«Όπως τονίζει ο Andre Gide στη νουβέλα του «Η Επιστροφή του ασώτου», ο άσωτος υιός, ο οποίος έφυγε απο τον οίκο του πατρός σαν «κατακτητής»,
γεμάτος πόθους και ελπίδες για καινούργια ζωή, ομολογεί κατά τη
συνάντηση που έχει την επαύριο της επιστροφής του με τον πατέρα του, με
τον πρεσβύτερο και τον νεώτερο αδελφό του, ότι δεν τον έφερε πίσω η
μετάνοια, αλλά η πείνα και η δυστυχία, η αδυναμία και η αναδρία του,
ομολογεί ότι γύρισε «υποταγμένος» επειδή «υπέφερε».
Όταν μάλιστα η μητέρα του τον παρακαλεί να συμβουλεύσει τον μικρότερο
αδελφό του, ο οποίος του μοιάζει και έχει το νου του στο φευγιό και στην
έξοδο, να μην εγκαταλείψει το σπίτι του, τότε ο άσωτος ομολογεί κατά τη
συνάντηση τους τα εξής: «Θά'θελα να σε γλυτώσω από το γυρισμό, γλυτώνοντας σε από το ξεκίνημα».
Ωστόσο ο μικρότερος αδελφός φεύγει και προσκαλεί τον άσωτο να τον
ακολουθήσει. Εκείνος όμως μένει, τσακισμένος και εξουθενωμένος απο την
ταπεινωτική επιστροφή και επειδή ξέρει ότι ο νεώτερος αδελφός χωρίς
αυτόν θα είναι πιο ανδρείος. Τον αποχαιρετά με τα εξής λόγια: «Παίρνεις μαζί σου όλες μου τις ελπίδες. Να'σαι δυνατός · ξεχασέ μας, ξέχασε με. Άμποτε μπορέσεις να μην ξαναγυρίσεις.
Κατά τον
Gide δεν μπορεί λοιπόν να συνυπάρξει ταπείνωση και αξιοπρέπεια, μετάνοια
και ελευθερία, επιστροφή και ανεξαρτησία. Όποιος «επιστρέφει»
και ταπεινώνεται, χάνει την ελευθερία του. Πραγματικά εδώ η ουμανιστική
ηθική φθάνει στο ακρότατο όριο και στην έσχατη αναληθειά της. Γιατί η
ταπείνωση δεν είναι «δουλική υποταγή», αλλά «μία πνευματική εσωτερική νίκη εναντίον του εγωκεντρισμού»,
η βασιλίδα των αρετών και η μόνη πύλη του ουρανού. Και η μετάνοια είναι
μια πραγματική επανάσταση μέσα μας, μια ριζική αλλαγή φρονήματος που
μαρτυρεί πραγματική εσωτερική δύναμη. Γι'αυτό και η ελευθερία δεν είναι η
φυσική «έξοδος»
απο τον οίκο του πατρός, αλλά η μετάνοια και η επιστροφή, η δωρεά της
χάρης και της αγάπης. Η έξοδος δεν οδήγησε τον υιό στην ελευθερία, αλλά
στην ασωτία, στη δουλεία και στην αλλοτρίωση, γιατί δεν υπάρχει
ελευθερία και αυτονομία εκτός Θεού και ενάντια στο Θεό. Ο
απελευθερωμένος απο την «αυθεντία του πατέρα»
υιός υποδουλώθηκε στην εξουσία των παθών και του εγωιστικού ευτυχισμού,
με συνέπεια την εξουθενωτική υπαρξιακή αποτυχία, την εξαθλίωση και τον
φόβο.
Ο άσωτος υιός κατανοεί το νόημα της αληθινής ελευθερίας, τη διαλεκτική και το «παιχνίδι»
της χάρης, το ότι η ελευθερία είναι δέσμευση και όχι αποδέσμευση, σχέση
και όχι σχάση, όταν τον συναντά η μεγαλόκαρδη αγάπη του Πατρός. Τώρα
καταλαβαίνει ότι η αλήθεια της ελευθερίας δεν είναι η ανεξαρτησία, αλλά
το «Είναι του υιού», όχι η άρνηση της υιότητας, αλλά η «ώριμη υιότητα».
Αναγνωρίζει ότι η αληθινή αυτονομία και η θεονομία δεν αποτελούν αντίθεη, αφού ο Θεός δεν είναι για τον άνθρωπο «έτερος νόμος», δεν είναι δεσπότης και δυνάστης, αλλά η αλήθεια του Είναι του, ο αληθινός του εαυτός, η αυθεντική του ταυτότητα. «Η
χάρη δεν καταστρέφει ή δεν ανταγωνίζεται την ελευθερία. Στο
χριστιανισμό έχει αναιρεθεί κάθε τραγική αντίθεση ανάμεσα στην ελευθερία
και στην χάρη και η χάρη γίνεται αποδεκτή όχι σαν εξουσία και βία, αλλά
σαν κλήση και αγάπη».
Στην ελευθερία το θεμέλιο είναι η προσωπική σχέση, το προσωπικό Ναι, η
συντριβή και η επιστροφή. Κι αυτό αποκαλύπτεται στην ανελευθερία του
ακριβολόγου και φαρισαϊκού πρεσβυτέρου αδελφού, του πιο χαρακτηριστικού
εκπροσώπου της παγερής συμβατικής ηθικής του «do ut des».
Παρόλο που είχε μείνει στο πατρικό σπίτι, παρόλο που ήταν σίγουρος ότι
ήταν, εν αντιθέσει προς τον αποτυχημένο αδελφό του, ο μόνος άξιος και
ο υιός ο αγαπητός, δεν ήταν ελεύθερος. Ο πρεσβύτερος αδελφός είναι το
σύμβολο του αλύτρωτου ανθρώπου, που δεν ξέρει τι θα πει δωρεά, χάρη και
χαρά, που κρύβει το τάλαντον, που δεν μπορεί να δωρήσει τίποτε σε
κανένα, αφού θεωρεί την υιότητα κάτι το αντικειμενικό και αυτονόητο,
κάτι που επιβάλλεται αυτομάτως με τα έργα μας. Ομως στη χάρη και στη
σωτηρία δεν υπάρχουν αυτοματισμοί, αλλά κυριαρχεί ο υπέρλογος λόγος της
αγάπης. Η ελευθερία της χάρης δεν μπαίνει σε καλούπια. «Ούτως έσονται οι έσχατοι πρώτοι και οι πρώτοι έσχατοι» (Ματ.
20,16). Τελικά η κόλαση δεν είναι η αμαρτία, αλλά η αμετανοησία, η
άρνηση και απόρριψη της χάρης και της αγάπης, η εωσφορική λήθη της
αμαρτωλότητας. «Θέλω
άνθρωπον αμαρτήσαντα, ει οίδεν ότι ημαρτε και μετανοεί υπέρ άνθρωπον μη
αμαρτήσαντα και έχοντα εαυτόν ως δικαιοσύνη ποιούντα» (Αββάς Σαρματάς).
Το ήθος της ελευθερίας
Κώστας Δεληκωσταντής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου