ημάς, ότι όμοια εστίν η ψυχή ημών
πλοίω ετοίμω, μη γινώσκοντι πότε επέρχεται αυτώ ο άνεμος, και στρατώ, μη ειδότι
πότε σαλπίσει η πολεμική σάλπιγξ. Και εάν ταύτα φησι δια την διαφοράν την
μικράν ούτως, και ίσως στρέφονται πάλιν, πόσον δέον άρα ημάς ευτρεπίζεσθαι και
προπαρασκεοάζεσθαι προ εκείνης της ημέρας της αποτόμου και γέφυρας και θύρας
του καινού αιώνος;
Δώη
ημίν ο Χριστός ο μεσίτης της ζωής ημών ετοιμασίαν, επερείδεσθαι εκείνη τη
αποφάσει της προσδοκίας, ο έχων την δόξανκαι την προσκύνησιν και την ευχαριστίαν
εις αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου