(Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς)
101. Αν δε διαφέρουν μεταξύ τους οι θείες ενέργειες, τότε και η δημιουργική δύναμη δε διαφέρει από την πρόγνωση. Αφού λοιπόν ο Θεός άρχισε κάποτε να δημιουργεί, άρα άρχισε και να προγνωρίζει. Και πώς είναι Θεός αυτός που δεν προγνωρίζει προαιώνια τα πάντα;
102. Αν η δημιουργική ενέργεια του Θεού δε
διαφέρει από τη θεία πρόγνωση, τότε τα δημιουργήματα θα συμβαδίζουν με
την πρόγνωση του Θεού, και θα δημιουργήθηκαν ανάρχως, αφού ο Θεός θα τα
δημιούργησε ανάρχως, ακριβώς επειδή ανάρχως και Αυτός προγνωρίζει, και
όσα προγνωρίζει, προγνωρίζονται ανάρχως. Και πώς είναι Θεός, αφού τα
δημιουργήματά Του δεν είναι διόλου μεταγενέστερα από Αυτόν;
103. Αν δε διαφέρει σε τίποτε από την πρόγνωση του Θεού η δημιουργική Του ενέργεια, τότε ούτε το να δημιουργεί υπόκειται στη θέληση, αφού δεν υπόκειται και η πρόγνωση. Επομένως ο Θεός δε δημιουργεί επειδή θέλει, αλλά μόνο επειδή το έχει αυτό στη φύση Του. Πώς όμως είναι Θεός εκείνος που δημιουργεί χωρίς θέληση;
103. Αν δε διαφέρει σε τίποτε από την πρόγνωση του Θεού η δημιουργική Του ενέργεια, τότε ούτε το να δημιουργεί υπόκειται στη θέληση, αφού δεν υπόκειται και η πρόγνωση. Επομένως ο Θεός δε δημιουργεί επειδή θέλει, αλλά μόνο επειδή το έχει αυτό στη φύση Του. Πώς όμως είναι Θεός εκείνος που δημιουργεί χωρίς θέληση;
104. Ο Θεός ο ίδιος είναι μέσα στον εαυτό
Του, αφού οι τρείς θείες υποστάσεις συμφύονται και αλληλοσυνέχονται
αΐδια και περιχωρούνται ασύγχυτα η μία μέσα στην άλλη. Ακόμη ο Θεός
είναι μέσα στο παν, και το παν είναι μέσα στο Θεό, ο Θεός ως Αυτός που
συνέχει, και το παν ως αυτό που συνέχεται από το Θεό. Επομένως τα πάντα
μετέχουν στη συνεκτική ενέργεια του Θεού, αλλ' όχι στην ουσία Του. Γι'
αυτό και οι Θεολόγοι το ότι Αυτός είναι πανταχού παρών λένε πως είναι
ενέργεια του Θεού.
105. Και εκείνοι που ευαρέστησαν το Θεό και πέτυχαν το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν, δηλαδή τη θέωση —γιατί γι' αυτό μας έπλασε ο Θεός, όπως λένε, για να μας κάνει δηλαδή κοινωνούς της θεότητάς Του(Β΄ Πέτρ. 1, 4)—, κι αυτοί λοιπόν είναι μέσα στο Θεό, αφού από Αυτόν θεοποιούνται, και ο Θεός μέσα σ' αυτούς, αφού Αυτός τους θεοποιεί. Επομένως κι αυτοί μετέχουν στη θεία ενέργεια, αν και με άλλο τρόπο, και όχι στην ουσία του Θεού. Γι' αυτό και οι Θεολόγοι λένε ότι η θεότητα είναι όνομα της θείας ενέργειας.
106. Η υπερούσια και υπέρζωη και υπέρθεη και υπεράγαθη φύση, αν είναι υπεράγαθη και υπέρθεη και τα όμοια, ούτε να ειπωθεί μπορεί, ούτε να νοηθεί, ούτε γενικά να εξεταστεί θεωρητικά, γιατί είναι έξω από όλα και υπεράγνωστη και εγκατεστημένη πάνω από τους υπερουράνιους νόες με δύναμη απεριόριστη, και ποτέ κανένας δεν μπορεί καθόλου ούτε να τη συλλάβει, ούτε να την εκφράσει. Ούτε και υπάρχει όνομα γι' Αυτήν που με αυτό να ονομάζεται, ούτε στον παρόντα αιώνα, ούτε στον μέλλοντα(Εφ. 1, 21). Ούτε λόγος που να σχηματίζεται στην ψυχή ή να προφέρεται με το στόμα. Ούτε καμία επαφή ή μέθεξη, αισθητή ή νοερή, αλλά ούτε και καμία φαντασία. Γι' αυτό οι Θεολόγοι θεωρούν πλησιέστερή Της την τελειότατη ακαταληψία με χρήση αρνήσεων, που διατυπώνει όλα όσα Αυτή είναι ή γενικά λέγεται, με υπεροχική αφαίρεση. Γι' αυτό ούτε ουσία ούτε φύση είναι θεμιτό να την ονομάσει κυριολεκτικά, όποιος έχει επίγνωση της αλήθειας πάνω από κάθε αλήθεια. Κι επειδή πάλι είναι αιτία των πάντων, και γύρω από Αυτήν και ένεκα Αυτής είναι τα πάντα και Αυτή είναι πριν απ' όλα, και γενικά και απεριόριστα όλα τα έχει περιλάβει μέσα Της, απ' όλα αυτά μπορούμε να την ονομάσομε —καταχρηστικά, αλλά όχι κυριολεκτικά. Επομένως μπορούμε να την ονομάζομε και ουσία και φύση· και κυρίως την ουσιοποιητική πρόοδο και ενέργεια του Θεού. Γιατί και ο Μέγας Διονύσιος, αυτή θεωρεί ως το πραγματικό θεολογικό όνομα της ουσίας του όντως Όντος.
107. Μπορεί να βρει κανείς και στα κτιστά όντα και στο Θεό, περιπτώσεις που το όνομα της φύσεως να αποδίδεται και στα φυσικά γνωρίσματα. Έτσι, ο πιο θεολογικός από τους Γρηγορίους λέει κάπου στα Έπη του: «Ιδού, η φύση του Βασιλιά μου δίνει ευτυχία». Το να δίνει βέβαια δεν αποτελεί φύση κανενός, αλλά είναι φυσικό γνώρισμα του ευεργετικού. Και για τη φωτιά μπορεί να πει κανείς ότι είναι στη φύση της να πηγαίνει προς τα επάνω και να φωτίζει όσους τη βλέπουν, όμως ούτε η προς τα επάνω κίνηση ούτε ο φωτισμός είναι η φύση της φωτιάς, αλλά η αρχή της κινήσεώς της. Ονομάζονται λοιπόν φύση και τα φυσικά γνωρίσματα, όπως λέει κάπου ο Μέγας Διονύσιος: «Είναι φύση στο Αγαθό το να παράγει και να σώζει», δηλαδή τούτο αποτελεί ιδιότητα της φύσεώς Του. Όταν λοιπόν ακούσεις να λένε οι Πατέρες ότι η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, να νοήσεις ότι αναφέρονται σ' αυτήν που δεν εξέρχεται από τον εαυτό της, ούτε φανερώνεται· όταν πάλι ακούσεις ότι είναι μεθεκτή, να νοήσεις την πρόοδο και τη φανέρωση και την ενέργεια του Θεού που αποτελούν φυσικό γνώρισμά Του. Όταν δεχτείς και τα δύο μ' αυτό το νόημα, θα είσαι σύμφωνος με τους Πατέρες.
108. Ακόμη και το πιο μικρό μέρος της ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της. Έτσι, η φλόγα λάμπει, φωτίζει, διαλύει και καίει όσα την εγγίσουν, έχει εκ φύσεως το να κινείται από τον εαυτό της και να φέρεται προς τα επάνω, και γενικά έχει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς της οποίας είναι μέρος. Κι η σταγόνα επίσης έχει όλες τις ιδιότητες του νερού, και ο μεταλλικός σβώλος έχει όλες τις ιδιότητες του μετάλλου από το οποίο αποσπάστηκε. Αν λοιπόν υποθέσομε ότι μετέχομε στην αφανέρωτη εκείνη ουσία του Θεού, είτε μετέχει κανείς σ' όλη, είτε σε ελάχιστο μέρος της, θα είναι παντοδύναμος. Κι έτσι το καθένα από τα όντα θα είναι παντοδύναμο. Αυτό όμως δεν το έχομε ούτε όλοι μαζί, ακόμη κι αν λογαριάσεις την κτίση στο σύνολό της. Αυτό δείχνει ολοκάθαρα ο Παύλος μαρτυρώντας ότι και σ' αυτούς που ευτύχησαν να έχουν τα θεοποιά χαρίσματα του Πνεύματος, δεν τα διαθέτει όλα ο καθένας· αλλά, όπως λέει, σε άλλον δίνεται λόγος σοφίας, σε άλλον λόγος γνώσεως, σε άλλον κάτι άλλο από το ίδιο Πνεύμα(Α΄ Κορ. 12, 8). Ο Χρυσόστομος πάλι, αποκρούοντας από πριν φανερά την πλάνη των αντιθέτων, λέει ότι δεν τα έχει κανείς όλα, για να μη νομίσει ότι η χάρη είναι φύση. Αλλά ούτε κανείς φρόνιμος άνθρωπος θα θεωρούσε κτιστή τη χάρη που αντιδιαστέλλεται εδώ προς τη θεία φύση. Γιατί δεν υπάρχει φόβος να νομίσει κανείς ποτέ το κτίσμα ότι είναι φύση του Θεού. Και γιατί, αν και η χάρη του Πνεύματος διαφέρει από τη θεία φύση, δεν αποχωρίζεται όμως από αυτήν, αλλά μάλλον ελκύει όσους αξιώθηκαν να τη λάβουν, προς τη συνάφεια με το Άγιο Πνεύμα.
109. Απ' όσα μετέχεται η ουσία, τόσες έχει και τις υποστάσεις. Όπως όσες λαμπάδες ανάψει κανείς από μιά λαμπάδα, τόσες υποστάσεις της φωτιάς έκανε. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη των αντιπάλων μας, μετέχεται η ουσία του Θεού, και μάλιστα απ' όλα, συμβαίνει τότε να μην είναι τρισυπόστατη, αλλά μυριοϋπόστατη. Ποιος όμως απ' όσους έχουν γαλουχηθεί με τα θεία δόγματα δε γνωρίζει ότι αυτό είναι δάνειο από τους Μασσαλιανούς; Ότι δηλαδή μετέχουν στην ουσία του Θεού εκείνοι που έφτασαν στο άκρον της αρετής —όπως βέβαια την καταλαβαίνουν αυτοί. Τη βλασφημία τούτων, οι αντίπαλοί μας φιλοτιμούνται να ξεπεράσουν και ισχυρίζονται ότι όχι μόνο όσοι ξεχώρισαν στην αρετή, αλλά όλοι γενικά μετέχουν στη θεία ουσία, με την ανοητότατη πρόφαση, ότι αυτή είναι παρούσα παντού. Ο μέγας όμως Θεολόγος Γρηγόριος, ανασκευάζοντας από τότε τις φρενοβλαβείς γνώμες και αυτών και εκείνων, λέει: «Ο Χριστός ονομάστηκε έτσι για τη θεότητά Του, η οποία είναι χρίση της ανθρώπινης φύσεώς Του. Η χρίση αυτή αγιάζει όχι με την ενέργεια, όπως γινόταν (στην Π. Διαθήκη) με τους άλλους χριστούς, αλλά με την παρουσία όλου Εκείνου που χρίει». Και οι θεόσοφοι Πατέρες, σε σύνοδό τους, αποφάνθηκαν ότι ενοικεί βέβαια η θεότητα σ' εκείνους που έχουν καθαρθεί όσο πρέπει, αλλά όχι κατά τη θεία φύση Της. Ούτε λοιπόν κατά την ουσία, ούτε κατά κάποια υπόσταση γίνεται κανείς μέτοχος του Θεού. Κανένα από αυτά τα δύο δε μερίζεται καθόλου, ούτε μεταδίδεται καθόλου σε κανένα. Γι' αυτό και ως προς αυτά ο Θεός είναι τελείως αχώρητος σε όλους, αν και είναι, ως προς αυτά, παρών παντού. Η κοινή όμως ενέργεια και δύναμη της τρισυπόστατης φύσεως μερίζεται κατά διαφόρους τρόπους ανάλογα με τους μετέχοντες, και γι' αυτό γίνεται χωρητή σ' όσους έχουν τη χάρη. Γιατί το Άγιο πνεύμα —για να χρησιμοποιήσομε τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου—, δε μετέχεται στον ίδιο βαθμό από τους άξιους, αλλά διαιρεί την ενέργειά Του ανάλογα με την πίστη τους, και είναι απλό κατά την ουσία, ποικίλο όμως κατά τις δυνάμεις.
110. Εκείνο που λέγεται ότι μετέχει σε κάτι, έχει ένα μέρος από αυτό· γιατί αν δε μετέχει σ' ένα μέρος αλλά στο όλο, τότε η κυριολεξία θα ήταν ότι το έχει κι όχι ότι μετέχει σ' αυτό. Άρα το μετεχόμενο είναι μεριστό, αφού το μετέχον είναι ανάγκη να μετέχει σ' ένα μέρος του. Η ουσία όμως του Θεού είναι τελείως αμέριστη, επομένως είναι και τελείως αμέθεκτη. Ότι η θεία ενέργεια έχει την ιδιότητα να μερίζεται, το δηλώνει ρητά σε πολλά μερη των λόγων του ο Χρυσόστομος. Αυτή λοιπόν είναι που μετέχεται από όσους έχουν αξιωθεί τη θεουργό χάρη. Άκουσε λοιπόν πάλι τον ίδιο, τον χρυσό στη γλώσσα, να διδάσκει ολοφάνερα και τα δύο, ότι δηλαδή η ενέργεια του Θεού είναι εκείνη που μερίζεται αμερίστως και μετέχεται, και όχι η αμέθεκτη ουσία, από την οποία πηγάζει η θεία ενέργεια. Αναφέροντας πρώτα το ευαγγελικό χωρίο «Όλοι εμείς πήραμε από τον πλούτο Του»(Ιω. 1, 16), λέει: «Αν στην περίπτωση της φωτιάς, όπου αυτό που μερίζεται είναι ουσία και σώμα, και τη μερίζομε και δεν τη μερίζομε, πόσο περισσότερο ισχύει αυτό για την ενέργεια, και μάλιστα ενέργεια από ασώματη ουσία;».
111. Ας πούμε και τούτο· όταν μετέχει κανείς στην ουσία κάποιου, είναι ανάγκη να έχει κοινή ουσία με το μετεχόμενο και ως ένα σημείο την ίδια. Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ ότι ο Θεός κι εμείς έχομε κοινή σε κάποιο σημείο ουσία; Και αυτά, όταν ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Οι ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν προς εμάς, η ουσία Του όμως μένει απρόσιτη». Και ο θείος Μάξιμος λέει: «Όλα όσα είναι ο Θεός, θα είναι και όποιος θεωθεί με τη χάρη, εκτός από την ταυτότητα κατά την ουσία». Ώστε λοιπόν ούτε εκείνοι που θεώθηκαν με τη χάρη δεν είναι δυνατό να μετέχουν στη θεία ουσία. Είναι όμως δυνατό να μετέχουν στη θεία ενέργεια. Αυτό φαίνεται στα λόγια των Αγίων. «Σ' αυτό με οδηγεί εδώ το μετρημένο φως της αλήθειας, να δω και να νιώσω τη λαμπρότητα του Θεού», λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Και η λαμπρότητα του Θεού μας είναι επάνω σε μας»(Ψαλμ. 89, 17), λέει ο ψαλμωδός Προφήτης. Και ο Μάξιμος που συναριθμείται με τους Αγίους, διακηρύττει γραπτώς ότι είναι μία η ενέργεια του Θεού και των Αγίων και ότι αυτοί είναι ζωντανές εικόνες του Χριστού, και ίδιοι μάλλον με Αυτόν κατά τη χάρη, παρά απλώς όμοιοι.
112. Ο Θεός είναι ο ίδιος μέσα στον εαυτό Του, και οι τρείς θείες Υποστάσεις συνέχονται μεταξύ τους και περιχωρούνται η μία μέσα στην άλλη φυσικά, ολικά, αιώνια και αδιάσπαστα και συγχρόνως χωρίς να συμφύρονται ή να συγχέονται, έτσι ώστε να είναι μία και η ενέργειά Τους, πράγμα που δεν μπορεί να βρει κανείς σε καμιά περίπτωση κτιστού όντος (γιατί είναι βέβαια όμοια η ενέργεια στα ομογενή όντα, αλλά επειδή η κάθε υπόσταση ενεργεί χωριστά, χωριστή είναι και η ενέργεια). Δε γίνεται όμως έτσι και στις τρεις εκείνες θείες και προσκυνητές Υποστάσεις. Γιατί εκεί η ενέργεια είναι αληθινά μία και η αυτή, αφού μία είναι η κίνηση του θείου βουλήματος, που ξεκινάει από τον Πατέρα ως από αρχική αιτία, προχωρεί διά του Υιού και φανερώνεται με το Άγιο πνεύμα. Αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα, γιατί από αυτά γνωρίζομε κάθε φυσική ενέργεια. Αυτό που συμβαίνει με τα χελιδόνια, που το καθένα φτιάχνει τη φωλιά του όμοια με των άλλων, αλλά ξεχωριστή, ή με τους γραφείς, που ο καθένας γράφει ξεχωριστή σελίδα, ακόμη κι αν είναι ίδιο το κείμενο, δε συμβαίνει στην περίπτωση του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, να βλέπομε δηλαδή ιδιαίτερο αποτέλεσμα από κάθε μία από τις τρείς Υποστάσεις, αλλά όλη η κτίση είναι έ'να έργο και των Τριών. Και μέσα από την κτίση, έχομε μυηθεί από τους Πατέρες, να νοούμε ότι είναι μία και η αυτή η θεία ενέργεια των τριών προσκυνητών Προσώπων, κι όχι ξεχωριστή για το καθένα και απλώς όμοια του ενός με του άλλου.
113. Ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα, είναι ο ένας μέσα στον άλλο χωρίς να συγχέονται ή να συμφύρονται, και απ' αυτό γνωρίζομε ότι μία είναι ακριβώς η κίνηση και η ενέργειά Τους. Η ζωή λοιπόν και η δύναμη που έχει μέσα Του ο Πατέρας, δεν είναι διαφορετική απ' ό,τι στον Υιό, αφου κι ο Υιός εχει την ίδια μ' Εκείνον ζωή και δύναμη. Το ίδιο ισχύει με τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Κι όποιοι νομίζουν ότι δε διαφέρει διόλου η θεία ενέργεια από τη θεία ουσία, επειδή ζωή μας είναι όχι άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, κι επειδή Αυτός είναι η προαιώνια ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά καθ' Εαυτόν, αυτοί είναι δυσσεβείς και αμαθείς. Αμαθείς, επειδή δεν έμαθαν ακόμη οτι η υπέρτατη Τριάδα δεν είναι "κάποιος άλλος", παρά ο ίδιος ο Θεός, κι όμως αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να διαφέρει η Μονάδα από την Τριάδα. Και δυσσεβείς, γιατί αφανίζουν και την ουσία και την ενέργεια, τη μία με την άλλη. Εκείνο δηλαδή που αναφέρεται σε άλλο, δεν είναι ουσία. Και εκείνο που είναι καθ' εαυτό, δεν αναφέρεται σε άλλο. Αν λοιπόν αυτά (ουσία και ενέργεια) δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους, αλληλοαναιρούνται. Ή μάλλον, εξαίρουν από τον κατάλογο των ευσεβών εκείνους που λένε ότι αυτά δε διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους.
114. Εμείς όμως ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού είναι για μας ζωή κατά την αιτία και την ενέργεια και ότι ο Ίδιος είναι ζωή αυτός καθ' εαυτόν, ολότελα άσχετα και ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε, και λέμε ότι και τα δύο αυτά τα έχει κατά τρόπο άκτιστο. Το ίδιο ομολογούμε και για τον Πατέρα και το Άγιο πνεύμα. Επομένως και αυτή η Ζωή μας, η οποία μας ζωοποιεί ως αιτία των ζώντων, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Γιατί ο τρισυπόστατος Θεός μας λέγεται ζωή μας ως αιτία. Μα κι όταν η θεία ζωή θεολογείται όχι ως αιτία, ούτε σε αναφορά προς κάτι άλλο, αλλά καθ' εαυτήν και άσχετα από ό,τι άλλο, και πάλι τίποτε άλλο δεν είναι, παρά ο Πατέρας, αλλά βέβαια και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Όλα αυτά δεν εμποδίζουν καθόλου εκείνους που πιστεύουν ότι ο Θεός είναι άκτιστος, όχι μονάχα ως προς την ουσία και τις Υποστάσεις, αλλά και ως προς την κοινή θεία ενέργεια των Τριών. Γιατί θεολογούμε ένα Θεό σε τρεις Υποστάσεις, που έχει μία και την ουσία και τη δύναμη και την ενέργεια και όσα άλλα θεωρούνται γύρω από την ουσία. Αυτά λέγονται και άθροισμα και πλήρωμα της θεότητας κατά τη Γραφή(Κολ. 2, 9), και θεωρούνται και θεολογούνται εξίσου για κάθε μία από τις τρείς άγιες Υποστάσεις.
115. Μερικοί αθετούν τη θεία αυτή ενέργεια, και άλλοτε λένε ότι είναι κτιστή, άλλοτε ότι δε διαφέρει διόλου από τη θεία ουσία, κι άλλοτε πάλι, εισάγοντας άλλο κακόδοξο νεωτερισμό, δογματίζουν ότι η μόνη άκτιστη ενέργεια του Πατέρα είναι ο Μονογενής Του Υιός. Και για να στηρίξουν αυτή τη γνώμη τους, επικαλούνται τα λόγια του ιερού Κυρίλλου, που λέει: «Η ζωή που έχει ο Πατέρας μέσα Του, δεν είναι άλλη παρά ο Υιός. Και η ζωή που είναι μέσα στον Υιό, δεν είναι άλλη παρά ο Πατέρας. Κι έτσι αληθεύει Εκείνος που είπε· "Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα, κι ο Πατέρας μέσα σ' εμενα"(Ιω. 14, 11)». Γι' αυτό εμείς, με κάθε δυνατή συντομία, θα επισημάνομε το νόημα των λόγων αυτών του αγίου Κυρίλλου και θα ελέγξομε τη δυσσέβεια εκείνων που από ζοφερή άγνοια αντιλέγουν σ' εμάς. Ισχυρίζονται λοιπόν κακώς ότι ο Υιός δεν είναι μόνο ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά και κατώτερος, γιατί δεν έχει το ζην και τη ζωή από τη φύση Του, αλλά τα έλαβε έπειτα και τα έχει κατά μετοχή και προσθήκη, και γιατί παίρνει και δέχεται τη ζωή από τον Πατέρα, σύμφωνα με το ρητό: «Όπως ο Πατέρας έχει μέσα του ζωή, έτσι έδωσε και στον Υιό να έχει μέσα του ζωή»(Ιω. 5, 26). Σ' εκείνους λοιπόν που εξηγούν με τόση δυσσέβεια το ευαγγελικό αυτό χωρίο αντιλέγει με τα παραπάνω ο θείος Κύριλλος. Γιατί ο Θεός λέγεται ζωή και κατά την ενέργεια, ως Αυτός που ζωοποιεί τα ζώντα· επειδή Αυτός είναι η ζωή όσων ζουν την κατά φύση ζωή, ως Δημιουργός της φύσεως, αλλά και όσων ζουν τη θεία ζωή, ως χορηγός της χάρης. Λέγεται όμως και ζωή Αυτός καθ' εαυτόν, όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά ελεύθερα και ανεξάρτητα εντελώς. Θέλοντας ακόμη ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι και κατά τα δύο αυτά, ο Υιός δε διαφέρει καθόλου από τον Πατέρα κι ότι αν ο Υιός δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κατώτερος ούτε χρονικά δεύτερος κατά την ουσία από τον Πατέρα, κοντά σε πολλά άλλα λέει και αυτό: «Ο Υιός δεν έχει ύπαρξη επειδή δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αλλ' επειδή υπάρχει, δέχεται κάτι». Και συμπεραίνει: «Επομένως, δε θ' αναγκάσει τον Υιό το γεγονός ότι έλαβε κάτι από τον Πατέρα, να είναι χρονικά δεύτερος κατά την ουσία». Δε δέχεται δηλαδή ότι η ζωή που έχει ο Πατέρας και που από τον Πατέρα λαμβάνει ο Υιός, είναι η θεία ουσία.
116. Ακόμη, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι ο Υιός του Θεού, αν και κατά την ενέργεια λέγεται ζωή σε σχέση με τα όντα που ζουν, επειδή τα ζωοποιεί και ονομάζεται ζωή τους, δεν είναι ωστόσο σ' αυτό ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά από τη φύση Του είναι γι' αυτά ζωή και τα ζωοποιεί, όπως και ο Πατέρας, γράφει παρακάτω: «Αν ο Υιός δεν είναι ζωή κατά τη φύση Του, πώς θα αποδειχθεί αληθές εκείνο που είπε: "Όποιος πιστεύει σ' εμένα, έχει ζωή αιώνια"(Ιω. 6, 47), ή το άλλο: "Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου κι εγώ δίνω σ' αυτά ζωή αιώνια"(Ιω. 10, 27-28); Επειδή λοιπόν η ζωή είναι φυσικό Του προσόν και ενυπάρχει στην ουσία Του, υπόσχεται να τη δώσει σ' εκείνους που πιστεύουν σ' Αυτόν». Πώς λοιπόν υπάρχει περίπτωση να σκεφτούμε ότι ο Υιός δεν έχει ζωή, αλλ' ότι την έλαβε από τον Πατέρα; Ας ντραπούν λοιπόν οι φρενοβλαβείς, που όταν ακούσουν ότι η ζωή είναι φυσικό προσόν του Θεού, λένε ότι αυτή είναι η ουσία του Θεού. Γιατί βέβαια δε χαρίζει την ουσία Του σ' εμάς τους πιστούς ο Πατέρας ή ο Υιός ή το Άγιο πνεύμα. Μακριά τέτοια ασέβεια.
117. Ο Μέγας Κύριλλος στη συνέχεια, αντικρούοντας με την ίδια δύναμη εκείνους που φρονούν τα του διαβόλου, λέει: «Αφού ο Υιός προήλθε από τον Πατέρα, πήρε όλα τα φυσικά Του προσόντα (γνωρίσματα). Ένα από αυτά είναι και η ζωή». Λέγοντας "ένα από τα προσόντα του Πατέρα", απέδειξε σαφώς ότι αυτά είναι πολλά. Αν λοιπόν, η ζωή αυτή είναι η ουσία του Θεού, τότε σύμφωνα μ' εκείνους που φρονούν έτσι, ο Θεός έχει πολλές ουσίες. Εκτός λοιπόν από τη δυσσέβεια, δεν υστερεί και σε υπερβολική αμάθεια, το να ταυτίζουν το ον (την ουσία) με το προσόν, έστω και σε κάτι. Πολύ περισσότερο ανόητο είναι το να λένε ότι σε τίποτε δε διαφέρουν το ον και τα προσόντα, δηλαδή το ένα και τα περισσότερα από το ένα. Γιατί είναι τελείως και οπωσδήποτε αδύνατο και ανόητο να είναι κάτι ένα και πολλά, ως προς το ίδιο σημείο.
118. Ο θείος Κύριλλος λοιπόν, λέγοντας ότι ένα από τα προσόντα του Πατέρα είναι και η ζωή, έδειξε ότι εδώ δεν ονομάζει ζωή την ουσία του Θεού. Ας τον φέρομε όμως τώρα να λέει αυτολεξεί ότι είναι πολλά αυτά τα προσόντα του Θεού. Προχωρώντας λοιπόν πάνω στο ίδιο θέμα, λέει: «Ο Πατέρας αναφέρεται να έχει πολλά πλεονεκτήματα. Αλλά δεν είναι άμοιρος από αυτά και ο Υιός». Πώς μπορούν τα πολλά αυτά πλεονεκτήματα του Θεού να είναι η θεία ουσία; Θέλοντας δε ο Κύριλλος να φανερώσει και μερικά από τα πλεονεκτήματα αυτά που έχει ο Πατέρας, ανέφερε τον Παύλο που λέει: «Στον άφθαρτο, αόρατο και μόνο σοφό Θεό»(Α΄ Τιμ. 1, 17). Από αυτά αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο, ότι κανένα από τα προσόντα του Θεού δεν είναι ουσία Του. Πώς δηλαδή θα μπορούσε η αφθαρσία και το αόρατο και γενικά όλα τα αφαιρετικά και αποφατικά, όλα μαζί ή το καθένα χωριστά, να είναι ουσία; Γιατί ουσία δεν είναι παρά αυτό ή εκείνο το ορισμένο. Αλλά κι αν σ' αυτά προστεθούν τα προσόντα του Θεού, που οι Θεολόγοι τα διατυπώνουν καταφατικά, πάλι κανένα δε φανερώνει την ουσία του Θεού, αν και όταν είναι ανάγκη χρησιμοποιούμε τα ονόματα όλων αυτών για τη θεία Υπερουσιότητα που είναι ολότελα ανώνυμη.
119. Τα προσόντα κατ' ανάγκην ζητείται σε ποιον ανήκουν. Και αν δεν ανήκουν σε κανένα, δεν είναι και προσόντα. Αν όμως συμβαίνει να ανήκουν σε κάτι, κι αυτό είναι η ουσία, η οποία κατά τους αντιθέτους δε διαφέρει σε τίποτε απολύτως απ' όλα τα προσόντα μαζί κι από το καθένα χωριστά, αφού τα προσόντα είναι πολλά, η μία εκείνη ουσία θα είναι ουσίες πολλές, και το ένα εκείνο κατά την ουσία, θα είναι πολλά κατά την ουσία, κι επομένως θα έχει πολλές ουσίες. Αν όμως είναι ένα κι έχει πολλές ουσίες, αναγκαστικά είναι σύνθετο. Απ' αυτά λοιπόν τα τόσο δυσσεβή προϊόντα της άγνοιάς τους, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να απαλλάξει εκείνους που πείθονται σ' αυτούς, γράφει στους θησαυρούς του: «Αν αυτό που υπάρχει μόνο στο Θεό είναι οπωσδήποτε και ουσία Του, τότε Αυτός αποτελείται από πολλές ουσίες, γιατί είναι πολλά όσα υπάρχουν κατά φύση μόνο στο Θεό και σε κανένα άλλο από τα όντα. Είναι δηλαδή Βασιλεύς και Κύριος και άφθαρτος και αόρατος και εκτός απ' αυτά και άλλα μύρια, όσα αναφέρουν γι' Αυτόν οι θείες Γραφές. Αν λοιπόν καθένα απ' αυτά τα προσόντα είναι στην τάξη της ουσίας, πώς δε θα είναι σύνθετος ο απλός Θεός; Τούτο όμως είναι η πιό άτοπη σκέψη».
120. Ο σοφός στα θεία Κύριλλος έδειξε με πολλούς τρόπους ότι, αν και είναι ζωή ο Υιός και λέγεται ότι έχει ζωή κατά την ενέργεια, αφού ζωοποιεί εμάς και είναι ζωή των ζωντανών πλασμάτων, δεν είναι ανόμοιος ως προς αυτό με τον Πατέρα, γιατί και ο Πατέρας ζωοποιεί. Θέλησε ακόμη να αποδείξει ότι, και όταν όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα λέγεται ζωή και ότι έχει ζωή ο Υιός, και τότε δεν είναι ανόμοιος με τον Πατέρα κατά τη ζωή. Γιατί όταν δε λέμε το Θεό ζωή μας ως Αυτόν που μας ζωοποιεί, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα, τότε ονομάζομε την ουσία Του από τη φυσική ενέργεια που αποτελεί γνώρισμά Του —όπως τον όνομάζομε και σοφία και αγαθότητα και όλα τα άλλα. Αυτό λοιπόν θέλοντας ν' αποδείξει, λέει: «Όταν λέμε ότι ο Πατέρας έχει μέσα Του ζωή(Ιω. 5, 26), τότε ονομάζομε ζωή τον Υιό, ο οποίος είναι άλλος από τον Πατέρα μόνο κατά την Υπόσταση και όχι κατά τη ζωή, γι' αυτό και δε νοείται σ' Αυτόν καμία συνθετότητα ή διπλότητα. Και όταν πάλι λέμε ότι ο Υίός έχει μέσα του ζωή, εννοούμε την απόλυτη εκείνη ζωή, τον Πατέρα. Επειδή δηλαδή είναι ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά απόλυτα Αυτός καθ' εαυτόν, ο Πατέρας και ο Υιός είναι ο ένας μέσα στον άλλο, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: "Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα κι ο Πατέρας σ' εμένα"(Ιω. 14, 11)». Αυτά λοιπόν τα λέει ο θείος Κύριλλος, για να δείξει ότι δίπλα στον Πατέρα, η ζωή που έχει μέσα Του, δηλαδή ο Υιός, είναι και άλλος και όχι άλλος. Κι εκείνοι που λένε ότι ο Υιός δεν είναι καθόλου διάφορος σε σχέση με τον Πατέρα και ότι η ζωή που έχει μέσα Του είναι η αυτή κατά πάντα με τον Πατέρα, επειδή δε διαφέρει καθόλου, προβάλλοντας αυτά και διαβεβαιώνοντας ότι αυτή η ζωή είναι ο Μονογενής Υιός του Πατέρα, συμπορεύονται όχι με τη διδασκαλία του ιερού Κυρίλλου, αλλά οπωσδήποτε με του Σαβελλίου.
121. Αλλά δε θα προξενήσει στους αντιθέτους τη μεγαλύτερη καταδίκη να ισχυρίζονται ότι ο θείος Κύριλλος παρουσιάζει αντιφάσεις; Γιατί το να λέει κανείς τώρα αυτό κι ύστερα εκείνο, ενώ και τα δύο είναι αληθινά, αυτό συμβαίνει στον καθένα που θεολογεί ευσεβώς. Το να λέει όμως κανείς τα αντίθετα με τον εαυτό του, δεν είναι γνώρισμα φρόνιμου ανθρώπου. Ο Κύριλλος λοιπόν σωστά είπε ότι ο Υιός έχει εκ φύσεως τη ζωή, την οποία δίνει σ' όσους πιστεύουν σ' Αυτόν και με αυτό έδειξε ότι όχι μόνο η ουσία του Θεού, την οποία κανείς δεν μπορεί να λάβει, αλλά και η φυσική Του ενέργεια λέγεται ζωή την οποία κατά χάρη έλαβαν εκείνοι που ζωοποιήθηκαν απ' Αυτόν, έτσι ώστε κι οι ίδιοι να σώζουν —δηλαδή να αθανατίζουν κατά το πνεύμα— εκείνους που δε ζούσαν πρωτύτερα κατά το πνεύμα, και κάποτε να ανασταίνουν και μερικούς που νεκρώθηκαν σε κάποιο μέλος τους ή και σε όλο το σώμα τους. Πώς λοιπόν εκείνος που τα έδειξε αυτά τόσο καλά και καθαρά, πρόβαλε έπειτα ότι η ουσία του Θεού καλείται ζωή, αναιρώντας έτσι όσα είπε για τη θεία ενέργεια; Γιατί έτσι ισχυρίζονται ανόητα αυτοί που τώρα διαστρέφουν, ή μάλλον συκοφαντούν τα λόγια του Κυρίλλου.
122. Ενέργεια και δύναμη δεν καλείται από τους Αγίους μόνον ο Μονογενής Υιός του Θεού, αλλά και το Άγιο πνεύμα, επειδή έχουν τις ίδιες απαράλλακτα δυνάμεις και ενέργειες με τον Πατέρα. Γιατί ο Θεός λέγεται και δύναμη, κατά τον Μέγα Διονύσιο, επειδή έχει μέσα Του από πριν και πάνω απ' όλα κάθε δύναμη. Γι' αυτό και όταν καθένα από τα δύο αυτά ενυπόστατα (Υιός και πνεύμα) ονομάζεται δύναμη ή ενέργεια, το έχει να υπονοείται ή να λέγεται μαζί μ' Αυτόν. Όπως και ο σε όλα Μέγας Βασίλειος λέει ότι το Άγιο πνεύμα είναι δύναμη αγιαστική, που έχει ουσία, ύπαρξη, υπόσταση. Οι ενέργειες του Πνεύματος δεν είπε ότι είναι ενυπόστατες, και από αυτό φαίνεται ότι τις διέστειλε από τα κτίσματα. Γιατί όσα προέρχονται από το πνεύμα είναι ενυπόστατα ως δημιουργήματα, αφού ο Θεός δημιούργησε ουσίες με ποιότητες (ιδιότητες).
123. Η αποφατική θεολογία δεν αντιμάχεται ούτε αναιρεί την καταφατική, αλλά δείχνει ότι όσα λέγονται περί Θεού καταφατικώς είναι αληθινά και λέγονται ευσεβώς, όμως ο Θεός δεν τα έχει αυτά με το δικό μας τρόπο. Για παράδειγμα, έχει ο Θεός τη γνώση των όντων, έχομε κι εμείς μερικών. Αλλά εμείς τα γνωρίζομε ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, ενώ ο Θεός τα γνωρίζει όχι ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, αφού τα γνώριζε όχι λιγότερο και πριν από τη δημιουργία τους. Εκείνος λοιπόν που λέει ότι ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν, δεν είναι αντίθετος μ' εκείνον που λέει ότι γνωρίζει ο Θεός τα όντα, και ενώ υπάρχουν τα γνωρίζει. Υπάρχει και καταφατική θεολογία που έχει δύναμη αποφατικής θεολογίας. Όπως όταν πει κανείς ότι κάθε γνώση λέγεται για κάποιο υποκείμενο, δηλαδή αυτό που γνωρίζομε· η γνώση όμως του Θεού δεν εντοπίζεται για κανένα υποκείμενο. Αυτό θέλει να πει το ότι «ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν», και «δεν έχει τη γνώση των όντων» —δηλαδή δεν την έχει ίδια μ' εμάς. Με αυτό τον τρόπο και το ότι δεν υπάρχει ο Θεός λέγεται καθ' υπεροχή (επειδή ο Θεός υπερβαίνει κάθε ύπαρξη). Εκείνος όμως που το λέει αυτό για να δείξει ότι δεν έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο Θεός υπάρχει, είναι φανερό ότι δεν χρησιμοποιεί την αποφατική θεολογία καθ' υπεροχή, αλλά κατ' έλλειψη, σαν να μην υπάρχει δηλαδή καθόλου Θεός, πράγμα που είναι υπερβολική ασέβεια. Αυτό δυστυχώς παθαίνουν εκείνοι που επιχειρούν μέσω της αποφατικής θεολογίας να αναιρέσουν το ότι ο Θεός έχει και ουσία και ενέργεια άκτιστη. Εμείς όμως παραδεχόμαστε και την καταφατική και την αποφατική θεολογία, γιατί η μία δεν αναιρεί την άλλη, αλλά μάλλον στερεωνόμαστε από την κάθε μία στο ευσεβές φρόνημα.
124. Για να ανατρέψει κανείς τελείως όλες τις φλυαρίες των αντιθέτων και να τις αποδείξει απέραντη μωρολογία αρκεί νομίζω ένας μικρός πατερικός λόγος: «Το Άναρχο (ο Πατέρας), η αρχή (ο Υίός) και το μαζί με την αρχή (το πνεύμα) είναι ένας Θεός. Αλλά η αρχή δε χωρίζεται επειδή είναι αρχή από το Άναρχο, γιατί δεν είναι φύση Του η αρχή, όπως ούτε Εκείνου το άναρχον. Αυτά είναι γνωρίσματα της φύσεως, δεν είναι φύση». Τί λοιπόν, αφού δεν είναι φύση, αλλά γνωρίσματα της φύσεως η αρχή και το άναρχον, θα τα πεί κανείς κτιστά; Μόνο αν παραφρονεί. Αν τώρα αυτά είναι άκτιστα και είναι προσόντα της φύσεως του Θεού, είναι γι' αυτό σύνθετος ο Θεός; Καθόλου· γιατί δε διαφέρει από τη θεία φύση. Μάλλον αν τα φυσικά προσόντα του Θεού είναι φύση, τότε είναι σύνθετος ο Θεός· αυτό, κοντά στους άλλους Πατέρες, το διδάσκει αναλυτικά και ο Μέγας Κύριλλος. Εσύ διάβασε τους λόγους προς τον Ευνόμιο του Μεγάλου Βασιλείου και του αδελφού του κατά τη σάρκα και το φρόνημα, του Γρηγορίου Νύσσης. Εκεί θα βρείς καθαρά ότι συμφωνούν με τον Ευνόμιο οι αντίθετοι και θα μάθεις τις προς αυτούς αντιρρήσεις για να τις μεταχειρίζεσαι διαρκώς.
125. Οι Ευνομιανοί νομίζουν ότι δεν είναι ίδια η ουσία του Πατέρα και του Υιού, επειδή κάθε τί που λέγεται περί Θεού νομίζουν ότι λέγεται κατ' ουσίαν και φιλονεικούν ότι, αφού το γεννάν και το γεννάσθαι είναι διαφορετικά, είναι και διάφορες ουσίες. Άλλοι πάλι αντιλέγουν ότι δεν είναι ο ίδιος Θεός που έχει και τη θεία ουσία και τη θεία ενέργεια, γιατί νομίζουν ότι κάθε τί που λέγεται περί Θεού είναι ουσία και φιλονεικούν ότι, επειδή υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ ουσίας και ενέργειας, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θεοί. Σ' όλους αυτούς μπορεί να δειχτεί πώς ό,τι λέγεται περί Θεού, δε λέγεται μόνο κατά την ουσία, αλλά λέγεται και αναφορικά, δηλαδή σε σχέση με κάτι άλλο που δεν είναι Αυτός. Όπως λέγεται ο Πατέρας αναφορικά με τον Υιό· γιατί ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Λέγεται και Κύριος αναφορικά με την κτίση που είναι δούλη σ' Αυτόν. Γιατί ο Θεός είναι Κύριος όλων των κτισμάτων που έγιναν σε κάποιο χρόνο και αιώνα, όπως και αυτών των αιώνων. Η δε κυριαρχία είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού, και διαφέρει από την ουσία, γιατί λέγεται αναφορικά με κάτι άλλο (την κτίση) το οποίο δεν είναι Αυτός.
126. Οι Ευνομιανοί, κάθε τί που λέγεται περί Θεού, το λένε ουσία, για να δογματίσουν ότι η αγεννησία είναι ουσία κι έτσι να υποβιβάσουν —όσο μπορούν— τον Υιό σε κτίσμα, ως διαφορετικό από τον Πατέρα. Αυτό που προφασίζονται είναι να μη γίνουν, όπως λένε, δύο θεοί, ο πρώτος ο αγέννητος, και ο άλλος ο δευτερεύων, ως γεννητός. Αυτούς μιμούνται και οι αντίθετοι και λένε ουσία κάθε τί που λέγεται περί Θεού, με σκοπό να υποβιβάσουν ασεβώς σε κτίσμα τη θεία ενέργεια, η οποία ενώ δε χωρίζεται, διαφέρει από την ουσία του Θεού, ως προερχόμενη από αυτήν, και μετέχεται από τα δημιουργήματα —γιατί όλα μετέχουν στην πρόνοια που πηγάζει από τη θεότητα, την αιτία των πάντων. Και η πρόφασή τους είναι, όπως λένε, να μη γίνουν δύο θεότητες, δηλαδή η πάνω από κάθε όνομα και αιτία και μέθεξη τρισυπόστατη Ουσία και η από αυτήν προερχόμενη ενέργεια του Θεού, η οποία μετέχεται και ονομάζεται. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι όπως ο Θεός και Πατέρας λέγεται Πατέρας αναφορικά προς τον Υιό, κι έχει άκτιστα το ότι είναι Πατέρας, αν και το "Πατέρας" δε σημαίνει ουσία, έτσι ο Θεός έχει άκτιστα και την ενέργεια, αν και η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Κι όταν λέμε μία θεότητα, περιλαμβάνομε όλα όσα είναι ο Θεός, και την ουσία και την ενέργεια. Εκείνοι λοιπόν είναι που διχοτομούν ασεβώς τη μία θεότητα του Θεού σε κτιστά και άκτιστα.
127. Συμβεβηκός είναι εκείνο που γίνεται και περνά, από το οποίο εννοούμε και τα αχώριστα συμβεβηκότα. Από μία άποψη, συμβεβηκός είναι και το φυσικό προσόν, επειδή αυξάνει και μειώνεται. Όπως είναι η γνώση στη λογική ψυχή. Αλλά στο Θεό δε συμβαίνει κανένα τέτοιο, γιατί παραμένει τελείως αμετάβλητος, και γι' αυτό το λόγο τίποτε δε θα μπορούσαμε να πούμε σ' Αυτόν κατά συμβεβηκός. Ωστόσο ό,τι λέγεται περί Θεού, δε σημαίνει βέβαια ουσία. Γιατί λέγεται σ' Αυτόν και το "προς τι" που είναι αναφορικό και δε δηλώνει ουσία, αλλά αναφορά σε άλλο. Και τέτοιο είναι στο Θεό η θεία ενέργεια. Γιατί ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, αν και από μερικούς Θεολόγους καλείται από μιά άποψη συμβεβηκός, για να δείξουν τούτο μόνο, ότι υπάρχει στο Θεό και δεν είναι ουσία Του.
128. Ακόμη η θεία ενέργεια, αν και είναι συμβεβηκός, όπως λέγεται, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν προξενεί σύνθεση. Αυτό μας διδάσκει κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας περί του Αγίου Πνεύματος: «Το Άγιο πνεύμα, ή είναι από εκείνα που υπάρχουν καθ' εαυτά, ή από εκείνα που θεωρούνται σε σχέση με άλλο. Από αυτά το πρώτο, οι έμπειροι σ' αυτά το ονομάζουν ουσία, ενώ το δεύτερο συμβεβηκός. Αν λοιπόν Αυτό είναι συμβεβηκός, τότε θα είναι ενέργεια του Θεού. Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος; Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Λέει ολοφάνερα τούτο· αν Αυτό είναι απ' όσα θεωρούνται μέσα στο Θεό, και γι' αυτό δεν είναι ουσία, αλλά συμβεβηκός και ονομάζεται πνεύμα, τότε δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, παρά ενέργεια Θεού. Αυτό δήλωσε λέγοντας «Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος;» και προετοιμάζοντας το συμπέρασμα ότι τίποτε άλλο, ούτε ποιότητα ούτε ποσότητα ούτε τίποτε τέτοιο δεν μπορεί να θεωρείται μέσα στο Θεό,αλλά μόνον ενέργεια, προσθέτει: «Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Πώς η ενέργεια, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν επιφέρει σύνθεση; Επειδή μόνο ο Θεός έχει απαθέστατη την ενέργεια· ενεργεί μόνο, χωρίς όμως και να πάσχει κατά την ενέργεια, ή να γίνεται, ή να μεταβάλλεται.
129. Ο Θεολόγος Γρηγόριος έδειξε σ' άλλο σημείο ότι αυτή η ενέργεια είναι άκτιστη, αντιδιαστέλλοντάς την προς το κτίσμα. «Από τους δικούς μας σοφούς, λέει, άλλοι νόμισαν το πνεύμα πως είναι ενέργεια, άλλοι κτίσμα, άλλοι Θεός». Εδώ λοιπόν Θεό αποκαλεί την ίδια την υπόσταση. Αντιδιαστέλλοντας δε την ενέργεια προς το κτίσμα, έδειξε καθαρά ότι αυτή δεν είναι κτίσμα. Αλλά και λίγο πιο κάτω ονόμασε αυτή την ενέργεια κίνηση του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι άκτιστη η κίνηση του Θεού; Γι' αυτήν ο θεοφόρος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στο 59ο κεφάλαιο: «Ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως. Ενεργητική είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Ενέργημα είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας. Και ενεργεί εκείνος που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση».
130. Μαζί με τα παραπάνω, ο Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Αν είναι ενέργεια, τότε δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί». Από αυτό οι αντίθετοι συμπέραναν και αποφάνθηκαν ότι η θεία αυτή ενέργεια είναι κτιστή. Αγνόησαν ότι και για τα άκτιστα λέγεται ότι ενεργούνται, όπως δείχνει αλλού ο Θεολόγος γράφοντας: «Αν ο Πατέρας είναι όνομα ενέργειας, τότε θα έχει ενεργήσει και αυτό το ομοούσιο». Λέει και ο θεοφόρος Δαμασκηνός: «Ο Χριστός κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, ενεργώντας θεϊκά την πρόνοια των όλων». Αλλά ούτε το "κατέπαυσε" προσκρούει στο ότι η ενέργεια είναι άκτιστη. Γιατί κατά τη δημιουργία, ο Θεός αρχίζει και παύει, όπως λέει και ο Μωυσής ότι ο Θεός κατέπαυσε απ' όλα τα έργα τα οποία άρχισε να κάνει(Γεν. 2, 2). Η δημιουργία λοιπόν αυτή που ο Θεός αρχίζει και παύει, είναι φυσική και άκτιστη ενέργεια του Θεού.
131. Πάλι ο θείος Δαμασκηνός, αφού είπε ότι ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως, θέλοντας να δείξει πως για την ενέργεια αυτή είπε ο Θεολόγος ότι ενεργείται και παύεται, πρόσθεσε: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και μάλλον ενεργείται παρά ενεργεί, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος: "Αν είναι ενέργεια, τότε είναι φανερό ότι δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί"». Είναι λοιπόν φανερό ότι εκείνοι που φρονούν αντίθετα, δογματίζοντας ότι είναι κτιστή η ενέργεια για την οποία μίλησε εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υποβιβάζουν φρενοβλαβώς σε κτίσμα την ίδια την φυσική και ουσιώδη ενέργεια του Θεού. Αυτήν ο ιερός Δαμασκηνός, υποδηλώνοντας ότι δεν ενεργείται μόνο, αλλά και ενεργεί, την παρουσίασε άκτιστη. Ότι τώρα αυτός δε διαφωνεί σε τούτο με το Θεολόγο Γρηγόριο, το απέδειξα σε άλλους εκτενείς λόγους μου.
132. Οι υποστατικές ιδιότητες λέγονται στο Θεό αναφορικά η μία προς την άλλη. Και διαφέρουν οι Υποστάσεις μεταξύ τους, αλλά βέβαια όχι κατά την ουσία. Κάποτε ο Θεός λέγεται και αναφορικά προς την κτίση. Δεν μπορεί δηλαδή η Παναγία Τριάδα, όπως λέγεται προαιώνιος, προάναρχος, μέγας, αγαθός, Θεός, να λέγεται έτσι και Πατέρας, γιατί δεν είναι η κάθε μία από τις τρεις θείες Υποστάσεις Πατέρας, αλλά η μία μόνο από αυτές. Και είναι ο Πατέρας από τον οποίο και ως προς τον οποίο ανάγονται όλα τα άλλα. Ως προς την κτίση λοιπόν, επειδή είναι κοινό έργο των Τριών, που έγινε από το τελείως μη ον, κι επειδή η υιοθεσία των τέκνων του Θεού γίνεται με την κοινή χάρη που χορηγείται από τις Τρείς, μπορεί η Τριάδα να λέγεται Πατέρας. Τα χωρία: «Ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος»(Δευτ. 6, 4) και: «Είναι ένας ο Πατέρας μας ο ουράνιος»(Ματθ. 23, 9), που ονομάζουν την Αγία Τριάδα Κύριο και Θεό μας, και μάλιστα και Πατέρα μας, που μας αναγεννά με τη χάρη Του, λέγονται, όπως είπαμε, αναφορικά. Και ο Πατέρας μόνος ως προς τον ομοούσιο Υιό λέγεται Πατέρας· ο ίδιος λέγεται και αρχή ως προς τον Υιό και το πνεύμα. Και ως προς την κτίση ο Πατέρας λέγεται αρχή, αλλά ως Κτίστης και Κύριος όλων των κτισμάτων. Όταν λοιπόν ο Πατέρας λέγεται έτσι ως προς την κτίση, αρχή είναι και ο Υιός, και δεν είναι δύο αρχές, αλλά μία. Γιατί και ο Υιός αναφορικά προς την κτίση λέγεται αρχή, όπως λέγεται και Κύριος αναφορικά προς τα δούλα σ' Αυτόν κτίσματα. Ο Πατέρας λοιπόν και ο Υιός μαζί με το πνεύμα, ως προς την κτίση είναι μία αρχή και ένας Κύριος και ένας Δημιουργός και ένας Θεός και Πατέρας και Προνοητής και Επόπτης και όλα τα άλλα. Και καθένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς δεν είναι ουσία. Γιατί αν ήταν ουσία δε θα λεγόταν αναφορικά προς άλλο.
133. Καταστάσεις και διαθέσεις και τόποι και χρόνοι και οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο, δεν κυριολεκτούνται σχετικά με το Θεό, αλλά λέγονται μεταφορικά. Το ότι δημιουργεί και ενεργεί, μόνο για το Θεό θα μπορούσε να λεχθεί αληθινά. Γιατί μόνο ο Θεός δημιουργεί, ενώ ο Ίδιος ούτε γίνεται ούτε πάσχει όσον αφορά στην ουσία Του. Και μόνο Αυτός διά μέσου όλων δημιουργεί το κάθε τί. Και μόνο Αυτός από την απόλυτη ανυπαρξία δημιουργεί, γιατί έχει ενέργεια παντοδύναμη. Και σύμφωνα με αυτή την παντοδύναμη ενέργεια λέγεται αναφορικά προς την κτίση και διαθέτει την όποια δυνατότητα. Ο Ίδιος δηλαδή δεν μπορεί στη θεϊκή Του φύση να πάθει απολύτως τίποτε, μπορεί όμως να προσθέσει στα κτίσματα αν θέλει. Γιατί η δυνατότητα να πάθει, να κρατά ή να προσλάβει κάτι κατά την ουσία Του, είναι ιδίωμα ασθένειας. Ενώ η δυνατότητα να δημιουργεί, να συγκρατεί και να προσθέτει στα κτίσματα, όταν θέλει, είναι ιδίωμα θεοπρεπούς και παντοκρατορικής ισχύος.
134. Όλα τα όντα συγκεφαλαιώνονται σε δέκα κατηγορίες: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, πότε, ποιείν, πάσχειν, έχειν, κείσθαι, και τα λοιπά που θεωρούνται μέσα στην ουσία. Ο Θεός όμως είναι ουσία υπερούσια, μέσα στην οποία θεωρούνται μόνο το "προς τι" (αναφορά σε κάτι άλλο) και το "ποιείν", τα οποία δεν της επιφέρουν καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Γιατί ο Θεός ποιεί τα πάντα, χωρίς να πάσχει τίποτε ο Ίδιος κατά την ουσία Του. Είναι ακόμη και Κτίστης αναφορικά προς την κτίση, και αρχή και Κύριός της, γιατί έχει από Αυτόν την αρχή και σ' Αυτόν υποτάσσεται. Αλλά και Πατέρας μας είναι, που μας αναγεννά με τη χάρη Του. Είναι και Πατέρας προς τον Υιό, ο οποίος δεν έχει διόλου χρονική αρχή. Είναι και Υιός προς τον Πατέρα. Και το πνεύμα είναι "πρόβλημα" (εκπόρευμα) του Πατέρα, συναιώνιο με τον Πατέρα και τον Υιό, κι έχουν μία και την αυτή ουσία. Όσοι λένε ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και δε θεωρείται τίποτε μέσα σ' αυτήν, κατασκευάζουν ένα Θεό που δεν έχει ούτε το "ποιείν και ενεργείν", ούτε το "προς τι". Αν όμως ο Θεός αυτός που νομίζουν αυτοί, δεν τα έχει αυτά, ούτε ενέργεια είναι, ούτε Δημιουργός, ούτε ενέργεια έχει, αλλά ούτε είναι αρχή και Κτίστης και Κύριος, ούτε και Πατέρας μας κατά χάρη. Πώς δηλαδή μπορεί να είναι όλα αυτά, όταν δεν έχει να θεωρούνται μέσα στην ουσία Του το "προς τι" και το "ποιείν"; Ακόμη αναιρείται και το τρισυπόστατο της θεότητας, αν δε θεωρείται μέσα στην ουσία του Θεού το "προς τι". Κι αν δεν είναι τρισυπόστατος, ούτε Κύριος του παντός είναι, ούτε Θεός. Είναι λοιπόν άθεοι εκείνοι που έχουν τις ιδέες των αντιθέτων.
135. Έχει ο Θεός και κάτι που δεν είναι ουσία. Αλλά βέβαια επειδή δεν είναι ουσία, δε θα πει πως είναι συμβεβηκός. Γιατί εκείνο που όχι μόνο δε χάνεται, αλλά ούτε επιδέχεται ή προξενεί οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση, δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στα συμβεβηκότα. Κι επειδή δεν είναι ούτε συμβεβηκός, ούτε ουσία, δε σημαίνει πώς είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα, αλλά υπάρχει, και υπάρχει αληθινά. Δεν είναι συμβεβηκός, γιατί είναι εντελώς αμετάβλητο. Και δεν είναι ούτε ουσία, γιατί δεν είναι από αυτά που υπάρχουν καθ' εαυτά. Γι' αυτό και λέγεται συμβεβηκός κατά κάποιο τρόπο από μερικούς Θεολόγους, που θέλουν να δείξουν τούτο μονάχα, ότι δηλαδή δεν είναι ουσία. Καθένα από τα υποστατικά γνωρίσματα και κάθε μία υπόσταση δεν είναι μήτε ουσία μήτε συμβεβηκός σχετικά με το Θεό. Τί λοιπόν, γι' αυτό το λόγο είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα; Άπαγε! Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και η θεία ενέργεια του Θεού, ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, μα ούτε και είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα. και για να πω εκείνο που δέχονται όλοι οι Θεολόγοι· αν ο Θεός δημιουργεί επειδή το θέλει κι όχι γιατί το έχει στη φύση Του, άρα άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, και επομένως αν είναι έτσι, άλλο είναι η θεία βούληση και άλλο η θεία φύση. Επειδή λοιπόν η βούληση του Θεού διαφέρει από τη φύση Του και δεν είναι ουσία, γι' αυτό είναι και εντελώς ανύπαρκτη; Όχι βέβαια. Αλλά υπάρχει και ανήκει στο Θεό, ο οποίος δεν έχει μόνο ουσία, αλλά και βούληση, σύμφωνα με την οποία δημιουργεί. Και αν θέλει κανείς, ας την ονομάσει είτε συμβεβηκός από μία άποψη, αφού δεν είναι ουσία, είτε μη συμβεβηκός, αφού δεν προξενεί καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Επομένως ο Θεός έχει και αυτό που είναι ουσία και αυτό που δεν είναι ουσία, κι ας μην ονομάζεται συμβεβηκός, δηλαδή τη θεία βούληση και ενέργεια.
136. Αν η ουσία δεν έχει ενέργεια που να διαφέρει απ' αυτήν, είναι τελείως ανυπόστατη και απλή σύλληψη της διάνοιας. Γιατί ο άνθρωπος ως γένος δε διανοείται, δεν έχει γνώμη, δε βλέπει, δεν οσφραίνεται, δε μιλάει, δεν ακούει, δεν περπατεί, δεν αναπνέει, δεν τρώει, και γενικά δεν έχει ενέργεια διαφορετική από την ουσία που να δείχνει ότι υπάρχει ως υπόσταση. Γι' αυτό και ο άνθρωπος ως γένος είναι τελείως ανυπόστατος. Ο άνθρωπος όμως που έχει έμφυτη ενέργεια διαφορετική από την ουσία —μία ή περισσότερες ή όλες όσες είπαμε—, αναγνωρίζεται από αυτές ότι είναι άνθρωπος που υπάρχει ως υπόσταση κι όχι ανυπόστατος. Κι επειδή οι ενέργειες αυτές δε θεωρούνται σε ένα ή δύο ή τρείς, αλλά σε πολλούς, αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος διακρίνεται σε αμέτρητες υποστάσεις.
137. Ο Θεός, σύμφωνα με την ευσέβεια που με τη χάρη Του είναι δική μας, δηλαδή της Εκκλησίας Του, έχει έμφυτη ενέργεια που τον κάνει φανερό, και κατά τούτο είναι διαφορετική από την ουσία Του. Γιατί προγνωρίζει και προνοεί για όλα τα όντα και τα δημιουργεί και τα συντηρεί και είναι Κύριός τους και τα μεταβάλλει κατά το θέλημά Του όπως γνωρίζει Αυτός. Γι' αυτό αποδεικνύεται ότι υπάρχει ως υπόσταση και δεν είναι μόνο ανυπόστατη ουσία. Κι επειδή όλες αυτές οι ενέργειες δε θεωρούνται σε ένα, ο Θεός γίνεται γνωστός σε μας ότι υπάρχει σε τρεις Υποστάσεις. Αλλά οι αντίθετοι, λέγοντας ότι ο Θεός δεν έχει έμφυτη ενέργεια που να τον κάνει φανερό και που κατά τούτο να διαφέρει από την ουσία Του, λένε ότι ο Θεός δεν υπάρχει ως υπόσταση και καθιστούν τελείως ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Κύριο. Και με αυτά, τόσο ξεπερνούν στην κακοδοξία το Σαβέλλιο από τη Λιβύη, όσο χειρότερη είναι η ασέβεια από τη δυσσέβεια.
138. Η ενέργεια των τριών θείων Υποστάσεων δεν είναι μία, επειδή είναι όμοια, όπως συμβαίνει σ' εμάς, αλλά είναι όντως μία και αριθμητικά. Αυτό οι οπαδοί των αντιθέτων δεν μπορούν να το πουν, γιατί ισχυρίζονται ότι δεν είναι κοινή η άκτιστη ενέργεια των Τριών, αλλά και οι υποστάσεις Τους λένε πως είναι ενέργειες η μία της άλλης, γιατί σύμφωνα με αυτούς δεν υπάρχει κοινή θεία ενέργεια. Ώστε ούτε έτσι δεν μπορούν να πουν ότι είναι μία η ενέργεια των τριών Υποστάσεων, αλλά αναιρώντας έτσι τώρα τη μία κι ύστερα την άλλη ενέργεια, πάλι κάνουν ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Θεό.
139. Εκείνοι που οι ψυχές τους νοσούν από την κακόδοξη πλάνη, διδάσκοντας πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, που διαφέρει από την ουσία Του, φρονούν ότι ο Θεός έχει κτιστό και το "δημιουργείν", δηλαδή τη δημιουργική Του δύναμη. Γιατί δε γίνεται να ενεργεί και να δημιουργεί κανείς χωρίς ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Όπως λοιπόν δε γίνεται, εκείνος που λέει ότι η ύπαρξη του Θεού είναι κτιστή, να νομίζει ότι έχει άκτιστο το ίδιο το είναι, έτσι δε γίνεται, εκείνος που υποστηρίζει πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, να νομίζει ότι Αυτός έχει άκτιστο το να ενεργεί και να δημιουργεί.
140. Δεν είναι η ενέργεια του Θεού, όπως φλυαρούν οι αντίθετοι, αυτά που είναι και λέγονται από τους ευσεβείς κτίσματα του Θεού —μακριά από τέτοια ασέβεια! Κτίσματα είναι τα αποτελέσματα της θείας ενέργειας. Γιατί αν τα κτίσματα ήταν η θεία ενέργεια, ή θα ήταν άκτιστα (σκέψη παρανοϊκή, γιατί τότε θα υπήρχαν και πριν δημιουργηθούν), ή ο Θεός πριν από τα κτίσματα δε θα είχε ενέργεια (σκέψη δυσσεβέστατη). Αλλά βέβαια, ο Θεός είναι προαιωνίως ενεργής και παντοδύναμος. Επομένως κτίσματα δεν είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά όσα ενεργήθηκαν και αποτελέστηκαν, όπως και να λέγονται. Η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη και συναιώνια με το Θεό, κατά τους Θεολόγους.
141. Η ενέργεια δε γνωρίζεται από την ουσία, αλλά από την ενέργεια πληροφορούμαστε ότι η ουσία υπάρχει, όχι όμως και τι είναι. Γι' αυτό και ο Θεός γίνεται σ' εμάς γνωστός ότι υπάρχει, όχι από την ουσία Του, αλλά από την πρόνοιά Του, κατά τους Θεολόγους. Η ενέργεια διαφέρει από την ουσία και σε τούτο· εκείνο που πληροφορεί είναι η ενέργεια, κι αυτό που γνωρίζομε μέσω αυτής ότι υπάρχει, είναι η ουσία. Οι συνήγοροι όμως της κακόδοξης δυσσέβειας που βιάζονται να πείσουν τους άλλους ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, με το να αναιρούν έτσι εκείνο που πληροφορεί, βιάζονται να μας πείσουν να μη γνωρίζομε ότι ο Θεός υπάρχει, όπως ούτε αυτοί δε γνωρίζουν. Εκείνος όμως που δεν το γνωρίζει αυτό, είναι ο πιο άθεος και ο πιο ανόητος απ' όλους.
142. Όταν αυτοί λένε ότι ο Θεός βέβαια έχει ενέργεια, αλλά καθόλου διαφορετική από την ουσία Του, προσπαθούν και μ' αυτό τον τρόπο να συσκιάσουν τη δυσσέβειά τους και με σοφίσματα να παρασύρουν και να εξαπατήσουν όσους τους ακούνε. Γιατί έτσι κι εκείνος ο Σαβέλλιος από τη Λιβύη έλεγε ότι ο Πατέρας και Θεός έχει και Υιό, που δε διαφέρει καθόλου από Αυτόν. Όπως λοιπόν εκείνος αποδεικνυόταν πώς μιλάει για Πατέρα χωρίς Υιό, αφού αρνιόταν τη διαφορά τους στις υποστάσεις, έτσι τώρα κι αυτοί, όταν ισχυρίζονται ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, ελέγχονται να φρονούν ότι ο Θεός δεν έχει διόλου ενέργεια. Γιατί αν αυτά δεν διαφέρουν σε τίποτε, τότε ο Θεός δεν έχει ούτε τη δημιουργική και ενεργητική δύναμη, αφού δε γίνεται να ενεργεί κανείς χωρίς ενέργεια, κατά τους Θεολόγους, όπως πάλι, ούτε και να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Ότι η θεία ενέργεια διαφέρει από τη θεία ουσία, είναι φανερό για όσους σκέπτονται ορθά και από τούτο: η ενέργεια ενεργεί ένα άλλο, που δεν είναι αυτός που ενεργεί. Ο Θεός δηλαδή ενεργεί και δημιουργεί τα κτίσματα, ενώ Αυτός είναι άκτιστος. Και η έννοια του "προς τι" λέγεται πάντοτε ως προς ένα άλλο. Ο Υιός λέγεται ως προς τον Πατέρα· ο Υιός όμως ποτέ δεν είναι Πατέρας του Πατέρα. Όπως λοιπόν το "προς τι" είναι αδύνατο να μη διαφέρει καθόλου από την ουσία ή να μη θεωρείται μέσα στην ουσία αλλά να είναι το ίδιο ουσία, έτσι ούτε η ενέργεια είναι ποτέ δυνατό να μη διαφέρει από την ουσία, αλλά να είναι ουσία, κι ας μην αρέσει αυτό στους αντίθετους.
143. Ο Μέγας Βασίλειος στα συλλογιστικά του κεφάλαια, κάνοντας λόγο περί Θεού, λέει ότι η ενέργεια δεν είναι ούτε εκείνος που ενεργεί, ούτε το αποτέλεσμα της ενέργειας. Άρα λοιπόν η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Ο θείος Κύριλλος μιλώντας κι αυτός περί Θεού, θεολογεί ότι το να δημιουργεί είναι γνώρισμα της ενέργειας, ενώ το να γεννά είναι γνώρισμα της φύσεως· η φύση δε και η ενέργεια δεν είναι το ίδιο. Κι ο θεοφόρος Δαμασκηνός λέει ότι η γέννηση είναι έργο της θείας φύσεως, ενώ η δημιουργία είναι έργο της θείας θελήσεως. Ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο λέει καθαρά ότι, άλλο είναι η ενέργεια και άλλο αυτό που έχει τη δύναμη να ενεργεί. Η ενέργεια δηλαδή είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως, ενώ αυτό που ενεργεί είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Σε πολλά λοιπόν σημεία διαφέρει η ενέργεια από τη θεία ουσία, κατά τους θείους Πατέρες.
144. Η ουσία του Θεού είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, αφού είναι και ολωσδιόλου αχώρητη στο νου. Την ονομάζομε λοιπόν από όλες τις ενέργειές Της, χωρίς εκεί κανένα από τα ονόματα να διαφέρει κατά τη σημασία από το άλλο. Γιατί από το καθένα και απ' όλα αυτά τα ονόματα, τίποτε άλλο δεν ονομάζεται, παρά η κρύφια εκείνη ουσία που κανείς ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει τι ακριβώς είναι. Όσον αφορά όμως στις ενέργειές Του, κάθε όνομα έχει διαφορετική σημασία. Ποιος δε γνωρίζει ότι διαφέρουν μεταξύ τους οι ενέργειες της δημιουργίας, της κυριαρχίας, της κρίσεως, της πρόνοιας, της υιοθεσίας μας από το Θεό με τη χάρη Του; Εκείνοι λοιπόν που λένε κτιστές τις φυσικές αυτές ενέργειες, ως διαφορετικές μεταξύ τους και προς τη θεία φύση, τί άλλο κάνουν παρά υποβιβάζουν το Θεό σε κτίσμα; Γιατί κτίσματα είναι αυτά που δημιουργούνται, κυριαρχούνται, κρίνονται και γενικά όλα τα παρόμοια, κι όχι ο Δημιουργός και ο Κυρίαρχος και ο Κριτής, ούτε η ίδια η ενέργεια της κρίσεως ή της κυριαρχίας ή της δημιουργίας, οι οποίες φυσικώς θεωρούνται μέσα στο Θεό.
145. Η ουσία του Θεού όπως είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, επειδή είναι πάνω από όνομα κατά τους Θεολόγους, έτσι είναι κατ' αυτούς και αμέθεκτη, γιατί είναι πέρα από μέθεξη. Αυτοί λοιπόν, οι οποίοι απειθούν τώρα στη διδασκαλία του Πνεύματος που διατυπώθηκε μέσω των αγίων Πατέρων μας και λοιδορούν εμάς που συμφωνούμε με τους Πατέρες, λένε πως γίνονται πολλοί Θεοί, ή ένας Θεός σύνθετος, αν η θεία ενέργεια διαφέρει από την ουσία του Θεού και αν θεωρείται κάτι μέσα στην ουσία του Θεού. Αγνοούν όμως ότι δεν είναι το ενεργείν και η ενέργεια, αλλά το πάσχειν και το πάθος που κάνουν τη σύνθεση. Ενώ ο Θεός ενεργεί, χωρίς Αυτός να παθαίνει τίποτε, ούτε να αλλοιώνεται. Δεν είναι λοιπόν σύνθετος ο Θεός επειδή ενεργεί. Ακόμη, ο Θεός έχει την αναφορά Του (το "προς τι") και προς την κτίση, επειδή είναι αρχή και Κυρίαρχός της. Από αυτό όμως δεν συναριθμείται με τα δημιουργήματα. Και πώς πάλι θα γίνουν πολλοί Θεοί, επειδή ο Θεός έχει ενέργεια, αφού είναι ενός Θεού, ή μάλλον αφού ο ίδιος ο Θεός είναι η θεία ουσία και η θεία ενέργεια; Όλα αυτά λοιπόν είναι ξεκάθαρη φλυαρία της φρενοβλάβειάς τους.
146. Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του ότι «υπάρχουν μερικοί, από αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα πεθάνουν πριν δουν να έρχεται με δύναμη η βασιλεία του Θεού»(Μαρκ. 9, 1). Και έξι μέρες μετά, αφού πήρε μαζί Του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ανέβηκε στο όρος Θαβώρ και εκεί έλαμψε το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά όπως το φως(Ματθ. 17, 1-2). Οι Μαθητές δεν μπορούσαν πλέον να βλέπουν, ή μάλλον επειδή δεν είχαν τη δύναμη ούτε ν' ατενίσουν αυτή τη λάμψη, έπεσαν με το πρόσωπο στη γή(Ματθ. 17, 6). Εντούτοις είδαν, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα, τη βασιλεία του Θεού, το θεϊκό εκείνο και ανέκφραστο φως, το οποίο οι Μεγάλοι Γρηγόριος και Βασίλειος ονομάζουν θεότητα, λέγοντας: «Φως ήταν η θεότητα που φάνηκε στους Μαθητές πάνω στο όρος», και: «Κάλλος του αληθινά Δυνατού είναι η θεότητά Του που μπορεί να νοηθεί και να θεωρηθεί». Γιατί ο Μέγας Βασίλειος λέει επιπλέον ότι το φως εκείνο είναι κάλλος του Θεού που μπορεί να θεωρηθεί μόνο από τους Αγίους με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό και λέει πάλι: «Είδαν το κάλλος Του ο Πέτρος και οι υιοί της βροντής, στο όρος, να λάμπει περισσότερο από τη λαμπρότητα του ηλίου και αξιώθηκαν να δουν με τα μάτια τους τα προοίμια της παρουσίας Του». Ο θεολόγος Δαμασκηνός μαζί με τον Ιωάννη Χρυσόστομο ονόμασαν το φως εκείνο φυσική ακτίνα της θεότητας, ο μεν πρώτος γράφοντας: «Αφού ο Υιός γεννήθηκε ανάρχως από τον Πατέρα, έχει άναρχη και τη φυσική ακτίνα της θεότητας, κι έτσι η λαμπρότητα της θεότητας έγινε λαμπρότητα του σώματος», ο δε Χρυσόστομος λέγοντας: «Ο Κύριος φάνηκε τόσο λαμπρός πάνω στο όρος, επειδή η θεότητά Του φανέρωσε τις ακτίνες της».
147. Αυτό το ανέκφραστο θεϊκό φως, τη θεότητα και τη βασιλεία του Θεού, το κάλλος και τη λαμπρότητα της θείας φύσεως, την όραση και απόλαυση των Αγίων κατά την αιώνια ζωή, τη φυσική ακτίνα και δόξα της θεότητας, οι φλύαροι αιρετικοί το λένε φάντασμα και κτίσμα. Κι εκείνους που δε δέχονται να βλασφημούν όπως αυτοί το θείο αυτό φως, αλλά φρονούν ότι ο Θεός είναι άκτιστος κατά την ουσία και κατά την ενέργεια, τους διαλαλούν παντού συκοφαντικά ως διθεΐτες. Αλλά ας ντραπούν αυτοί. Αφού είναι άκτιστο και το θείο φως, έχομε ένα Θεό σε μία θεότητα. Γιατί, όπως δείξαμε με πολλούς τρόπους πιό πάνω, ενός Θεού είναι και η άκτιστη ουσία και η άκτιστη ενέργεια, δηλαδή η θεία χάρη και έλλαμψη αυτή.
148. Οι κακόβουλοι αιρετικοί, αφού τόλμησαν και μπροστά στη σύνοδο να πουν και ν' αποπειραθούν να κάνουν φάντασμα και κτίσμα το θείο εκείνο φως που έλαμψε από το Χριστό στο Θαβώρ, και αφού ελέγχθηκαν με πολλούς τρόπους χωρίς ν' αλλάξουν γνώμη, τιμωρήθηκαν με έγγραφο αφορισμό και ανάθεμα. Γιατί και βλασφημούν ως προς την ένσαρκη οικονομία του Θεού, και κτιστή χαρακτηρίζουν φρενοβλαβώς τη θεότητα του Θεού, και σε κτίσματα, όσο μπορούν, υποβιβάζουν τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Ενώ μία και η αυτή είναι η θεότητα των Τριών. Και όταν ισχυρίζονται ότι σέβονται άκτιστη θεότητα, είναι σαν να λένε φανερά ότι υπάρχουν δύο θεότητες του Θεού, μία κτιστή και μία άκτιστη. Έτσι αγωνίζονται να ξεπεράσουν στη δυσσέβεια όλους τους παλιούς κακοδόξους.
149. Άλλοτε πάλι, προσπαθώντας με τέχνη να συγκαλύψουν την κακοδοξία τους, και άκτιστο λένε ότι είναι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ και ότι είναι ουσία του Θεού, και έτσι βλασφημούν και στην περίπτωση αυτή με πολλούς τρόπους. Επειδή οι Απόστολοι είδαν το φως εκείνο, αυτοί κακώς φρονούν ότι είναι ορατή η ουσία του Θεού. Αλλ' ας ακούσουν αυτόν που λέει: «Κανένας δεν ανέβηκε σε κάποιο υποστήριγμα ώστε να δει(Ιερ. 23, 28) την ουσία και τη φύση του Θεού και να αποκαλύψει σχετικά». Και όχι μόνον κανένας άνθρωπος, άλλ' ούτε και Άγγελος. Και αυτά τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, από την υπερβολή της ελλάμψεως που πηγάζει από εκεί, καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τα φτερά τους(Ησ. 6, 2). Αφού λοιπόν σε κανένα ουδέποτε δε φανερώθηκε η υπερουσιότητα του Θεού, όταν οι αιρετικοί λένε ότι αυτή είναι εκείνο το φως, μαρτυρούν ότι το φως αυτό είναι ολότελα αθέατο και δεν το είδαν στο Θαβώρ ούτε οι τρείς εξέχοντες Απόστολοι και ούτε ο Κύριος στ' αλήθεια τους είχε υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Μαρτυρούν ακόμη πως δε λέει αλήθεια ο Πέτρος λέγοντας: «Είδαμε τη λαμπρότητά Του καθώς ήμαστε μαζί Του στο άγιο εκείνο όρος»(Β΄ Πέτρ. 1, 16-18), ούτε ο Ευαγγελιστής που λέει: «Και μένοντας άγρυπνοι ο Πέτρος και οι άλλοι δύο είδαν τη λαμπρότητά Του»(Λουκ. 9, 32), ούτε κάποιος άλλος που είπε ότι ο ξεχωριστά αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ιωάννης είδε γυμνή πάνω στο όρος την ίδια τη θεότητα του Λόγου. Είδαν λοιπόν, και είδαν αληθινά την άκτιστη και θεία εκείνη έλλαμψη, ενώ ο Θεός παρέμεινε αόρατος σύμφωνα με την υπερούσια κρυφιότητά Του, κι ας εκραγούν οι αρχηγοί της αιρέσεως και οι ομόφρονές τους.
150. Όταν ερωτήσει κανείς αυτούς τους αιρετικούς, που λένε ότι το φως εκείνο ήταν η ουσία της θεότητας: «Φαίνεται λοιπόν η ουσία του Θεού;», τότε αναγκάζονται να φανερώσουν το δόλο, λέγοντας πώς είπαν ότι αυτό ήταν ουσία του Θεού, επειδή διά μέσου του φάνηκε η ουσία του Θεού" γιατί αυτή βλέπεται διά μέσου των κτισμάτων του Θεού. Και έτσι κάνουν και πάλι κτίσμα, οι ταλαίπωροι, το φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Αυτό που βλέπεται όμως διά μέσου των κτισμάτων δεν είναι η ουσία, αλλά η δημιουργική ενέργεια του Θεού. Ώστε μιλάνε με δυσσέβεια και σε συμφωνία με τον Ευνόμιο, όταν λένε ότι διά μέσου των κτισμάτων βλέπεται η ουσία του Θεού. Τόσο γόνιμο είναι το χωράφι της δυσσέβειάς του. Ας αποφεύγομε λοιπόν αυτούς και την επικοινωνία μαζί τους, σαν μία θανάσιμη για την ψυχή και πολυκέφαλη ύδρα και σαν πολυποίκιλη φθορά της ευσέβειας.
------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 331-351)
105. Και εκείνοι που ευαρέστησαν το Θεό και πέτυχαν το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκαν, δηλαδή τη θέωση —γιατί γι' αυτό μας έπλασε ο Θεός, όπως λένε, για να μας κάνει δηλαδή κοινωνούς της θεότητάς Του(Β΄ Πέτρ. 1, 4)—, κι αυτοί λοιπόν είναι μέσα στο Θεό, αφού από Αυτόν θεοποιούνται, και ο Θεός μέσα σ' αυτούς, αφού Αυτός τους θεοποιεί. Επομένως κι αυτοί μετέχουν στη θεία ενέργεια, αν και με άλλο τρόπο, και όχι στην ουσία του Θεού. Γι' αυτό και οι Θεολόγοι λένε ότι η θεότητα είναι όνομα της θείας ενέργειας.
