«Νεανίσκε,
σοὶ λέγω, ἐγέρθητι»
Μια πονεμένη χήρα οδηγεί
στον τάφο το μονάκριβο παιδί της. Θέαμα τραγικό. Ό Κύριος τη συμπονεί: «Μή
κλαίε», της λέει με στοργή. Έπειτα στρέφεται προς το νεκρό παιδί και με τόνο
προστακτικό λέει: «Νεανίσκε, σοι λέγω, έγέρθητι». Νέε, σε σένα μιλάω, σήκω
επάνω! Αμέσως ό νεκρός νέος ανασηκώνεται και αρχίζει να μιλάει. Όλοι γύρω
σαστίζουν. Τα δάκρυα της λύπης γίνονται τώρα δάκρυα χαράς...
Αυτό
το εκπληκτικό θαύμα του Κυρίου μας δίνει την αφορμή να εξετάσουμε τί γίνεται ό
άνθρωπος όταν πεθαίνει και ποιά σχέση μπορούμε να έχουμε μαζί του.
1. ΟΙ
ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ ΖΟΥΝ
Σύμφωνα με τη διδασκαλία
της Εκκλησίας μας ό άνθρωπος δεν εκμηδενίζεται με τον θάνατο, όπως νομίζουν οι
υλιστές. Αυτό πού συμβαίνει με τον θάνατο είναι ό χωρισμός της ψυχής από το
σώμα. Και το μεν σώμα νεκρώνεται και διαλύεται μέσα στον τάφο, ή ψυχή όμως ζει
και περιμένει την ανάσταση των νεκρών· την ήμερα δηλαδή της Δευτέρας Παρουσίας
του Κυρίου. Τότε το σώμα θα αναστηθεί μεταμορφωμένο και ανακαινισμένο για να
ενωθεί πάλι με την αθάνατη ψυχή και να ζήσει ό άνθρωπος αιωνίως. Και όσοι
έφυγαν μετανοημένοι θα αναστηθούν για να απολαύσουν αιωνία και μακάρια ζωή,
εκείνοι όμως πού έζησαν θεληματικά στην κακία και την αμαρτία και έφυγαν
αμετανόητοι, θα αναστηθούν για να δικασθούν και να κατακριθούν.
Επομένως
οι νεκροί δεν έχουν χαθεί. Ζουν! Ζουν μέσα στην παρουσία του Θεού και
προσδοκούν και αυτοί «άνάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος», όπως
διακηρύττουμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Και σ' αυτήν ακριβώς τη ζωή του
μέλλοντος αιώνος ελπίζουμε και περιμένουμε να συναντήσουμε και πάλι τούς
προσφιλείς μας κεκοιμημένους.
Ναι,
οι κεκοιμημένοι ζουν! Ποιά μπορεί όμως να είναι τώρα ή σχέση μας μαζί τους;
Άραγε μάς ακούν; Μας βλέπουν; Μπορούμε να τούς αισθανόμαστε κοντά μας;
2. Η ΣΧΕΣH MAΣ ΜΕ TOYΣ KΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟYΣ
Οι άνθρωποι πού φεύγουν
από τον κόσμο αυτό ζουν, είπαμε, μέσα στην παρουσία του Θεού, πράγμα το όποιο
στους μεν δικαίους δίνει άπειρη χαρά, στους δε αμετανόητους προξενεί ντροπή,
φρίκη και πόνο. Κι επειδή ακριβώς ό Θεός είναι πανταχού παρών, δίνει τη δυνατότητα
στις ψυχές πού είναι κοντά του να βρίσκονται σε επικοινωνία μαζί μας, να
πληροφορούνται τη ζωή μας, τις δυσκολίες και τον αγώνα μας. Μη μάς κάνει
εντύπωση αυτό. Αν ό κολασμένος πλούσιος, όπως τον περιέγραψε ό Κύριος στη
γνωστή Παραβολή (Λουκ. ις' 19-31), ενδιαφερόταν για τα αδέλφια του και ζητούσε
από τον Αβραάμ να στείλει τον Λάζαρο για να τα παρακινήσει σε μετάνοια, πολύ
περισσότερο οι δίκαιοι και οι Άγιοι ενδιαφέρονται και προσεύχονται για τη δική
μας σωτηρία.
Παράλληλα
και εμείς προσευχόμαστε γι' αυτούς. Τελούμε Μνημόσυνα, προσφέρουμε ελεημοσύνες
για την ανάπαυση της ψυχής τους και είμαστε βέβαιοι ότι παίρνουν μεγάλη
ωφέλεια από τη μνημόνευση τους. Και το σπουδαιότερο: Κάθε φορά πού τελούμε
θεία Λειτουργία, ό Κύριος τούς φέρνει κοντά μας. Μνημονεύονται ιδιαιτέρως
στην άγια Πρόθεση, κι εκεί, στο άγιο Δισκάριο ενωνόμαστε μαζί τους, αφού γύρω
από τον Αμνό του Θεού συγκεντρώνεται όλη ή Εκκλησία, στρατευόμενη και
θριαμβεύουσα, επίγεια και ουράνια. Κοντά στην Παναγία, τούς Αγγέλους και τούς
Άγιους βρισκόμαστε όλοι οι πιστοί, ζώντες και κεκοιμημένοι, ενωμένοι σε ένα
σώμα: το σώμα του Χριστού!
«Νεανίσκε,
σοι λέγω, έγέρθητι»!
Ό παντοδύναμος λόγος του
Κυρίου πού ανέστησε το νεκρό γιό της χήρας της Ναίν αντηχεί σε κάθε χρόνο και
εποχή και διαλαλεί το μήνυμα ότι πλέον ό θάνατος έχει νικηθεί. Μέσα στην
Εκκλησία δεν υπάρχουν νεκροί. Όλοι είμαστε ζωντανοί. Άλλοι στη γη κι άλλοι στον
ουρανό, στη Βασιλεία του Θεού.
Άς μη λυπόμαστε λοιπόν
υπερβολικά για τούς αγαπημένους μας κεκοιμημένους. Να μάς παρηγορεί ή
βεβαιότητα ότι ζουν και βρίσκονται κοντά στον Κύριο. Να προσευχόμαστε γι'
αυτούς και να αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, ώστε κάποτε
να τούς συναντήσουμε στη Βασιλεία του, για να ζήσουμε μαζί τους καινή και
αναστημένη ζωή.