106. Η υπερούσια και υπέρζωη και υπέρθεη και υπεράγαθη φύση, αν είναι υπεράγαθη και υπέρθεη και τα όμοια, ούτε να ειπωθεί μπορεί, ούτε να νοηθεί, ούτε γενικά να εξεταστεί θεωρητικά, γιατί είναι έξω από όλα και υπεράγνωστη και εγκατεστημένη πάνω από τους υπερουράνιους νόες με δύναμη απεριόριστη, και ποτέ κανένας δεν μπορεί καθόλου ούτε να τη συλλάβει, ούτε να την εκφράσει. Ούτε και υπάρχει όνομα γι' Αυτήν που με αυτό να ονομάζεται, ούτε στον παρόντα αιώνα, ούτε στον μέλλοντα(Εφ. 1, 21). Ούτε λόγος που να σχηματίζεται στην ψυχή ή να προφέρεται με το στόμα. Ούτε καμία επαφή ή μέθεξη, αισθητή ή νοερή, αλλά ούτε και καμία φαντασία. Γι' αυτό οι Θεολόγοι θεωρούν πλησιέστερή Της την τελειότατη ακαταληψία με χρήση αρνήσεων, που διατυπώνει όλα όσα Αυτή είναι ή γενικά λέγεται, με υπεροχική αφαίρεση. Γι' αυτό ούτε ουσία ούτε φύση είναι θεμιτό να την ονομάσει κυριολεκτικά, όποιος έχει επίγνωση της αλήθειας πάνω από κάθε αλήθεια. Κι επειδή πάλι είναι αιτία των πάντων, και γύρω από Αυτήν και ένεκα Αυτής είναι τα πάντα και Αυτή είναι πριν απ' όλα, και γενικά και απεριόριστα όλα τα έχει περιλάβει μέσα Της, απ' όλα αυτά μπορούμε να την ονομάσομε —καταχρηστικά, αλλά όχι κυριολεκτικά. Επομένως μπορούμε να την ονομάζομε και ουσία και φύση· και κυρίως την ουσιοποιητική πρόοδο και ενέργεια του Θεού. Γιατί και ο Μέγας Διονύσιος, αυτή θεωρεί ως το πραγματικό θεολογικό όνομα της ουσίας του όντως Όντος.
107. Μπορεί να βρει κανείς και στα κτιστά όντα και στο Θεό, περιπτώσεις που το όνομα της φύσεως να αποδίδεται και στα φυσικά γνωρίσματα. Έτσι, ο πιο θεολογικός από τους Γρηγορίους λέει κάπου στα Έπη του: «Ιδού, η φύση του Βασιλιά μου δίνει ευτυχία». Το να δίνει βέβαια δεν αποτελεί φύση κανενός, αλλά είναι φυσικό γνώρισμα του ευεργετικού. Και για τη φωτιά μπορεί να πει κανείς ότι είναι στη φύση της να πηγαίνει προς τα επάνω και να φωτίζει όσους τη βλέπουν, όμως ούτε η προς τα επάνω κίνηση ούτε ο φωτισμός είναι η φύση της φωτιάς, αλλά η αρχή της κινήσεώς της. Ονομάζονται λοιπόν φύση και τα φυσικά γνωρίσματα, όπως λέει κάπου ο Μέγας Διονύσιος: «Είναι φύση στο Αγαθό το να παράγει και να σώζει», δηλαδή τούτο αποτελεί ιδιότητα της φύσεώς Του. Όταν λοιπόν ακούσεις να λένε οι Πατέρες ότι η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτη, να νοήσεις ότι αναφέρονται σ' αυτήν που δεν εξέρχεται από τον εαυτό της, ούτε φανερώνεται· όταν πάλι ακούσεις ότι είναι μεθεκτή, να νοήσεις την πρόοδο και τη φανέρωση και την ενέργεια του Θεού που αποτελούν φυσικό γνώρισμά Του. Όταν δεχτείς και τα δύο μ' αυτό το νόημα, θα είσαι σύμφωνος με τους Πατέρες.
108. Ακόμη και το πιο μικρό μέρος της ουσίας έχει όλες τις δυνάμεις της. Έτσι, η φλόγα λάμπει, φωτίζει, διαλύει και καίει όσα την εγγίσουν, έχει εκ φύσεως το να κινείται από τον εαυτό της και να φέρεται προς τα επάνω, και γενικά έχει όλες τις ιδιότητες της φωτιάς της οποίας είναι μέρος. Κι η σταγόνα επίσης έχει όλες τις ιδιότητες του νερού, και ο μεταλλικός σβώλος έχει όλες τις ιδιότητες του μετάλλου από το οποίο αποσπάστηκε. Αν λοιπόν υποθέσομε ότι μετέχομε στην αφανέρωτη εκείνη ουσία του Θεού, είτε μετέχει κανείς σ' όλη, είτε σε ελάχιστο μέρος της, θα είναι παντοδύναμος. Κι έτσι το καθένα από τα όντα θα είναι παντοδύναμο. Αυτό όμως δεν το έχομε ούτε όλοι μαζί, ακόμη κι αν λογαριάσεις την κτίση στο σύνολό της. Αυτό δείχνει ολοκάθαρα ο Παύλος μαρτυρώντας ότι και σ' αυτούς που ευτύχησαν να έχουν τα θεοποιά χαρίσματα του Πνεύματος, δεν τα διαθέτει όλα ο καθένας· αλλά, όπως λέει, σε άλλον δίνεται λόγος σοφίας, σε άλλον λόγος γνώσεως, σε άλλον κάτι άλλο από το ίδιο Πνεύμα(Α΄ Κορ. 12, 8). Ο Χρυσόστομος πάλι, αποκρούοντας από πριν φανερά την πλάνη των αντιθέτων, λέει ότι δεν τα έχει κανείς όλα, για να μη νομίσει ότι η χάρη είναι φύση. Αλλά ούτε κανείς φρόνιμος άνθρωπος θα θεωρούσε κτιστή τη χάρη που αντιδιαστέλλεται εδώ προς τη θεία φύση. Γιατί δεν υπάρχει φόβος να νομίσει κανείς ποτέ το κτίσμα ότι είναι φύση του Θεού. Και γιατί, αν και η χάρη του Πνεύματος διαφέρει από τη θεία φύση, δεν αποχωρίζεται όμως από αυτήν, αλλά μάλλον ελκύει όσους αξιώθηκαν να τη λάβουν, προς τη συνάφεια με το Άγιο Πνεύμα.
109. Απ' όσα μετέχεται η ουσία, τόσες έχει και τις υποστάσεις. Όπως όσες λαμπάδες ανάψει κανείς από μιά λαμπάδα, τόσες υποστάσεις της φωτιάς έκανε. Αν λοιπόν, σύμφωνα με τη γνώμη των αντιπάλων μας, μετέχεται η ουσία του Θεού, και μάλιστα απ' όλα, συμβαίνει τότε να μην είναι τρισυπόστατη, αλλά μυριοϋπόστατη. Ποιος όμως απ' όσους έχουν γαλουχηθεί με τα θεία δόγματα δε γνωρίζει ότι αυτό είναι δάνειο από τους Μασσαλιανούς; Ότι δηλαδή μετέχουν στην ουσία του Θεού εκείνοι που έφτασαν στο άκρον της αρετής —όπως βέβαια την καταλαβαίνουν αυτοί. Τη βλασφημία τούτων, οι αντίπαλοί μας φιλοτιμούνται να ξεπεράσουν και ισχυρίζονται ότι όχι μόνο όσοι ξεχώρισαν στην αρετή, αλλά όλοι γενικά μετέχουν στη θεία ουσία, με την ανοητότατη πρόφαση, ότι αυτή είναι παρούσα παντού. Ο μέγας όμως Θεολόγος Γρηγόριος, ανασκευάζοντας από τότε τις φρενοβλαβείς γνώμες και αυτών και εκείνων, λέει: «Ο Χριστός ονομάστηκε έτσι για τη θεότητά Του, η οποία είναι χρίση της ανθρώπινης φύσεώς Του. Η χρίση αυτή αγιάζει όχι με την ενέργεια, όπως γινόταν (στην Π. Διαθήκη) με τους άλλους χριστούς, αλλά με την παρουσία όλου Εκείνου που χρίει». Και οι θεόσοφοι Πατέρες, σε σύνοδό τους, αποφάνθηκαν ότι ενοικεί βέβαια η θεότητα σ' εκείνους που έχουν καθαρθεί όσο πρέπει, αλλά όχι κατά τη θεία φύση Της. Ούτε λοιπόν κατά την ουσία, ούτε κατά κάποια υπόσταση γίνεται κανείς μέτοχος του Θεού. Κανένα από αυτά τα δύο δε μερίζεται καθόλου, ούτε μεταδίδεται καθόλου σε κανένα. Γι' αυτό και ως προς αυτά ο Θεός είναι τελείως αχώρητος σε όλους, αν και είναι, ως προς αυτά, παρών παντού. Η κοινή όμως ενέργεια και δύναμη της τρισυπόστατης φύσεως μερίζεται κατά διαφόρους τρόπους ανάλογα με τους μετέχοντες, και γι' αυτό γίνεται χωρητή σ' όσους έχουν τη χάρη. Γιατί το Άγιο πνεύμα —για να χρησιμοποιήσομε τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου—, δε μετέχεται στον ίδιο βαθμό από τους άξιους, αλλά διαιρεί την ενέργειά Του ανάλογα με την πίστη τους, και είναι απλό κατά την ουσία, ποικίλο όμως κατά τις δυνάμεις.
110. Εκείνο που λέγεται ότι μετέχει σε κάτι, έχει ένα μέρος από αυτό· γιατί αν δε μετέχει σ' ένα μέρος αλλά στο όλο, τότε η κυριολεξία θα ήταν ότι το έχει κι όχι ότι μετέχει σ' αυτό. Άρα το μετεχόμενο είναι μεριστό, αφού το μετέχον είναι ανάγκη να μετέχει σ' ένα μέρος του. Η ουσία όμως του Θεού είναι τελείως αμέριστη, επομένως είναι και τελείως αμέθεκτη. Ότι η θεία ενέργεια έχει την ιδιότητα να μερίζεται, το δηλώνει ρητά σε πολλά μερη των λόγων του ο Χρυσόστομος. Αυτή λοιπόν είναι που μετέχεται από όσους έχουν αξιωθεί τη θεουργό χάρη. Άκουσε λοιπόν πάλι τον ίδιο, τον χρυσό στη γλώσσα, να διδάσκει ολοφάνερα και τα δύο, ότι δηλαδή η ενέργεια του Θεού είναι εκείνη που μερίζεται αμερίστως και μετέχεται, και όχι η αμέθεκτη ουσία, από την οποία πηγάζει η θεία ενέργεια. Αναφέροντας πρώτα το ευαγγελικό χωρίο «Όλοι εμείς πήραμε από τον πλούτο Του»(Ιω. 1, 16), λέει: «Αν στην περίπτωση της φωτιάς, όπου αυτό που μερίζεται είναι ουσία και σώμα, και τη μερίζομε και δεν τη μερίζομε, πόσο περισσότερο ισχύει αυτό για την ενέργεια, και μάλιστα ενέργεια από ασώματη ουσία;».
111. Ας πούμε και τούτο· όταν μετέχει κανείς στην ουσία κάποιου, είναι ανάγκη να έχει κοινή ουσία με το μετεχόμενο και ως ένα σημείο την ίδια. Ποιος λοιπόν άκουσε ποτέ ότι ο Θεός κι εμείς έχομε κοινή σε κάποιο σημείο ουσία; Και αυτά, όταν ο Μέγας Βασίλειος λέει: «Οι ενέργειες του Θεού κατεβαίνουν προς εμάς, η ουσία Του όμως μένει απρόσιτη». Και ο θείος Μάξιμος λέει: «Όλα όσα είναι ο Θεός, θα είναι και όποιος θεωθεί με τη χάρη, εκτός από την ταυτότητα κατά την ουσία». Ώστε λοιπόν ούτε εκείνοι που θεώθηκαν με τη χάρη δεν είναι δυνατό να μετέχουν στη θεία ουσία. Είναι όμως δυνατό να μετέχουν στη θεία ενέργεια. Αυτό φαίνεται στα λόγια των Αγίων. «Σ' αυτό με οδηγεί εδώ το μετρημένο φως της αλήθειας, να δω και να νιώσω τη λαμπρότητα του Θεού», λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος. «Και η λαμπρότητα του Θεού μας είναι επάνω σε μας»(Ψαλμ. 89, 17), λέει ο ψαλμωδός Προφήτης. Και ο Μάξιμος που συναριθμείται με τους Αγίους, διακηρύττει γραπτώς ότι είναι μία η ενέργεια του Θεού και των Αγίων και ότι αυτοί είναι ζωντανές εικόνες του Χριστού, και ίδιοι μάλλον με Αυτόν κατά τη χάρη, παρά απλώς όμοιοι.
112. Ο Θεός είναι ο ίδιος μέσα στον εαυτό Του, και οι τρείς θείες Υποστάσεις συνέχονται μεταξύ τους και περιχωρούνται η μία μέσα στην άλλη φυσικά, ολικά, αιώνια και αδιάσπαστα και συγχρόνως χωρίς να συμφύρονται ή να συγχέονται, έτσι ώστε να είναι μία και η ενέργειά Τους, πράγμα που δεν μπορεί να βρει κανείς σε καμιά περίπτωση κτιστού όντος (γιατί είναι βέβαια όμοια η ενέργεια στα ομογενή όντα, αλλά επειδή η κάθε υπόσταση ενεργεί χωριστά, χωριστή είναι και η ενέργεια). Δε γίνεται όμως έτσι και στις τρεις εκείνες θείες και προσκυνητές Υποστάσεις. Γιατί εκεί η ενέργεια είναι αληθινά μία και η αυτή, αφού μία είναι η κίνηση του θείου βουλήματος, που ξεκινάει από τον Πατέρα ως από αρχική αιτία, προχωρεί διά του Υιού και φανερώνεται με το Άγιο πνεύμα. Αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα, γιατί από αυτά γνωρίζομε κάθε φυσική ενέργεια. Αυτό που συμβαίνει με τα χελιδόνια, που το καθένα φτιάχνει τη φωλιά του όμοια με των άλλων, αλλά ξεχωριστή, ή με τους γραφείς, που ο καθένας γράφει ξεχωριστή σελίδα, ακόμη κι αν είναι ίδιο το κείμενο, δε συμβαίνει στην περίπτωση του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, να βλέπομε δηλαδή ιδιαίτερο αποτέλεσμα από κάθε μία από τις τρείς Υποστάσεις, αλλά όλη η κτίση είναι έ'να έργο και των Τριών. Και μέσα από την κτίση, έχομε μυηθεί από τους Πατέρες, να νοούμε ότι είναι μία και η αυτή η θεία ενέργεια των τριών προσκυνητών Προσώπων, κι όχι ξεχωριστή για το καθένα και απλώς όμοια του ενός με του άλλου.
113. Ο Πατέρας και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα, είναι ο ένας μέσα στον άλλο χωρίς να συγχέονται ή να συμφύρονται, και απ' αυτό γνωρίζομε ότι μία είναι ακριβώς η κίνηση και η ενέργειά Τους. Η ζωή λοιπόν και η δύναμη που έχει μέσα Του ο Πατέρας, δεν είναι διαφορετική απ' ό,τι στον Υιό, αφου κι ο Υιός εχει την ίδια μ' Εκείνον ζωή και δύναμη. Το ίδιο ισχύει με τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Κι όποιοι νομίζουν ότι δε διαφέρει διόλου η θεία ενέργεια από τη θεία ουσία, επειδή ζωή μας είναι όχι άλλος, αλλά ο ίδιος ο Θεός, κι επειδή Αυτός είναι η προαιώνια ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά καθ' Εαυτόν, αυτοί είναι δυσσεβείς και αμαθείς. Αμαθείς, επειδή δεν έμαθαν ακόμη οτι η υπέρτατη Τριάδα δεν είναι "κάποιος άλλος", παρά ο ίδιος ο Θεός, κι όμως αυτό δεν εμποδίζει καθόλου να διαφέρει η Μονάδα από την Τριάδα. Και δυσσεβείς, γιατί αφανίζουν και την ουσία και την ενέργεια, τη μία με την άλλη. Εκείνο δηλαδή που αναφέρεται σε άλλο, δεν είναι ουσία. Και εκείνο που είναι καθ' εαυτό, δεν αναφέρεται σε άλλο. Αν λοιπόν αυτά (ουσία και ενέργεια) δε διαφέρουν καθόλου μεταξύ τους, αλληλοαναιρούνται. Ή μάλλον, εξαίρουν από τον κατάλογο των ευσεβών εκείνους που λένε ότι αυτά δε διαφέρουν σε τίποτε μεταξύ τους.
114. Εμείς όμως ομολογούμε ότι ο Υιός του Θεού είναι για μας ζωή κατά την αιτία και την ενέργεια και ότι ο Ίδιος είναι ζωή αυτός καθ' εαυτόν, ολότελα άσχετα και ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε, και λέμε ότι και τα δύο αυτά τα έχει κατά τρόπο άκτιστο. Το ίδιο ομολογούμε και για τον Πατέρα και το Άγιο πνεύμα. Επομένως και αυτή η Ζωή μας, η οποία μας ζωοποιεί ως αιτία των ζώντων, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Γιατί ο τρισυπόστατος Θεός μας λέγεται ζωή μας ως αιτία. Μα κι όταν η θεία ζωή θεολογείται όχι ως αιτία, ούτε σε αναφορά προς κάτι άλλο, αλλά καθ' εαυτήν και άσχετα από ό,τι άλλο, και πάλι τίποτε άλλο δεν είναι, παρά ο Πατέρας, αλλά βέβαια και ο Υιός και το Άγιο πνεύμα. Όλα αυτά δεν εμποδίζουν καθόλου εκείνους που πιστεύουν ότι ο Θεός είναι άκτιστος, όχι μονάχα ως προς την ουσία και τις Υποστάσεις, αλλά και ως προς την κοινή θεία ενέργεια των Τριών. Γιατί θεολογούμε ένα Θεό σε τρεις Υποστάσεις, που έχει μία και την ουσία και τη δύναμη και την ενέργεια και όσα άλλα θεωρούνται γύρω από την ουσία. Αυτά λέγονται και άθροισμα και πλήρωμα της θεότητας κατά τη Γραφή(Κολ. 2, 9), και θεωρούνται και θεολογούνται εξίσου για κάθε μία από τις τρείς άγιες Υποστάσεις.
115. Μερικοί αθετούν τη θεία αυτή ενέργεια, και άλλοτε λένε ότι είναι κτιστή, άλλοτε ότι δε διαφέρει διόλου από τη θεία ουσία, κι άλλοτε πάλι, εισάγοντας άλλο κακόδοξο νεωτερισμό, δογματίζουν ότι η μόνη άκτιστη ενέργεια του Πατέρα είναι ο Μονογενής Του Υιός. Και για να στηρίξουν αυτή τη γνώμη τους, επικαλούνται τα λόγια του ιερού Κυρίλλου, που λέει: «Η ζωή που έχει ο Πατέρας μέσα Του, δεν είναι άλλη παρά ο Υιός. Και η ζωή που είναι μέσα στον Υιό, δεν είναι άλλη παρά ο Πατέρας. Κι έτσι αληθεύει Εκείνος που είπε· "Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα, κι ο Πατέρας μέσα σ' εμενα"(Ιω. 14, 11)». Γι' αυτό εμείς, με κάθε δυνατή συντομία, θα επισημάνομε το νόημα των λόγων αυτών του αγίου Κυρίλλου και θα ελέγξομε τη δυσσέβεια εκείνων που από ζοφερή άγνοια αντιλέγουν σ' εμάς. Ισχυρίζονται λοιπόν κακώς ότι ο Υιός δεν είναι μόνο ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά και κατώτερος, γιατί δεν έχει το ζην και τη ζωή από τη φύση Του, αλλά τα έλαβε έπειτα και τα έχει κατά μετοχή και προσθήκη, και γιατί παίρνει και δέχεται τη ζωή από τον Πατέρα, σύμφωνα με το ρητό: «Όπως ο Πατέρας έχει μέσα του ζωή, έτσι έδωσε και στον Υιό να έχει μέσα του ζωή»(Ιω. 5, 26). Σ' εκείνους λοιπόν που εξηγούν με τόση δυσσέβεια το ευαγγελικό αυτό χωρίο αντιλέγει με τα παραπάνω ο θείος Κύριλλος. Γιατί ο Θεός λέγεται ζωή και κατά την ενέργεια, ως Αυτός που ζωοποιεί τα ζώντα· επειδή Αυτός είναι η ζωή όσων ζουν την κατά φύση ζωή, ως Δημιουργός της φύσεως, αλλά και όσων ζουν τη θεία ζωή, ως χορηγός της χάρης. Λέγεται όμως και ζωή Αυτός καθ' εαυτόν, όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά ελεύθερα και ανεξάρτητα εντελώς. Θέλοντας ακόμη ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι και κατά τα δύο αυτά, ο Υιός δε διαφέρει καθόλου από τον Πατέρα κι ότι αν ο Υιός δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αυτό δε σημαίνει ότι είναι κατώτερος ούτε χρονικά δεύτερος κατά την ουσία από τον Πατέρα, κοντά σε πολλά άλλα λέει και αυτό: «Ο Υιός δεν έχει ύπαρξη επειδή δέχεται κάτι από τον Πατέρα, αλλ' επειδή υπάρχει, δέχεται κάτι». Και συμπεραίνει: «Επομένως, δε θ' αναγκάσει τον Υιό το γεγονός ότι έλαβε κάτι από τον Πατέρα, να είναι χρονικά δεύτερος κατά την ουσία». Δε δέχεται δηλαδή ότι η ζωή που έχει ο Πατέρας και που από τον Πατέρα λαμβάνει ο Υιός, είναι η θεία ουσία.
116. Ακόμη, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να δείξει ότι ο Υιός του Θεού, αν και κατά την ενέργεια λέγεται ζωή σε σχέση με τα όντα που ζουν, επειδή τα ζωοποιεί και ονομάζεται ζωή τους, δεν είναι ωστόσο σ' αυτό ανόμοιος με τον Πατέρα, αλλά από τη φύση Του είναι γι' αυτά ζωή και τα ζωοποιεί, όπως και ο Πατέρας, γράφει παρακάτω: «Αν ο Υιός δεν είναι ζωή κατά τη φύση Του, πώς θα αποδειχθεί αληθές εκείνο που είπε: "Όποιος πιστεύει σ' εμένα, έχει ζωή αιώνια"(Ιω. 6, 47), ή το άλλο: "Τα πρόβατά μου ακούνε τη φωνή μου κι εγώ δίνω σ' αυτά ζωή αιώνια"(Ιω. 10, 27-28); Επειδή λοιπόν η ζωή είναι φυσικό Του προσόν και ενυπάρχει στην ουσία Του, υπόσχεται να τη δώσει σ' εκείνους που πιστεύουν σ' Αυτόν». Πώς λοιπόν υπάρχει περίπτωση να σκεφτούμε ότι ο Υιός δεν έχει ζωή, αλλ' ότι την έλαβε από τον Πατέρα; Ας ντραπούν λοιπόν οι φρενοβλαβείς, που όταν ακούσουν ότι η ζωή είναι φυσικό προσόν του Θεού, λένε ότι αυτή είναι η ουσία του Θεού. Γιατί βέβαια δε χαρίζει την ουσία Του σ' εμάς τους πιστούς ο Πατέρας ή ο Υιός ή το Άγιο πνεύμα. Μακριά τέτοια ασέβεια.
117. Ο Μέγας Κύριλλος στη συνέχεια, αντικρούοντας με την ίδια δύναμη εκείνους που φρονούν τα του διαβόλου, λέει: «Αφού ο Υιός προήλθε από τον Πατέρα, πήρε όλα τα φυσικά Του προσόντα (γνωρίσματα). Ένα από αυτά είναι και η ζωή». Λέγοντας "ένα από τα προσόντα του Πατέρα", απέδειξε σαφώς ότι αυτά είναι πολλά. Αν λοιπόν, η ζωή αυτή είναι η ουσία του Θεού, τότε σύμφωνα μ' εκείνους που φρονούν έτσι, ο Θεός έχει πολλές ουσίες. Εκτός λοιπόν από τη δυσσέβεια, δεν υστερεί και σε υπερβολική αμάθεια, το να ταυτίζουν το ον (την ουσία) με το προσόν, έστω και σε κάτι. Πολύ περισσότερο ανόητο είναι το να λένε ότι σε τίποτε δε διαφέρουν το ον και τα προσόντα, δηλαδή το ένα και τα περισσότερα από το ένα. Γιατί είναι τελείως και οπωσδήποτε αδύνατο και ανόητο να είναι κάτι ένα και πολλά, ως προς το ίδιο σημείο.
118. Ο θείος Κύριλλος λοιπόν, λέγοντας ότι ένα από τα προσόντα του Πατέρα είναι και η ζωή, έδειξε ότι εδώ δεν ονομάζει ζωή την ουσία του Θεού. Ας τον φέρομε όμως τώρα να λέει αυτολεξεί ότι είναι πολλά αυτά τα προσόντα του Θεού. Προχωρώντας λοιπόν πάνω στο ίδιο θέμα, λέει: «Ο Πατέρας αναφέρεται να έχει πολλά πλεονεκτήματα. Αλλά δεν είναι άμοιρος από αυτά και ο Υιός». Πώς μπορούν τα πολλά αυτά πλεονεκτήματα του Θεού να είναι η θεία ουσία; Θέλοντας δε ο Κύριλλος να φανερώσει και μερικά από τα πλεονεκτήματα αυτά που έχει ο Πατέρας, ανέφερε τον Παύλο που λέει: «Στον άφθαρτο, αόρατο και μόνο σοφό Θεό»(Α΄ Τιμ. 1, 17). Από αυτά αποδεικνύεται ακόμη περισσότερο, ότι κανένα από τα προσόντα του Θεού δεν είναι ουσία Του. Πώς δηλαδή θα μπορούσε η αφθαρσία και το αόρατο και γενικά όλα τα αφαιρετικά και αποφατικά, όλα μαζί ή το καθένα χωριστά, να είναι ουσία; Γιατί ουσία δεν είναι παρά αυτό ή εκείνο το ορισμένο. Αλλά κι αν σ' αυτά προστεθούν τα προσόντα του Θεού, που οι Θεολόγοι τα διατυπώνουν καταφατικά, πάλι κανένα δε φανερώνει την ουσία του Θεού, αν και όταν είναι ανάγκη χρησιμοποιούμε τα ονόματα όλων αυτών για τη θεία Υπερουσιότητα που είναι ολότελα ανώνυμη.
119. Τα προσόντα κατ' ανάγκην ζητείται σε ποιον ανήκουν. Και αν δεν ανήκουν σε κανένα, δεν είναι και προσόντα. Αν όμως συμβαίνει να ανήκουν σε κάτι, κι αυτό είναι η ουσία, η οποία κατά τους αντιθέτους δε διαφέρει σε τίποτε απολύτως απ' όλα τα προσόντα μαζί κι από το καθένα χωριστά, αφού τα προσόντα είναι πολλά, η μία εκείνη ουσία θα είναι ουσίες πολλές, και το ένα εκείνο κατά την ουσία, θα είναι πολλά κατά την ουσία, κι επομένως θα έχει πολλές ουσίες. Αν όμως είναι ένα κι έχει πολλές ουσίες, αναγκαστικά είναι σύνθετο. Απ' αυτά λοιπόν τα τόσο δυσσεβή προϊόντα της άγνοιάς τους, θέλοντας ο θείος Κύριλλος να απαλλάξει εκείνους που πείθονται σ' αυτούς, γράφει στους θησαυρούς του: «Αν αυτό που υπάρχει μόνο στο Θεό είναι οπωσδήποτε και ουσία Του, τότε Αυτός αποτελείται από πολλές ουσίες, γιατί είναι πολλά όσα υπάρχουν κατά φύση μόνο στο Θεό και σε κανένα άλλο από τα όντα. Είναι δηλαδή Βασιλεύς και Κύριος και άφθαρτος και αόρατος και εκτός απ' αυτά και άλλα μύρια, όσα αναφέρουν γι' Αυτόν οι θείες Γραφές. Αν λοιπόν καθένα απ' αυτά τα προσόντα είναι στην τάξη της ουσίας, πώς δε θα είναι σύνθετος ο απλός Θεός; Τούτο όμως είναι η πιό άτοπη σκέψη».
120. Ο σοφός στα θεία Κύριλλος έδειξε με πολλούς τρόπους ότι, αν και είναι ζωή ο Υιός και λέγεται ότι έχει ζωή κατά την ενέργεια, αφού ζωοποιεί εμάς και είναι ζωή των ζωντανών πλασμάτων, δεν είναι ανόμοιος ως προς αυτό με τον Πατέρα, γιατί και ο Πατέρας ζωοποιεί. Θέλησε ακόμη να αποδείξει ότι, και όταν όχι σε σχέση με κάτι άλλο, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα λέγεται ζωή και ότι έχει ζωή ο Υιός, και τότε δεν είναι ανόμοιος με τον Πατέρα κατά τη ζωή. Γιατί όταν δε λέμε το Θεό ζωή μας ως Αυτόν που μας ζωοποιεί, αλλά τελείως ελεύθερα και απόλυτα, τότε ονομάζομε την ουσία Του από τη φυσική ενέργεια που αποτελεί γνώρισμά Του —όπως τον όνομάζομε και σοφία και αγαθότητα και όλα τα άλλα. Αυτό λοιπόν θέλοντας ν' αποδείξει, λέει: «Όταν λέμε ότι ο Πατέρας έχει μέσα Του ζωή(Ιω. 5, 26), τότε ονομάζομε ζωή τον Υιό, ο οποίος είναι άλλος από τον Πατέρα μόνο κατά την Υπόσταση και όχι κατά τη ζωή, γι' αυτό και δε νοείται σ' Αυτόν καμία συνθετότητα ή διπλότητα. Και όταν πάλι λέμε ότι ο Υίός έχει μέσα του ζωή, εννοούμε την απόλυτη εκείνη ζωή, τον Πατέρα. Επειδή δηλαδή είναι ζωή όχι σε σχέση με κάποιον άλλο, αλλά απόλυτα Αυτός καθ' εαυτόν, ο Πατέρας και ο Υιός είναι ο ένας μέσα στον άλλο, όπως είπε ο ίδιος ο Κύριος: "Εγώ είμαι μέσα στον Πατέρα κι ο Πατέρας σ' εμένα"(Ιω. 14, 11)». Αυτά λοιπόν τα λέει ο θείος Κύριλλος, για να δείξει ότι δίπλα στον Πατέρα, η ζωή που έχει μέσα Του, δηλαδή ο Υιός, είναι και άλλος και όχι άλλος. Κι εκείνοι που λένε ότι ο Υιός δεν είναι καθόλου διάφορος σε σχέση με τον Πατέρα και ότι η ζωή που έχει μέσα Του είναι η αυτή κατά πάντα με τον Πατέρα, επειδή δε διαφέρει καθόλου, προβάλλοντας αυτά και διαβεβαιώνοντας ότι αυτή η ζωή είναι ο Μονογενής Υιός του Πατέρα, συμπορεύονται όχι με τη διδασκαλία του ιερού Κυρίλλου, αλλά οπωσδήποτε με του Σαβελλίου.
121. Αλλά δε θα προξενήσει στους αντιθέτους τη μεγαλύτερη καταδίκη να ισχυρίζονται ότι ο θείος Κύριλλος παρουσιάζει αντιφάσεις; Γιατί το να λέει κανείς τώρα αυτό κι ύστερα εκείνο, ενώ και τα δύο είναι αληθινά, αυτό συμβαίνει στον καθένα που θεολογεί ευσεβώς. Το να λέει όμως κανείς τα αντίθετα με τον εαυτό του, δεν είναι γνώρισμα φρόνιμου ανθρώπου. Ο Κύριλλος λοιπόν σωστά είπε ότι ο Υιός έχει εκ φύσεως τη ζωή, την οποία δίνει σ' όσους πιστεύουν σ' Αυτόν και με αυτό έδειξε ότι όχι μόνο η ουσία του Θεού, την οποία κανείς δεν μπορεί να λάβει, αλλά και η φυσική Του ενέργεια λέγεται ζωή την οποία κατά χάρη έλαβαν εκείνοι που ζωοποιήθηκαν απ' Αυτόν, έτσι ώστε κι οι ίδιοι να σώζουν —δηλαδή να αθανατίζουν κατά το πνεύμα— εκείνους που δε ζούσαν πρωτύτερα κατά το πνεύμα, και κάποτε να ανασταίνουν και μερικούς που νεκρώθηκαν σε κάποιο μέλος τους ή και σε όλο το σώμα τους. Πώς λοιπόν εκείνος που τα έδειξε αυτά τόσο καλά και καθαρά, πρόβαλε έπειτα ότι η ουσία του Θεού καλείται ζωή, αναιρώντας έτσι όσα είπε για τη θεία ενέργεια; Γιατί έτσι ισχυρίζονται ανόητα αυτοί που τώρα διαστρέφουν, ή μάλλον συκοφαντούν τα λόγια του Κυρίλλου.
122. Ενέργεια και δύναμη δεν καλείται από τους Αγίους μόνον ο Μονογενής Υιός του Θεού, αλλά και το Άγιο πνεύμα, επειδή έχουν τις ίδιες απαράλλακτα δυνάμεις και ενέργειες με τον Πατέρα. Γιατί ο Θεός λέγεται και δύναμη, κατά τον Μέγα Διονύσιο, επειδή έχει μέσα Του από πριν και πάνω απ' όλα κάθε δύναμη. Γι' αυτό και όταν καθένα από τα δύο αυτά ενυπόστατα (Υιός και πνεύμα) ονομάζεται δύναμη ή ενέργεια, το έχει να υπονοείται ή να λέγεται μαζί μ' Αυτόν. Όπως και ο σε όλα Μέγας Βασίλειος λέει ότι το Άγιο πνεύμα είναι δύναμη αγιαστική, που έχει ουσία, ύπαρξη, υπόσταση. Οι ενέργειες του Πνεύματος δεν είπε ότι είναι ενυπόστατες, και από αυτό φαίνεται ότι τις διέστειλε από τα κτίσματα. Γιατί όσα προέρχονται από το πνεύμα είναι ενυπόστατα ως δημιουργήματα, αφού ο Θεός δημιούργησε ουσίες με ποιότητες (ιδιότητες).
123. Η αποφατική θεολογία δεν αντιμάχεται ούτε αναιρεί την καταφατική, αλλά δείχνει ότι όσα λέγονται περί Θεού καταφατικώς είναι αληθινά και λέγονται ευσεβώς, όμως ο Θεός δεν τα έχει αυτά με το δικό μας τρόπο. Για παράδειγμα, έχει ο Θεός τη γνώση των όντων, έχομε κι εμείς μερικών. Αλλά εμείς τα γνωρίζομε ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, ενώ ο Θεός τα γνωρίζει όχι ως αυτά που έγιναν και υπάρχουν, αφού τα γνώριζε όχι λιγότερο και πριν από τη δημιουργία τους. Εκείνος λοιπόν που λέει ότι ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν, δεν είναι αντίθετος μ' εκείνον που λέει ότι γνωρίζει ο Θεός τα όντα, και ενώ υπάρχουν τα γνωρίζει. Υπάρχει και καταφατική θεολογία που έχει δύναμη αποφατικής θεολογίας. Όπως όταν πει κανείς ότι κάθε γνώση λέγεται για κάποιο υποκείμενο, δηλαδή αυτό που γνωρίζομε· η γνώση όμως του Θεού δεν εντοπίζεται για κανένα υποκείμενο. Αυτό θέλει να πει το ότι «ο Θεός δε γνωρίζει τα όντα ως αυτά που υπάρχουν», και «δεν έχει τη γνώση των όντων» —δηλαδή δεν την έχει ίδια μ' εμάς. Με αυτό τον τρόπο και το ότι δεν υπάρχει ο Θεός λέγεται καθ' υπεροχή (επειδή ο Θεός υπερβαίνει κάθε ύπαρξη). Εκείνος όμως που το λέει αυτό για να δείξει ότι δεν έχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο Θεός υπάρχει, είναι φανερό ότι δεν χρησιμοποιεί την αποφατική θεολογία καθ' υπεροχή, αλλά κατ' έλλειψη, σαν να μην υπάρχει δηλαδή καθόλου Θεός, πράγμα που είναι υπερβολική ασέβεια. Αυτό δυστυχώς παθαίνουν εκείνοι που επιχειρούν μέσω της αποφατικής θεολογίας να αναιρέσουν το ότι ο Θεός έχει και ουσία και ενέργεια άκτιστη. Εμείς όμως παραδεχόμαστε και την καταφατική και την αποφατική θεολογία, γιατί η μία δεν αναιρεί την άλλη, αλλά μάλλον στερεωνόμαστε από την κάθε μία στο ευσεβές φρόνημα.
124. Για να ανατρέψει κανείς τελείως όλες τις φλυαρίες των αντιθέτων και να τις αποδείξει απέραντη μωρολογία αρκεί νομίζω ένας μικρός πατερικός λόγος: «Το Άναρχο (ο Πατέρας), η αρχή (ο Υίός) και το μαζί με την αρχή (το πνεύμα) είναι ένας Θεός. Αλλά η αρχή δε χωρίζεται επειδή είναι αρχή από το Άναρχο, γιατί δεν είναι φύση Του η αρχή, όπως ούτε Εκείνου το άναρχον. Αυτά είναι γνωρίσματα της φύσεως, δεν είναι φύση». Τί λοιπόν, αφού δεν είναι φύση, αλλά γνωρίσματα της φύσεως η αρχή και το άναρχον, θα τα πεί κανείς κτιστά; Μόνο αν παραφρονεί. Αν τώρα αυτά είναι άκτιστα και είναι προσόντα της φύσεως του Θεού, είναι γι' αυτό σύνθετος ο Θεός; Καθόλου· γιατί δε διαφέρει από τη θεία φύση. Μάλλον αν τα φυσικά προσόντα του Θεού είναι φύση, τότε είναι σύνθετος ο Θεός· αυτό, κοντά στους άλλους Πατέρες, το διδάσκει αναλυτικά και ο Μέγας Κύριλλος. Εσύ διάβασε τους λόγους προς τον Ευνόμιο του Μεγάλου Βασιλείου και του αδελφού του κατά τη σάρκα και το φρόνημα, του Γρηγορίου Νύσσης. Εκεί θα βρείς καθαρά ότι συμφωνούν με τον Ευνόμιο οι αντίθετοι και θα μάθεις τις προς αυτούς αντιρρήσεις για να τις μεταχειρίζεσαι διαρκώς.
125. Οι Ευνομιανοί νομίζουν ότι δεν είναι ίδια η ουσία του Πατέρα και του Υιού, επειδή κάθε τί που λέγεται περί Θεού νομίζουν ότι λέγεται κατ' ουσίαν και φιλονεικούν ότι, αφού το γεννάν και το γεννάσθαι είναι διαφορετικά, είναι και διάφορες ουσίες. Άλλοι πάλι αντιλέγουν ότι δεν είναι ο ίδιος Θεός που έχει και τη θεία ουσία και τη θεία ενέργεια, γιατί νομίζουν ότι κάθε τί που λέγεται περί Θεού είναι ουσία και φιλονεικούν ότι, επειδή υπάρχει κάποια διαφορά μεταξύ ουσίας και ενέργειας, υπάρχουν πολλοί και διάφοροι θεοί. Σ' όλους αυτούς μπορεί να δειχτεί πώς ό,τι λέγεται περί Θεού, δε λέγεται μόνο κατά την ουσία, αλλά λέγεται και αναφορικά, δηλαδή σε σχέση με κάτι άλλο που δεν είναι Αυτός. Όπως λέγεται ο Πατέρας αναφορικά με τον Υιό· γιατί ο Υιός δεν είναι Πατέρας. Λέγεται και Κύριος αναφορικά με την κτίση που είναι δούλη σ' Αυτόν. Γιατί ο Θεός είναι Κύριος όλων των κτισμάτων που έγιναν σε κάποιο χρόνο και αιώνα, όπως και αυτών των αιώνων. Η δε κυριαρχία είναι άκτιστη ενέργεια του Θεού, και διαφέρει από την ουσία, γιατί λέγεται αναφορικά με κάτι άλλο (την κτίση) το οποίο δεν είναι Αυτός.
126. Οι Ευνομιανοί, κάθε τί που λέγεται περί Θεού, το λένε ουσία, για να δογματίσουν ότι η αγεννησία είναι ουσία κι έτσι να υποβιβάσουν —όσο μπορούν— τον Υιό σε κτίσμα, ως διαφορετικό από τον Πατέρα. Αυτό που προφασίζονται είναι να μη γίνουν, όπως λένε, δύο θεοί, ο πρώτος ο αγέννητος, και ο άλλος ο δευτερεύων, ως γεννητός. Αυτούς μιμούνται και οι αντίθετοι και λένε ουσία κάθε τί που λέγεται περί Θεού, με σκοπό να υποβιβάσουν ασεβώς σε κτίσμα τη θεία ενέργεια, η οποία ενώ δε χωρίζεται, διαφέρει από την ουσία του Θεού, ως προερχόμενη από αυτήν, και μετέχεται από τα δημιουργήματα —γιατί όλα μετέχουν στην πρόνοια που πηγάζει από τη θεότητα, την αιτία των πάντων. Και η πρόφασή τους είναι, όπως λένε, να μη γίνουν δύο θεότητες, δηλαδή η πάνω από κάθε όνομα και αιτία και μέθεξη τρισυπόστατη Ουσία και η από αυτήν προερχόμενη ενέργεια του Θεού, η οποία μετέχεται και ονομάζεται. Δεν καταλαβαίνουν όμως ότι όπως ο Θεός και Πατέρας λέγεται Πατέρας αναφορικά προς τον Υιό, κι έχει άκτιστα το ότι είναι Πατέρας, αν και το "Πατέρας" δε σημαίνει ουσία, έτσι ο Θεός έχει άκτιστα και την ενέργεια, αν και η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Κι όταν λέμε μία θεότητα, περιλαμβάνομε όλα όσα είναι ο Θεός, και την ουσία και την ενέργεια. Εκείνοι λοιπόν είναι που διχοτομούν ασεβώς τη μία θεότητα του Θεού σε κτιστά και άκτιστα.
127. Συμβεβηκός είναι εκείνο που γίνεται και περνά, από το οποίο εννοούμε και τα αχώριστα συμβεβηκότα. Από μία άποψη, συμβεβηκός είναι και το φυσικό προσόν, επειδή αυξάνει και μειώνεται. Όπως είναι η γνώση στη λογική ψυχή. Αλλά στο Θεό δε συμβαίνει κανένα τέτοιο, γιατί παραμένει τελείως αμετάβλητος, και γι' αυτό το λόγο τίποτε δε θα μπορούσαμε να πούμε σ' Αυτόν κατά συμβεβηκός. Ωστόσο ό,τι λέγεται περί Θεού, δε σημαίνει βέβαια ουσία. Γιατί λέγεται σ' Αυτόν και το "προς τι" που είναι αναφορικό και δε δηλώνει ουσία, αλλά αναφορά σε άλλο. Και τέτοιο είναι στο Θεό η θεία ενέργεια. Γιατί ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, αν και από μερικούς Θεολόγους καλείται από μιά άποψη συμβεβηκός, για να δείξουν τούτο μόνο, ότι υπάρχει στο Θεό και δεν είναι ουσία Του.
128. Ακόμη η θεία ενέργεια, αν και είναι συμβεβηκός, όπως λέγεται, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν προξενεί σύνθεση. Αυτό μας διδάσκει κι ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, γράφοντας περί του Αγίου Πνεύματος: «Το Άγιο πνεύμα, ή είναι από εκείνα που υπάρχουν καθ' εαυτά, ή από εκείνα που θεωρούνται σε σχέση με άλλο. Από αυτά το πρώτο, οι έμπειροι σ' αυτά το ονομάζουν ουσία, ενώ το δεύτερο συμβεβηκός. Αν λοιπόν Αυτό είναι συμβεβηκός, τότε θα είναι ενέργεια του Θεού. Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος; Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Λέει ολοφάνερα τούτο· αν Αυτό είναι απ' όσα θεωρούνται μέσα στο Θεό, και γι' αυτό δεν είναι ουσία, αλλά συμβεβηκός και ονομάζεται πνεύμα, τότε δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο, παρά ενέργεια Θεού. Αυτό δήλωσε λέγοντας «Τί άλλο μπορεί να είναι; Ή τίνος;» και προετοιμάζοντας το συμπέρασμα ότι τίποτε άλλο, ούτε ποιότητα ούτε ποσότητα ούτε τίποτε τέτοιο δεν μπορεί να θεωρείται μέσα στο Θεό,αλλά μόνον ενέργεια, προσθέτει: «Αυτό διαφεύγει κάπως τη σύνθεση». Πώς η ενέργεια, ενώ θεωρείται μέσα στο Θεό, δεν επιφέρει σύνθεση; Επειδή μόνο ο Θεός έχει απαθέστατη την ενέργεια· ενεργεί μόνο, χωρίς όμως και να πάσχει κατά την ενέργεια, ή να γίνεται, ή να μεταβάλλεται.
129. Ο Θεολόγος Γρηγόριος έδειξε σ' άλλο σημείο ότι αυτή η ενέργεια είναι άκτιστη, αντιδιαστέλλοντάς την προς το κτίσμα. «Από τους δικούς μας σοφούς, λέει, άλλοι νόμισαν το πνεύμα πως είναι ενέργεια, άλλοι κτίσμα, άλλοι Θεός». Εδώ λοιπόν Θεό αποκαλεί την ίδια την υπόσταση. Αντιδιαστέλλοντας δε την ενέργεια προς το κτίσμα, έδειξε καθαρά ότι αυτή δεν είναι κτίσμα. Αλλά και λίγο πιο κάτω ονόμασε αυτή την ενέργεια κίνηση του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι άκτιστη η κίνηση του Θεού; Γι' αυτήν ο θεοφόρος Ιωάννης ο Δαμασκηνός γράφει στο 59ο κεφάλαιο: «Ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως. Ενεργητική είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Ενέργημα είναι το αποτέλεσμα της ενέργειας. Και ενεργεί εκείνος που χρησιμοποιεί την ενέργεια, δηλαδή η υπόσταση».
130. Μαζί με τα παραπάνω, ο Θεολόγος Γρηγόριος είπε: «Αν είναι ενέργεια, τότε δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί». Από αυτό οι αντίθετοι συμπέραναν και αποφάνθηκαν ότι η θεία αυτή ενέργεια είναι κτιστή. Αγνόησαν ότι και για τα άκτιστα λέγεται ότι ενεργούνται, όπως δείχνει αλλού ο Θεολόγος γράφοντας: «Αν ο Πατέρας είναι όνομα ενέργειας, τότε θα έχει ενεργήσει και αυτό το ομοούσιο». Λέει και ο θεοφόρος Δαμασκηνός: «Ο Χριστός κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, ενεργώντας θεϊκά την πρόνοια των όλων». Αλλά ούτε το "κατέπαυσε" προσκρούει στο ότι η ενέργεια είναι άκτιστη. Γιατί κατά τη δημιουργία, ο Θεός αρχίζει και παύει, όπως λέει και ο Μωυσής ότι ο Θεός κατέπαυσε απ' όλα τα έργα τα οποία άρχισε να κάνει(Γεν. 2, 2). Η δημιουργία λοιπόν αυτή που ο Θεός αρχίζει και παύει, είναι φυσική και άκτιστη ενέργεια του Θεού.
131. Πάλι ο θείος Δαμασκηνός, αφού είπε ότι ενέργεια είναι η δραστική και ουσιώδης κίνηση της φύσεως, θέλοντας να δείξει πως για την ενέργεια αυτή είπε ο Θεολόγος ότι ενεργείται και παύεται, πρόσθεσε: «Πρέπει να γνωρίζομε ότι η ενέργεια είναι κίνηση και μάλλον ενεργείται παρά ενεργεί, όπως λέει ο Θεολόγος Γρηγόριος στο λόγο του περί του Αγίου Πνεύματος: "Αν είναι ενέργεια, τότε είναι φανερό ότι δε θα ενεργήσει, αλλά θα ενεργηθεί και θα πάψει να υπάρχει μόλις ολοκληρωθεί"». Είναι λοιπόν φανερό ότι εκείνοι που φρονούν αντίθετα, δογματίζοντας ότι είναι κτιστή η ενέργεια για την οποία μίλησε εδώ ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, υποβιβάζουν φρενοβλαβώς σε κτίσμα την ίδια την φυσική και ουσιώδη ενέργεια του Θεού. Αυτήν ο ιερός Δαμασκηνός, υποδηλώνοντας ότι δεν ενεργείται μόνο, αλλά και ενεργεί, την παρουσίασε άκτιστη. Ότι τώρα αυτός δε διαφωνεί σε τούτο με το Θεολόγο Γρηγόριο, το απέδειξα σε άλλους εκτενείς λόγους μου.
132. Οι υποστατικές ιδιότητες λέγονται στο Θεό αναφορικά η μία προς την άλλη. Και διαφέρουν οι Υποστάσεις μεταξύ τους, αλλά βέβαια όχι κατά την ουσία. Κάποτε ο Θεός λέγεται και αναφορικά προς την κτίση. Δεν μπορεί δηλαδή η Παναγία Τριάδα, όπως λέγεται προαιώνιος, προάναρχος, μέγας, αγαθός, Θεός, να λέγεται έτσι και Πατέρας, γιατί δεν είναι η κάθε μία από τις τρεις θείες Υποστάσεις Πατέρας, αλλά η μία μόνο από αυτές. Και είναι ο Πατέρας από τον οποίο και ως προς τον οποίο ανάγονται όλα τα άλλα. Ως προς την κτίση λοιπόν, επειδή είναι κοινό έργο των Τριών, που έγινε από το τελείως μη ον, κι επειδή η υιοθεσία των τέκνων του Θεού γίνεται με την κοινή χάρη που χορηγείται από τις Τρείς, μπορεί η Τριάδα να λέγεται Πατέρας. Τα χωρία: «Ο Κύριος ο Θεός σου, είναι ένας Κύριος»(Δευτ. 6, 4) και: «Είναι ένας ο Πατέρας μας ο ουράνιος»(Ματθ. 23, 9), που ονομάζουν την Αγία Τριάδα Κύριο και Θεό μας, και μάλιστα και Πατέρα μας, που μας αναγεννά με τη χάρη Του, λέγονται, όπως είπαμε, αναφορικά. Και ο Πατέρας μόνος ως προς τον ομοούσιο Υιό λέγεται Πατέρας· ο ίδιος λέγεται και αρχή ως προς τον Υιό και το πνεύμα. Και ως προς την κτίση ο Πατέρας λέγεται αρχή, αλλά ως Κτίστης και Κύριος όλων των κτισμάτων. Όταν λοιπόν ο Πατέρας λέγεται έτσι ως προς την κτίση, αρχή είναι και ο Υιός, και δεν είναι δύο αρχές, αλλά μία. Γιατί και ο Υιός αναφορικά προς την κτίση λέγεται αρχή, όπως λέγεται και Κύριος αναφορικά προς τα δούλα σ' Αυτόν κτίσματα. Ο Πατέρας λοιπόν και ο Υιός μαζί με το πνεύμα, ως προς την κτίση είναι μία αρχή και ένας Κύριος και ένας Δημιουργός και ένας Θεός και Πατέρας και Προνοητής και Επόπτης και όλα τα άλλα. Και καθένας από αυτούς τους χαρακτηρισμούς δεν είναι ουσία. Γιατί αν ήταν ουσία δε θα λεγόταν αναφορικά προς άλλο.
133. Καταστάσεις και διαθέσεις και τόποι και χρόνοι και οποιοδήποτε άλλο παρόμοιο, δεν κυριολεκτούνται σχετικά με το Θεό, αλλά λέγονται μεταφορικά. Το ότι δημιουργεί και ενεργεί, μόνο για το Θεό θα μπορούσε να λεχθεί αληθινά. Γιατί μόνο ο Θεός δημιουργεί, ενώ ο Ίδιος ούτε γίνεται ούτε πάσχει όσον αφορά στην ουσία Του. Και μόνο Αυτός διά μέσου όλων δημιουργεί το κάθε τί. Και μόνο Αυτός από την απόλυτη ανυπαρξία δημιουργεί, γιατί έχει ενέργεια παντοδύναμη. Και σύμφωνα με αυτή την παντοδύναμη ενέργεια λέγεται αναφορικά προς την κτίση και διαθέτει την όποια δυνατότητα. Ο Ίδιος δηλαδή δεν μπορεί στη θεϊκή Του φύση να πάθει απολύτως τίποτε, μπορεί όμως να προσθέσει στα κτίσματα αν θέλει. Γιατί η δυνατότητα να πάθει, να κρατά ή να προσλάβει κάτι κατά την ουσία Του, είναι ιδίωμα ασθένειας. Ενώ η δυνατότητα να δημιουργεί, να συγκρατεί και να προσθέτει στα κτίσματα, όταν θέλει, είναι ιδίωμα θεοπρεπούς και παντοκρατορικής ισχύος.
134. Όλα τα όντα συγκεφαλαιώνονται σε δέκα κατηγορίες: ουσία, ποσόν, ποιόν, προς τι, που, πότε, ποιείν, πάσχειν, έχειν, κείσθαι, και τα λοιπά που θεωρούνται μέσα στην ουσία. Ο Θεός όμως είναι ουσία υπερούσια, μέσα στην οποία θεωρούνται μόνο το "προς τι" (αναφορά σε κάτι άλλο) και το "ποιείν", τα οποία δεν της επιφέρουν καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Γιατί ο Θεός ποιεί τα πάντα, χωρίς να πάσχει τίποτε ο Ίδιος κατά την ουσία Του. Είναι ακόμη και Κτίστης αναφορικά προς την κτίση, και αρχή και Κύριός της, γιατί έχει από Αυτόν την αρχή και σ' Αυτόν υποτάσσεται. Αλλά και Πατέρας μας είναι, που μας αναγεννά με τη χάρη Του. Είναι και Πατέρας προς τον Υιό, ο οποίος δεν έχει διόλου χρονική αρχή. Είναι και Υιός προς τον Πατέρα. Και το πνεύμα είναι "πρόβλημα" (εκπόρευμα) του Πατέρα, συναιώνιο με τον Πατέρα και τον Υιό, κι έχουν μία και την αυτή ουσία. Όσοι λένε ότι ο Θεός είναι μόνον ουσία και δε θεωρείται τίποτε μέσα σ' αυτήν, κατασκευάζουν ένα Θεό που δεν έχει ούτε το "ποιείν και ενεργείν", ούτε το "προς τι". Αν όμως ο Θεός αυτός που νομίζουν αυτοί, δεν τα έχει αυτά, ούτε ενέργεια είναι, ούτε Δημιουργός, ούτε ενέργεια έχει, αλλά ούτε είναι αρχή και Κτίστης και Κύριος, ούτε και Πατέρας μας κατά χάρη. Πώς δηλαδή μπορεί να είναι όλα αυτά, όταν δεν έχει να θεωρούνται μέσα στην ουσία Του το "προς τι" και το "ποιείν"; Ακόμη αναιρείται και το τρισυπόστατο της θεότητας, αν δε θεωρείται μέσα στην ουσία του Θεού το "προς τι". Κι αν δεν είναι τρισυπόστατος, ούτε Κύριος του παντός είναι, ούτε Θεός. Είναι λοιπόν άθεοι εκείνοι που έχουν τις ιδέες των αντιθέτων.
135. Έχει ο Θεός και κάτι που δεν είναι ουσία. Αλλά βέβαια επειδή δεν είναι ουσία, δε θα πει πως είναι συμβεβηκός. Γιατί εκείνο που όχι μόνο δε χάνεται, αλλά ούτε επιδέχεται ή προξενεί οποιαδήποτε αύξηση ή μείωση, δεν είναι δυνατό να συμπεριληφθεί στα συμβεβηκότα. Κι επειδή δεν είναι ούτε συμβεβηκός, ούτε ουσία, δε σημαίνει πώς είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα, αλλά υπάρχει, και υπάρχει αληθινά. Δεν είναι συμβεβηκός, γιατί είναι εντελώς αμετάβλητο. Και δεν είναι ούτε ουσία, γιατί δεν είναι από αυτά που υπάρχουν καθ' εαυτά. Γι' αυτό και λέγεται συμβεβηκός κατά κάποιο τρόπο από μερικούς Θεολόγους, που θέλουν να δείξουν τούτο μονάχα, ότι δηλαδή δεν είναι ουσία. Καθένα από τα υποστατικά γνωρίσματα και κάθε μία υπόσταση δεν είναι μήτε ουσία μήτε συμβεβηκός σχετικά με το Θεό. Τί λοιπόν, γι' αυτό το λόγο είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα; Άπαγε! Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν και η θεία ενέργεια του Θεού, ούτε ουσία είναι, ούτε συμβεβηκός, μα ούτε και είναι από τα εντελώς ανύπαρκτα. και για να πω εκείνο που δέχονται όλοι οι Θεολόγοι· αν ο Θεός δημιουργεί επειδή το θέλει κι όχι γιατί το έχει στη φύση Του, άρα άλλο είναι το ένα και άλλο το άλλο, και επομένως αν είναι έτσι, άλλο είναι η θεία βούληση και άλλο η θεία φύση. Επειδή λοιπόν η βούληση του Θεού διαφέρει από τη φύση Του και δεν είναι ουσία, γι' αυτό είναι και εντελώς ανύπαρκτη; Όχι βέβαια. Αλλά υπάρχει και ανήκει στο Θεό, ο οποίος δεν έχει μόνο ουσία, αλλά και βούληση, σύμφωνα με την οποία δημιουργεί. Και αν θέλει κανείς, ας την ονομάσει είτε συμβεβηκός από μία άποψη, αφού δεν είναι ουσία, είτε μη συμβεβηκός, αφού δεν προξενεί καμία σύνθεση ή αλλοίωση. Επομένως ο Θεός έχει και αυτό που είναι ουσία και αυτό που δεν είναι ουσία, κι ας μην ονομάζεται συμβεβηκός, δηλαδή τη θεία βούληση και ενέργεια.
136. Αν η ουσία δεν έχει ενέργεια που να διαφέρει απ' αυτήν, είναι τελείως ανυπόστατη και απλή σύλληψη της διάνοιας. Γιατί ο άνθρωπος ως γένος δε διανοείται, δεν έχει γνώμη, δε βλέπει, δεν οσφραίνεται, δε μιλάει, δεν ακούει, δεν περπατεί, δεν αναπνέει, δεν τρώει, και γενικά δεν έχει ενέργεια διαφορετική από την ουσία που να δείχνει ότι υπάρχει ως υπόσταση. Γι' αυτό και ο άνθρωπος ως γένος είναι τελείως ανυπόστατος. Ο άνθρωπος όμως που έχει έμφυτη ενέργεια διαφορετική από την ουσία —μία ή περισσότερες ή όλες όσες είπαμε—, αναγνωρίζεται από αυτές ότι είναι άνθρωπος που υπάρχει ως υπόσταση κι όχι ανυπόστατος. Κι επειδή οι ενέργειες αυτές δε θεωρούνται σε ένα ή δύο ή τρείς, αλλά σε πολλούς, αποδεικνύουν ότι ο άνθρωπος διακρίνεται σε αμέτρητες υποστάσεις.
137. Ο Θεός, σύμφωνα με την ευσέβεια που με τη χάρη Του είναι δική μας, δηλαδή της Εκκλησίας Του, έχει έμφυτη ενέργεια που τον κάνει φανερό, και κατά τούτο είναι διαφορετική από την ουσία Του. Γιατί προγνωρίζει και προνοεί για όλα τα όντα και τα δημιουργεί και τα συντηρεί και είναι Κύριός τους και τα μεταβάλλει κατά το θέλημά Του όπως γνωρίζει Αυτός. Γι' αυτό αποδεικνύεται ότι υπάρχει ως υπόσταση και δεν είναι μόνο ανυπόστατη ουσία. Κι επειδή όλες αυτές οι ενέργειες δε θεωρούνται σε ένα, ο Θεός γίνεται γνωστός σε μας ότι υπάρχει σε τρεις Υποστάσεις. Αλλά οι αντίθετοι, λέγοντας ότι ο Θεός δεν έχει έμφυτη ενέργεια που να τον κάνει φανερό και που κατά τούτο να διαφέρει από την ουσία Του, λένε ότι ο Θεός δεν υπάρχει ως υπόσταση και καθιστούν τελείως ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Κύριο. Και με αυτά, τόσο ξεπερνούν στην κακοδοξία το Σαβέλλιο από τη Λιβύη, όσο χειρότερη είναι η ασέβεια από τη δυσσέβεια.
138. Η ενέργεια των τριών θείων Υποστάσεων δεν είναι μία, επειδή είναι όμοια, όπως συμβαίνει σ' εμάς, αλλά είναι όντως μία και αριθμητικά. Αυτό οι οπαδοί των αντιθέτων δεν μπορούν να το πουν, γιατί ισχυρίζονται ότι δεν είναι κοινή η άκτιστη ενέργεια των Τριών, αλλά και οι υποστάσεις Τους λένε πως είναι ενέργειες η μία της άλλης, γιατί σύμφωνα με αυτούς δεν υπάρχει κοινή θεία ενέργεια. Ώστε ούτε έτσι δεν μπορούν να πουν ότι είναι μία η ενέργεια των τριών Υποστάσεων, αλλά αναιρώντας έτσι τώρα τη μία κι ύστερα την άλλη ενέργεια, πάλι κάνουν ανυπόστατο τον τρισυπόστατο Θεό.
139. Εκείνοι που οι ψυχές τους νοσούν από την κακόδοξη πλάνη, διδάσκοντας πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, που διαφέρει από την ουσία Του, φρονούν ότι ο Θεός έχει κτιστό και το "δημιουργείν", δηλαδή τη δημιουργική Του δύναμη. Γιατί δε γίνεται να ενεργεί και να δημιουργεί κανείς χωρίς ενέργεια, όπως ούτε να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Όπως λοιπόν δε γίνεται, εκείνος που λέει ότι η ύπαρξη του Θεού είναι κτιστή, να νομίζει ότι έχει άκτιστο το ίδιο το είναι, έτσι δε γίνεται, εκείνος που υποστηρίζει πως είναι κτιστή η ενέργεια του Θεού, να νομίζει ότι Αυτός έχει άκτιστο το να ενεργεί και να δημιουργεί.
140. Δεν είναι η ενέργεια του Θεού, όπως φλυαρούν οι αντίθετοι, αυτά που είναι και λέγονται από τους ευσεβείς κτίσματα του Θεού —μακριά από τέτοια ασέβεια! Κτίσματα είναι τα αποτελέσματα της θείας ενέργειας. Γιατί αν τα κτίσματα ήταν η θεία ενέργεια, ή θα ήταν άκτιστα (σκέψη παρανοϊκή, γιατί τότε θα υπήρχαν και πριν δημιουργηθούν), ή ο Θεός πριν από τα κτίσματα δε θα είχε ενέργεια (σκέψη δυσσεβέστατη). Αλλά βέβαια, ο Θεός είναι προαιωνίως ενεργής και παντοδύναμος. Επομένως κτίσματα δεν είναι η ενέργεια του Θεού, αλλά όσα ενεργήθηκαν και αποτελέστηκαν, όπως και να λέγονται. Η ενέργεια του Θεού είναι άκτιστη και συναιώνια με το Θεό, κατά τους Θεολόγους.
141. Η ενέργεια δε γνωρίζεται από την ουσία, αλλά από την ενέργεια πληροφορούμαστε ότι η ουσία υπάρχει, όχι όμως και τι είναι. Γι' αυτό και ο Θεός γίνεται σ' εμάς γνωστός ότι υπάρχει, όχι από την ουσία Του, αλλά από την πρόνοιά Του, κατά τους Θεολόγους. Η ενέργεια διαφέρει από την ουσία και σε τούτο· εκείνο που πληροφορεί είναι η ενέργεια, κι αυτό που γνωρίζομε μέσω αυτής ότι υπάρχει, είναι η ουσία. Οι συνήγοροι όμως της κακόδοξης δυσσέβειας που βιάζονται να πείσουν τους άλλους ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, με το να αναιρούν έτσι εκείνο που πληροφορεί, βιάζονται να μας πείσουν να μη γνωρίζομε ότι ο Θεός υπάρχει, όπως ούτε αυτοί δε γνωρίζουν. Εκείνος όμως που δεν το γνωρίζει αυτό, είναι ο πιο άθεος και ο πιο ανόητος απ' όλους.
142. Όταν αυτοί λένε ότι ο Θεός βέβαια έχει ενέργεια, αλλά καθόλου διαφορετική από την ουσία Του, προσπαθούν και μ' αυτό τον τρόπο να συσκιάσουν τη δυσσέβειά τους και με σοφίσματα να παρασύρουν και να εξαπατήσουν όσους τους ακούνε. Γιατί έτσι κι εκείνος ο Σαβέλλιος από τη Λιβύη έλεγε ότι ο Πατέρας και Θεός έχει και Υιό, που δε διαφέρει καθόλου από Αυτόν. Όπως λοιπόν εκείνος αποδεικνυόταν πώς μιλάει για Πατέρα χωρίς Υιό, αφού αρνιόταν τη διαφορά τους στις υποστάσεις, έτσι τώρα κι αυτοί, όταν ισχυρίζονται ότι η θεία ενέργεια δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ουσία, ελέγχονται να φρονούν ότι ο Θεός δεν έχει διόλου ενέργεια. Γιατί αν αυτά δεν διαφέρουν σε τίποτε, τότε ο Θεός δεν έχει ούτε τη δημιουργική και ενεργητική δύναμη, αφού δε γίνεται να ενεργεί κανείς χωρίς ενέργεια, κατά τους Θεολόγους, όπως πάλι, ούτε και να υπάρχει χωρίς ύπαρξη. Ότι η θεία ενέργεια διαφέρει από τη θεία ουσία, είναι φανερό για όσους σκέπτονται ορθά και από τούτο: η ενέργεια ενεργεί ένα άλλο, που δεν είναι αυτός που ενεργεί. Ο Θεός δηλαδή ενεργεί και δημιουργεί τα κτίσματα, ενώ Αυτός είναι άκτιστος. Και η έννοια του "προς τι" λέγεται πάντοτε ως προς ένα άλλο. Ο Υιός λέγεται ως προς τον Πατέρα· ο Υιός όμως ποτέ δεν είναι Πατέρας του Πατέρα. Όπως λοιπόν το "προς τι" είναι αδύνατο να μη διαφέρει καθόλου από την ουσία ή να μη θεωρείται μέσα στην ουσία αλλά να είναι το ίδιο ουσία, έτσι ούτε η ενέργεια είναι ποτέ δυνατό να μη διαφέρει από την ουσία, αλλά να είναι ουσία, κι ας μην αρέσει αυτό στους αντίθετους.
143. Ο Μέγας Βασίλειος στα συλλογιστικά του κεφάλαια, κάνοντας λόγο περί Θεού, λέει ότι η ενέργεια δεν είναι ούτε εκείνος που ενεργεί, ούτε το αποτέλεσμα της ενέργειας. Άρα λοιπόν η ενέργεια διαφέρει από την ουσία. Ο θείος Κύριλλος μιλώντας κι αυτός περί Θεού, θεολογεί ότι το να δημιουργεί είναι γνώρισμα της ενέργειας, ενώ το να γεννά είναι γνώρισμα της φύσεως· η φύση δε και η ενέργεια δεν είναι το ίδιο. Κι ο θεοφόρος Δαμασκηνός λέει ότι η γέννηση είναι έργο της θείας φύσεως, ενώ η δημιουργία είναι έργο της θείας θελήσεως. Ο ίδιος πάλι, σε άλλο σημείο λέει καθαρά ότι, άλλο είναι η ενέργεια και άλλο αυτό που έχει τη δύναμη να ενεργεί. Η ενέργεια δηλαδή είναι η ουσιώδης κίνηση της φύσεως, ενώ αυτό που ενεργεί είναι η φύση από την οποία προέρχεται η ενέργεια. Σε πολλά λοιπόν σημεία διαφέρει η ενέργεια από τη θεία ουσία, κατά τους θείους Πατέρες.
144. Η ουσία του Θεού είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, αφού είναι και ολωσδιόλου αχώρητη στο νου. Την ονομάζομε λοιπόν από όλες τις ενέργειές Της, χωρίς εκεί κανένα από τα ονόματα να διαφέρει κατά τη σημασία από το άλλο. Γιατί από το καθένα και απ' όλα αυτά τα ονόματα, τίποτε άλλο δεν ονομάζεται, παρά η κρύφια εκείνη ουσία που κανείς ποτέ δεν μπορεί να γνωρίσει τι ακριβώς είναι. Όσον αφορά όμως στις ενέργειές Του, κάθε όνομα έχει διαφορετική σημασία. Ποιος δε γνωρίζει ότι διαφέρουν μεταξύ τους οι ενέργειες της δημιουργίας, της κυριαρχίας, της κρίσεως, της πρόνοιας, της υιοθεσίας μας από το Θεό με τη χάρη Του; Εκείνοι λοιπόν που λένε κτιστές τις φυσικές αυτές ενέργειες, ως διαφορετικές μεταξύ τους και προς τη θεία φύση, τί άλλο κάνουν παρά υποβιβάζουν το Θεό σε κτίσμα; Γιατί κτίσματα είναι αυτά που δημιουργούνται, κυριαρχούνται, κρίνονται και γενικά όλα τα παρόμοια, κι όχι ο Δημιουργός και ο Κυρίαρχος και ο Κριτής, ούτε η ίδια η ενέργεια της κρίσεως ή της κυριαρχίας ή της δημιουργίας, οι οποίες φυσικώς θεωρούνται μέσα στο Θεό.
145. Η ουσία του Θεού όπως είναι ολωσδιόλου χωρίς όνομα, επειδή είναι πάνω από όνομα κατά τους Θεολόγους, έτσι είναι κατ' αυτούς και αμέθεκτη, γιατί είναι πέρα από μέθεξη. Αυτοί λοιπόν, οι οποίοι απειθούν τώρα στη διδασκαλία του Πνεύματος που διατυπώθηκε μέσω των αγίων Πατέρων μας και λοιδορούν εμάς που συμφωνούμε με τους Πατέρες, λένε πως γίνονται πολλοί Θεοί, ή ένας Θεός σύνθετος, αν η θεία ενέργεια διαφέρει από την ουσία του Θεού και αν θεωρείται κάτι μέσα στην ουσία του Θεού. Αγνοούν όμως ότι δεν είναι το ενεργείν και η ενέργεια, αλλά το πάσχειν και το πάθος που κάνουν τη σύνθεση. Ενώ ο Θεός ενεργεί, χωρίς Αυτός να παθαίνει τίποτε, ούτε να αλλοιώνεται. Δεν είναι λοιπόν σύνθετος ο Θεός επειδή ενεργεί. Ακόμη, ο Θεός έχει την αναφορά Του (το "προς τι") και προς την κτίση, επειδή είναι αρχή και Κυρίαρχός της. Από αυτό όμως δεν συναριθμείται με τα δημιουργήματα. Και πώς πάλι θα γίνουν πολλοί Θεοί, επειδή ο Θεός έχει ενέργεια, αφού είναι ενός Θεού, ή μάλλον αφού ο ίδιος ο Θεός είναι η θεία ουσία και η θεία ενέργεια; Όλα αυτά λοιπόν είναι ξεκάθαρη φλυαρία της φρενοβλάβειάς τους.
146. Ο Κύριος είπε στους μαθητές Του ότι «υπάρχουν μερικοί, από αυτούς που βρίσκονται εδώ, οι οποίοι δε θα πεθάνουν πριν δουν να έρχεται με δύναμη η βασιλεία του Θεού»(Μαρκ. 9, 1). Και έξι μέρες μετά, αφού πήρε μαζί Του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, ανέβηκε στο όρος Θαβώρ και εκεί έλαμψε το πρόσωπό Του όπως ο ήλιος και τα ιμάτιά Του έγιναν λευκά όπως το φως(Ματθ. 17, 1-2). Οι Μαθητές δεν μπορούσαν πλέον να βλέπουν, ή μάλλον επειδή δεν είχαν τη δύναμη ούτε ν' ατενίσουν αυτή τη λάμψη, έπεσαν με το πρόσωπο στη γή(Ματθ. 17, 6). Εντούτοις είδαν, σύμφωνα με την υπόσχεση του Σωτήρα, τη βασιλεία του Θεού, το θεϊκό εκείνο και ανέκφραστο φως, το οποίο οι Μεγάλοι Γρηγόριος και Βασίλειος ονομάζουν θεότητα, λέγοντας: «Φως ήταν η θεότητα που φάνηκε στους Μαθητές πάνω στο όρος», και: «Κάλλος του αληθινά Δυνατού είναι η θεότητά Του που μπορεί να νοηθεί και να θεωρηθεί». Γιατί ο Μέγας Βασίλειος λέει επιπλέον ότι το φως εκείνο είναι κάλλος του Θεού που μπορεί να θεωρηθεί μόνο από τους Αγίους με τη δύναμη του Αγίου Πνεύματος. Γι' αυτό και λέει πάλι: «Είδαν το κάλλος Του ο Πέτρος και οι υιοί της βροντής, στο όρος, να λάμπει περισσότερο από τη λαμπρότητα του ηλίου και αξιώθηκαν να δουν με τα μάτια τους τα προοίμια της παρουσίας Του». Ο θεολόγος Δαμασκηνός μαζί με τον Ιωάννη Χρυσόστομο ονόμασαν το φως εκείνο φυσική ακτίνα της θεότητας, ο μεν πρώτος γράφοντας: «Αφού ο Υιός γεννήθηκε ανάρχως από τον Πατέρα, έχει άναρχη και τη φυσική ακτίνα της θεότητας, κι έτσι η λαμπρότητα της θεότητας έγινε λαμπρότητα του σώματος», ο δε Χρυσόστομος λέγοντας: «Ο Κύριος φάνηκε τόσο λαμπρός πάνω στο όρος, επειδή η θεότητά Του φανέρωσε τις ακτίνες της».
147. Αυτό το ανέκφραστο θεϊκό φως, τη θεότητα και τη βασιλεία του Θεού, το κάλλος και τη λαμπρότητα της θείας φύσεως, την όραση και απόλαυση των Αγίων κατά την αιώνια ζωή, τη φυσική ακτίνα και δόξα της θεότητας, οι φλύαροι αιρετικοί το λένε φάντασμα και κτίσμα. Κι εκείνους που δε δέχονται να βλασφημούν όπως αυτοί το θείο αυτό φως, αλλά φρονούν ότι ο Θεός είναι άκτιστος κατά την ουσία και κατά την ενέργεια, τους διαλαλούν παντού συκοφαντικά ως διθεΐτες. Αλλά ας ντραπούν αυτοί. Αφού είναι άκτιστο και το θείο φως, έχομε ένα Θεό σε μία θεότητα. Γιατί, όπως δείξαμε με πολλούς τρόπους πιό πάνω, ενός Θεού είναι και η άκτιστη ουσία και η άκτιστη ενέργεια, δηλαδή η θεία χάρη και έλλαμψη αυτή.
148. Οι κακόβουλοι αιρετικοί, αφού τόλμησαν και μπροστά στη σύνοδο να πουν και ν' αποπειραθούν να κάνουν φάντασμα και κτίσμα το θείο εκείνο φως που έλαμψε από το Χριστό στο Θαβώρ, και αφού ελέγχθηκαν με πολλούς τρόπους χωρίς ν' αλλάξουν γνώμη, τιμωρήθηκαν με έγγραφο αφορισμό και ανάθεμα. Γιατί και βλασφημούν ως προς την ένσαρκη οικονομία του Θεού, και κτιστή χαρακτηρίζουν φρενοβλαβώς τη θεότητα του Θεού, και σε κτίσματα, όσο μπορούν, υποβιβάζουν τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Ενώ μία και η αυτή είναι η θεότητα των Τριών. Και όταν ισχυρίζονται ότι σέβονται άκτιστη θεότητα, είναι σαν να λένε φανερά ότι υπάρχουν δύο θεότητες του Θεού, μία κτιστή και μία άκτιστη. Έτσι αγωνίζονται να ξεπεράσουν στη δυσσέβεια όλους τους παλιούς κακοδόξους.
149. Άλλοτε πάλι, προσπαθώντας με τέχνη να συγκαλύψουν την κακοδοξία τους, και άκτιστο λένε ότι είναι το φως που έλαμψε στο Θαβώρ και ότι είναι ουσία του Θεού, και έτσι βλασφημούν και στην περίπτωση αυτή με πολλούς τρόπους. Επειδή οι Απόστολοι είδαν το φως εκείνο, αυτοί κακώς φρονούν ότι είναι ορατή η ουσία του Θεού. Αλλ' ας ακούσουν αυτόν που λέει: «Κανένας δεν ανέβηκε σε κάποιο υποστήριγμα ώστε να δει(Ιερ. 23, 28) την ουσία και τη φύση του Θεού και να αποκαλύψει σχετικά». Και όχι μόνον κανένας άνθρωπος, άλλ' ούτε και Άγγελος. Και αυτά τα εξαπτέρυγα Σεραφείμ, από την υπερβολή της ελλάμψεως που πηγάζει από εκεί, καλύπτουν τα πρόσωπά τους με τα φτερά τους(Ησ. 6, 2). Αφού λοιπόν σε κανένα ουδέποτε δε φανερώθηκε η υπερουσιότητα του Θεού, όταν οι αιρετικοί λένε ότι αυτή είναι εκείνο το φως, μαρτυρούν ότι το φως αυτό είναι ολότελα αθέατο και δεν το είδαν στο Θαβώρ ούτε οι τρείς εξέχοντες Απόστολοι και ούτε ο Κύριος στ' αλήθεια τους είχε υποσχεθεί κάτι τέτοιο. Μαρτυρούν ακόμη πως δε λέει αλήθεια ο Πέτρος λέγοντας: «Είδαμε τη λαμπρότητά Του καθώς ήμαστε μαζί Του στο άγιο εκείνο όρος»(Β΄ Πέτρ. 1, 16-18), ούτε ο Ευαγγελιστής που λέει: «Και μένοντας άγρυπνοι ο Πέτρος και οι άλλοι δύο είδαν τη λαμπρότητά Του»(Λουκ. 9, 32), ούτε κάποιος άλλος που είπε ότι ο ξεχωριστά αγαπημένος μαθητής του Χριστού Ιωάννης είδε γυμνή πάνω στο όρος την ίδια τη θεότητα του Λόγου. Είδαν λοιπόν, και είδαν αληθινά την άκτιστη και θεία εκείνη έλλαμψη, ενώ ο Θεός παρέμεινε αόρατος σύμφωνα με την υπερούσια κρυφιότητά Του, κι ας εκραγούν οι αρχηγοί της αιρέσεως και οι ομόφρονές τους.
150. Όταν ερωτήσει κανείς αυτούς τους αιρετικούς, που λένε ότι το φως εκείνο ήταν η ουσία της θεότητας: «Φαίνεται λοιπόν η ουσία του Θεού;», τότε αναγκάζονται να φανερώσουν το δόλο, λέγοντας πώς είπαν ότι αυτό ήταν ουσία του Θεού, επειδή διά μέσου του φάνηκε η ουσία του Θεού" γιατί αυτή βλέπεται διά μέσου των κτισμάτων του Θεού. Και έτσι κάνουν και πάλι κτίσμα, οι ταλαίπωροι, το φως της Μεταμορφώσεως του Κυρίου. Αυτό που βλέπεται όμως διά μέσου των κτισμάτων δεν είναι η ουσία, αλλά η δημιουργική ενέργεια του Θεού. Ώστε μιλάνε με δυσσέβεια και σε συμφωνία με τον Ευνόμιο, όταν λένε ότι διά μέσου των κτισμάτων βλέπεται η ουσία του Θεού. Τόσο γόνιμο είναι το χωράφι της δυσσέβειάς του. Ας αποφεύγομε λοιπόν αυτούς και την επικοινωνία μαζί τους, σαν μία θανάσιμη για την ψυχή και πολυκέφαλη ύδρα και σαν πολυποίκιλη φθορά της ευσέβειας.
------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 331-351)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου